Ο γιος μιας φτωχής οικογένειας από την Αρκαδία, που στα 19 του, έχοντας ελάχιστα χρήματα στην τσέπη, έφτασε στη Γαλλία για να μορφωθεί. Εκεί είδε μια ταινία, τον μάγεψε ο κινηματογράφος, σκέφτηκε ότι ήταν ένας ωραίος τρόπος να διηγηθεί ιστορίες και στη συνέχεια, με τις ταινίες του, κατάφερε να κατακτήσει τον κόσμο. Αυτή είναι η δική του ιστορία ζωής.
Καθόλου άσχημα για έναν άνθρωπο που πριν από ένα μήνα είχε «πεθάνει», σκέφτηκα, ακούγοντάς τον να κατεβαίνει με βήμα γοργό την ξύλινη, εσωτερική σκάλα. Θα σας περιμένω στις δύο και τριάντα, μου είχε πει και δύο και τριάντα ακριβώς στεκόμουν μπροστά από τη μεγάλη κόκκινη πόρτα με τον αριθμό 244. Πληκτρολόγησα τον κωδικό που μου είχε δώσει, πέρασα σε μια εσωτερική αυλή, πίεσα το κουδούνι του σπιτιού, μου άνοιξε η γυναίκα του, η Μισέλ Ρέι Γαβράς, με ρώτησε αν έχουμε ραντεβού, απάντησα καταφατικά και δυο λεπτά αργότερα ο Κώστας Γαβράς καθόταν απέναντί μου, στην κουζίνα του σπιτιού του, στο κέντρο του Παρισιού, λίγα χιλιόμετρα από την Παναγία των Παρισίων και όχι πολύ μακριά από το μικρό δωμάτιο της φοιτητικής εστίας που έμενε όταν πρωτοπάτησε το πόδι του σ’ αυτή την πόλη, πριν από 63 ολόκληρα χρόνια.
Είχαμε μιλήσει τον Ιούλιο, με αφορμή την αυτοβιογραφία του που κυκλοφόρησε ήδη στα γαλλικά και αναμένεται να κυκλοφορήσει τον άλλο μήνα και στα ελληνικά. Μου ζήτησε να τα πούμε ξανά τέλος του Αυγούστου, όταν θα επέστρεφε από τις καλοκαιρινές διακοπές – θα επισκεπτόταν τη γενέτειρα και το πατρικό του ύστερα από 25 χρόνια – μεσολάβησε η «είδηση» του θανάτου του η οποία σε ελάχιστα λεπτά έκανε το γύρο του διαδικτύου, προκαλώντας διεθνείς αντιδράσεις…
Αλήθεια, πώς είναι να ζει κανείς την είδηση του θανάτου του; Μου είχε τηλεφωνήσει ένας συνάδελφός σας από την Αθήνα, από την ΕΡΤ, και όταν είπα «παρακαλώ» ένιωσα έναν κομπασμό στην άλλη άκρη της γραμμής, έκανε μερικά δευτερόλεπτα να μιλήσει. «Kύριε Γαβρά, εσείς; Ναι, εγώ. Ζείτε; Προφανώς». Έτσι έμαθα για το «θάνατό» μου. Όχι, δεν ταράχτηκα. Γελάσαμε. Τέτοιες βλακείες συνέβησαν και σε άλλους. Αφήστε που ανέβηκα στην εκτίμηση του εγγονού μου. Μετά που είδε τα ρεπορτάζ στην τηλεόραση, με θεωρεί πλέον κάτι σπουδαίο, κάτι σαν τους ποδοσφαιριστές που θαυμάζει. Αν κάτι με ενόχλησε ήταν η αναμετάδοση της «είδησης» από σοβαρά μέσα ενημέρωσης, όπως ας πούμε το κρατικό γαλλικό ραδιόφωνο, χωρίς πρώτα να τηλεφωνήσουν, να διασταυρώσουν την πληροφορία. Την επομένη η πρόεδρός του μου έστειλε ένα τεράστιο μπουκέτο λουλούδια, για να μου απολογηθεί. Υποθέτω θα το έστελνε έτσι κι αλλιώς…

Είστε εξοικειωμένος με την ιδέα του θανάτου, κύριε Γαβρά; Ω ναι. Ξέρω ότι είναι κάτι που θα έρθει. Είμαι 85 χρονών. Σε δύο εβδομάδες, σε δύο μήνες, σε πέντε χρόνια, θα είναι γεγονός. Είναι πολύ φυσιολογικό να πεθάνει κανείς σ’ αυτή την ηλικία. Αυτός είναι ο κύκλος της ζωής. Όσο πιο αργά, βέβαια, τόσο το καλύτερο, με την προϋπόθεση πάντα ότι το σώμα και το μυαλό εξακολουθούν να δουλεύουν.
Υπάρχουν σχέδια, όνειρα, που στα 85 σας δεν μπορέσατε ακόμη να πραγματοποιήσετε; Κάτι που θα θέλατε να είχατε κάνει; Ασφαλώς. Είναι κάποια σενάρια που έμειναν στο συρτάρι, μερικά φιλμ που δεν έγιναν, κάποιες ιδέες που δεν μπόρεσαν να αναπτυχθούν… Απ’ την άλλη, αναλογιζόμενος αυτά που έκανα, βλέποντας από πού ξεκίνησα, από πού έρχομαι, λέω, τελικά δεν τα πήγα κι άσχημα…
Αυτό σκόπευα να σας ρωτήσω. Φέρνετε κάποτε στο μυαλό σας τον νεαρό Κώστα Γαβρά, στην εφηβεία του, εκεί στο χωριό, στην Αρκαδία, τις σκέψεις και τα όνειρα που έκανε τότε; Ναι, μερικές φορές αναλογίζομαι ότι έκανα στη ζωή μου κάτι περισσότερο από ό,τι ίσως ήλπιζα ποτέ. Εκείνη την εποχή στην Ελλάδα, τα όνειρα ήταν η φυγή. Η φυγή προς αναζήτηση μιας προοπτικής και ο πλούτος. Ο πλούτος εμένα ουδέποτε με σαγήνευσε. Για μένα πλούτος ήταν η ποιότητά σου ώς άνθρωπος έναντι στη ζωή. Η στάση σου απέναντι στους άλλους, στην οικογένειά σου, στους συνανθρώπους σου. Η φυγή, λοιπόν, ήταν τότε το όνειρο. Ξέρετε όμως, εκείνο που κάνω στις μέρες μας είναι ο παραλληλισμός. Αυτό που ζήσαμε εμείς δεν διαφέρει επί της ουσίας απ’ αυτό που ζούνε οι Έλληνες σήμερα. Που αναγκάζονται να ξενιτευτούν. Και τότε ζούσαμε ένα δράμα όπως ένα δράμα ζούνε και οι Έλληνες σήμερα. Με τη διαφορά ότι το σημερινό δράμα της Ελλάδας θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Εύκολα. Εμείς βγήκαμε από έναν παγκόσμιο πόλεμο, μπήκαμε σε έναν εμφύλιο, ήταν οι συνθήκες τέτοιες… Το χρέος, όμως, θα μπορούσε να αποφευχθεί, θα μπορούσε να αμβλυνθεί…
Σας εκπλήσσει ο τρόπος που εξελίχθηκε η ζωή σας; Μερικές φορές. Το καλοκαίρι πήγαμε οικογενειακώς στο χωριό του πατέρα μου και εκεί έδειξα στα εγγόνια μου σε ποιο δωμάτιο γεννήθηκα – αυτά, που γεννήθηκαν από πέντε γιατρούς σε νοσοκομεία με έβλεπαν αποσβολωμένα. Και τους είπα ότι δεν είχαμε νερό κι ότι πηγαίναμε ένα χιλιόμετρο έξω από το χωριό να φέρουμε από τη βρύση… Και ναι, αναλογίστηκα, πώς από αυτό το μικρό σπίτι στο οποίο μέναμε τόσοι πολλοί, ξεκίνησε η ζωή μου. Κι αυτό με εκπλήσσει καμιά φορά.

Τι θυμάστε έντονα από εκείνα τα χρόνια; Τον πατέρα μου και τη μητέρα μου.
Και πώς τους θυμάστε; Πώς τους φέρνετε στη μνήμη σας; Ο πατέρας μου δούλευε σκληρά για να ζήσει την οικογένειά του. Έκανε δουλειές που δεν τον ενδιέφεραν καθόλου. Μέχρι χασάπης έγινε. Ήταν δημόσιος υπάλληλος αλλά έχασε για κάποια χρόνια τη δουλειά του, εξαιτίας του ΕΑΜ. Ο πατέρας μου, όμως, δεν ήταν ποτέ κομμουνιστής. Ήταν δημοκράτης. Ήταν αντιβασιλικός. Γιατί είχε πάει στον πόλεμο, στη Μικρά Ασία και είδε όλους τους φίλους του να πεθαίνουν. Γι’ αυτό ήταν αντιβασιλόφρων. Επειδή είδε και έζησε τη βλακεία του βασιλιά. Κι αυτό του δυσκόλεψε τη ζωή. Κόντεψαν να τον σκοτώσουν κάποια στιγμή, όταν οι συνθήκες έγιναν ζόρικες. Και σώθηκε από τον αδελφό της μητέρας μου, τον Σταύρο τον Σφυρή, ο οποίος ήταν αξιωματικός στην υπηρεσία δίωξης των κομμουνιστών. Ναι, αλήθεια, σας λέω. Αν ακουμπήσετε, τους είπε, τον Παναγιώτη τον Γαβρά, θα έχετε να κάνετε μαζί μου.
Και η μητέρα σας; Η μητέρα μου, ήταν αυτή που μας έσπρωχνε να μάθουμε γράμματα. Αυτή μας δημιούργησε. Θυμάμαι που μας έλεγε, εδώ δεν είναι τόπος για σας, πρέπει να μάθετε γράμματα. Και μας έσπρωχνε στα γράμματα.
Πρόλαβαν να σας δουν επιτυχημένο; Πρόλαβαν. Στην αρχή δεν καταλάβαιναν τι ακριβώς έκανα. Ο αδελφός μου πήγε τη μητέρα μου να δει το πρώτο μου φιλμ και βγαίνοντας από τον κινηματογράφο του είπε, δεν τον είδα τον Κώστα, τι έκανε στην ταινία; Νόμιζε ότι ήμουν ηθοποιός.
«Πήγαινε εκεί όπου είναι αδύνατον να πας», ο τίτλος της αυτοβιογραφίας σας. Έτσι άρχισαν όλα λοιπόν; Ξεκινήσατε να πάτε εκεί όπου δεν μπορούσατε να πάτε; Στο Παρίσι ήρθα για να σπουδάσω. Η Γαλλία ήταν η μόνη χώρα που πρόσφερε τότε δωρεάν μόρφωση. Είχα κάνει κάποιες σκέψεις να πάω στην Αμερική, σε κάτι συγγενείς της μητέρας μου, αλλά ένεκα του χαρακτηρισμού «κομμουνιστής», ήταν δύσκολο. Έτσι έφτασα στο Παρίσι. Ευτυχώς. Γιατί στην Αμερική πας αν θες να σπουδάσεις. Στη Γαλλία, έρχεσαι αν θες να μορφωθείς. Στην Αμερική, ανάλογα το πανεπιστήμιο, ξέρεις ότι θα έχεις και την ανάλογη καριέρα. Αν πας στο Χάρβαρντ, μπορείς να γίνεις πρόεδρος. Αν πας σ’ ένα πανεπιστήμιο της γειτονιάς, δεν ξέρεις τι δουλειά θα βρεις. Στη Γαλλία, η έννοια της μόρφωσης είναι εντελώς διαφορετική. Ο πρωταρχικός της στόχος, δεν είναι να κάνεις καριέρα. Και πέραν αυτού, είναι δωρεάν. Αλλιώς δεν θα ήμουνα εδώ.
Με τη Ρόμι Σνάιντερ στα γυρίσματα της ταινίας «Η λάμψη μιας γυναίκας».
Διάβασα να λέτε ότι αν είχατε μείνει στην Ελλάδα… Αν είχα μείνει στην Ελλάδα, ίσως να μη γινόμουν σκηνοθέτης…
Κι αν γινόσασταν σκηνοθέτης, δεν θα κάνατε τα φιλμ που έχετε κάνει. Αλλά και Γάλλος να ήσασταν, είπατε, πάλι δεν θα κάνατε τα φιλμ που έχετε κάνει… Κοιτάξτε, είναι απλό. Τα φιλμ που κάνω είναι ζυμωμένα με την ελληνική μου καταγωγή και τη γαλλική κουλτούρα. Είναι μια σμίξη. Οι εμπειρίες της ζωής που έζησα στην Ελλάδα και το πώς εξελίχθηκα στη Γαλλία. Το πώς η Γαλλία με επηρέασε, ο κινηματογράφος της, η Γαλλική Δημοκρατία, οι άνθρωποι -πολύ σημαντικό- που συνάντησα στο δρόμο μου… Όλα αυτά με έπλασαν και με οδήγησαν εκεί που με οδήγησαν.
Στο Παρίσι όμως, δεν είχατε έρθει για να σπουδάσετε σκηνοθεσία, σωστά; Όχι, είχα έρθει για να μάθω γράμματα, να σπουδάσω το λόγο και τη γραφή.
Και η σκηνοθεσία πώς μπήκε στη ζωή σας; Εγώ ήθελα να αφηγηθώ ιστορίες. Και πολύ σύντομα αντιλήφθηκα πόσο δύσκολο θα ήταν να το κάνω με το γράψιμο, δεδομένου ότι μου ήταν πολύ δύσκολη η γαλλική γλώσσα, ενώ τα ελληνικά μου πενιχρά. Ανακάλυψα, λοιπόν, ότι υπήρχε ένα άλλο είδος που μπορούσε να με βοηθήσει να πω ιστορίες.
Και πώς το ανακαλύψατε; Βλέποντας μια ταινία.
Τη θυμάστε αυτή την ταινία; Φυσικά, είναι κάτι που δεν ξέχασα ποτέ. Ήταν η «Απληστία», αυτή η τρομερή τραγωδία του Έριχ φον Στρόχαϊμ, ένα φιλμ τεσσάρων ωρών! Ένα αριστούργημα.
Αλήθεια, πώς καταφέρατε να έχετε τόσο σημαντικά πρόσωπα στην πρώτη κιόλας σας ταινία, το 1965; Πριν από αυτό είχα δουλέψει πέντε χρόνια ως βοηθός σκηνοθέτη. Ο βοηθός σκηνοθέτη, έκανε τότε το κάστινγκ. Οπόταν είχα κάνει γνωριμίες, είχα κάνει φίλους, σε πολλούς νομίζω άρεσε η δουλειά μου. Έτσι, όταν τέλειωσα το πρώτο μου σενάριο, το ενδιαφέρον πολλών από αυτούς, ήταν εκπληκτικό. Το είχα δώσει, θυμάμαι, στη Σιμόν Σινιορέ να το διαβάσει, με ενδιέφερε να παίξει ένα ρόλο η κόρη της. Κι αυτή μου απάντησε: Είναι μικρή, ας τελειώσει το γυμνάσιο και μετά. Παίζω όμως εγώ το ρόλο, αν θες. Έμεινα κατάπληκτος. Εγώ ούτε που θα τολμούσα να της το προτείνω. Την επομένη, μιλούσαμε με τον Ιβ Μοντάν. Έμαθα ότι έγραψες ένα πολύ καλό σενάριο, μου είπε. Τι έχεις για μένα; Έτσι άρχισε. Και τελικά όλοι αυτοί οι μεγάλοι ηθοποιοί που είχα γνωρίσει, ήθελαν να παίξουν στο έργο. Και όταν πια τέλειωσαν οι ρόλοι, πολλοί δέχτηκαν να περάσουν απλώς μπροστά από την κάμερα για να είναι στο φιλμ.
Δεν σας αντιμετώπισαν ποτέ ως ξένο στη Γαλλία; Ω, φυσικά. Συνεχώς! Από τη στιγμή που δεν ξέρεις τη γλώσσα και δεν έχεις την προφορά, είναι πάρα πολύ δύσκολο… Σε ορισμένες τάξεις της κοινωνίας, όντως, συνέβη.
Όχι, ωστόσο, στη δουλειά; Όχι. Στον γαλλικό κινηματογράφο υπήρχαν πάντοτε ξένοι. Θυμάμαι, όταν έγινα βοηθός του Ρενέ Κλερ, στην αρχή – αρχή και δεν μπορούσα να εργαστώ γιατί η επαγγελματική μου ταυτότητα έγραφε «βοηθός σκηνοθέτη εκτός κινηματογράφου» και του το είπα, αυτός απάντησε: «Και τι με ενδιαφέρει εμένα τι γράφει η ταυτότητά σου;».
Θυμάστε, αλήθεια, τα φοιτητικά, δύσκολα χρόνια στη Γαλλία; Όλα τα θυμάμαι, σαν να ήταν χθες. Είχα μια καταπληκτική τύχη, ξέρετε στη ζωή μου. Είχα έρθει για πρώτη φορά στη Γαλλία με τη χορευτική ομάδα της Δόρας Στράτου. Παρουσιαστήκαμε σ’ ένα μεγάλο θέατρο του Παρισιού, με μεγάλη επιτυχία, είχαν έρθει ο πρέσβης, υπουργοί και παράγοντες να μας δουν. Όταν, λοιπόν, αποφάσισα να έρθω στο Παρίσι για σπουδές, θα έμενα με ένα φοιτητή που τον γνώριζα μέσω του αδελφού μου, ο οποίος ήταν ήδη στο Παρίσι και είχε βρει ένα διαμέρισμα το οποίο θα μοιραζόμασταν. Φτάνοντας, όμως, δεν με περίμενε ούτε στον σταθμό, ούτε στο δωμάτιο. Είχε εξαφανιστεί. Τον είχαν διώξει για κάποιους λόγους. Και έμεινα ξεκρέμαστος. Δεν μπορούσα να νοικιάσω μόνος μου διαμέρισμα. Πήγα τότε στη Φοιτητική Εστία. Για να μπει κανείς στην εστία έπρεπε να δώσει άδεια ο πρέσβης. Το γεγονός, λοιπόν, ότι είχα έρθει με τη Δόρα Στράτου, βοήθησε να μπω στην Εστία. Μιλήσαμε με τον διευθυντή του θεάτρου, ο διευθυντής του θεάτρου ήξερε τον πρέσβη, ο πρέσβης θυμήθηκε την ομάδα της Δόρας Στράτου και έδωσε άδεια να εγκατασταθώ στην εστία. Αλλιώς δεν ξέρω πώς θα επιβίωνα.
Συνεργαστήκατε με τόσους σπουδαίους ηθοποιούς, από τον Ιβ Μοντάν μέχρι τον Ντάστιν Χόφμαν κι από τη Σιμόν Σινιορέ μέχρι τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ… Ποιος σας έκανε περισσότερη εντύπωση; Από τον καθένα, από πολλούς, όχι απ’ όλους για να είμαι ειλικρινής, κρατάω κάτι, κυρίως για τον τρόπο που έβλεπαν τη ζωή και τον τρόπο που έκαναν τη δουλειά τους. Πρώτα απ’ όλα από τον Ιβ Μοντάν και τη Σιμόν Σινιορέ. Και στη συνέχεια από την Ειρήνη Παππά. Το λίγο που συνεργαστήκαμε, κατάλαβα το μέγεθος αυτής της γυναίκας. Τεράστια ηθοποιός. Την οποία στην Ελλάδα την αγαπούν χωρίς να την αγαπούν. Τη δέχονται σαν να μην τη δέχονται. Σαν να είναι δική τους αλλά και να μην είναι. Κι όμως, αυτή η γυναίκα είναι πιο Ελληνίδα από όλους! Ο Τζακ Λέμον, επίσης. Ο τρόπος που έβλεπε τη ζωή. Είναι εκπληκτικό να ανακαλύπτεις ότι πίσω από αυτούς του μεγάλους ηθοποιούς, υπάρχουν και μεγάλες δυσκολίες ζωής. Η Ρόμι Σνάιντερ, παρά την αίγλη που είχε και την τεράστια επιτυχία, είχε τόσα πολλά θέματα, ήταν ένας ντροπαλός, μοναχικός, ταλαιπωρημένος άνθρωπος… Όπως θα έχετε καταλάβει, με ενδιαφέρουν οι δύσκολες περιπτώσεις, αυτοί που έχουν χαρακτήρα. Οι υπόλοιποι, οι λαμπεροί, που αισθάνονται σίγουροι και σπουδαίοι, όχι.
Υπάρχει κάποιος με τον οποίο θα θέλατε να συνεργαστείτε, αλλά δεν… Με τον Ντεπαρντιέ. Το προσπαθήσαμε τρεις φορές, δεν προέκυψε. Ίσως κάποια στιγμή και η Τζέιν Φόντα. Είχα βρει καταπληκτική τη δύναμη με την οποία αντιτάχθηκε στον πόλεμο του Βιετνάμ… Είναι φίλη η Τζέιν, φροντίζουμε να βλεπόμαστε…
Ποια από τις ταινίες σας, σας κάνει περήφανο; Δεν το βλέπω έτσι. Καθόλου έτσι. Εγώ το βλέπω διαφορετικά. Λέω, υπάρχει κάποια για την οποία ντρέπεσαι; Όχι. Κάποιες πήγανε καλά, κάποιες δεν τα πήγανε καλά, κάποιες θα μπορούσαν να γίνουν αλλιώς. Αλλά δεν υπάρχει καμιά για την οποία να ντρέπομαι. Και είμαι ευχαριστημένος που τις έκανα.
Σας χάρισαν δυο Όσκαρ οι ταινίες σας… Εγώ δεν θεωρώ ότι είναι τα σπουδαιότερα βραβεία του κόσμου. Τα βραβεία των Καννών ή άλλα μικρότερης εμβέλειας βραβεία, μπορεί να είναι πιο σημαντικά για έναν καλλιτέχνη. Τα Όσκαρ φαίνονται σπουδαία γιατί γίνεται τόση διαφήμιση γύρω από αυτά. Είναι ένας τρόπος να σπρωχτούν κάποιες ταινίες. Θα έλεγα, δηλαδή, ότι έχουν μια εμπορική αξία…

Σας εντυπωσιάζει η δυναμική που έχει ακόμα το «Ζ», πενήντα χρόνια -του χρόνου!- από τη δημιουργία του; Ναι, είναι πολύ εντυπωσιακό. Να μιλάνε νέοι άνθρωποι σήμερα για το «Ζ». Τα φιλμ, ξέρετε, γεννιούνται, μεγαλώνουν και πεθαίνουν. Συνήθως. Λίγα, όμως, παραμένουν στον χρόνο. Το «Ζ» εξελίχθηκε σε μια από αυτές.
Και περάσατε δύσκολα μέχρι να το γυρίσετε… Ναι. Είναι μια ταινία η οποία έγινε περίπου τυχαία ή μάλλον, από θαύμα. Από ένα βιβλίο που μου έδωσε ο αδελφός μου λίγες μέρες πριν τα γεγονότα. Είναι γνωστή η ιστορία της. Όλοι οι παραγωγοί και όλοι οι χρηματοδότες εξηγούσαν γιατί δεν έπρεπε να γυριστεί αυτή η ταινία. Γατί δεν έχει έναν κεντρικό χαρακτήρα. Δεν είχε μια ιστορία αγάπης. Δεν είχε ένα δράμα που το υποπτεύεται κανείς και που αλλάζει στην πορεία. Οι χαρακτήρες έμπαιναν, έπαιζαν το ρόλο τους και χάνονταν. Ο Ιβ Μοντάν, είχε ελάχιστες σκηνές. Ο Ζαν-Λουί Τρεντινιάν μπαίνει στο τέλος… Τελικά, έγινε. Και κρατά μέχρι σήμερα. Το «Ζ» ήταν ένα πάθος που το πήρε ο κόσμος και το έκανε δικό του.
Αλήθεια, όταν δεν δημιουργείτε, όταν δεν φτιάχνετε ταινίες, τι κάνετε στη ζωή σας; Βλέπω τις ταινίες των άλλων. Ζω τους εγγονούς μου. Ακούω πολλή μουσική, πηγαίνω θέατρο. Στο Παρίσι ζούμε, υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα να κάνει κανείς.
Η σύζυγός σας, επιτρέψετέ μου να παρατηρήσω, ότι απουσιάζει από τις συνεντεύξεις σας, παρόλο που είναι ένας κομβικός άνθρωπος, όχι μόνο στην προσωπική σας ζωή, αλλά και στην καριέρα σας… Η Μισέλ έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο στη ζωή μου όσο σημαντικό ρόλο παίζει η μάνα, οι γονείς κάποιου. Η Μισέλ κρατά δεμένη όλη την οικογένεια. Τις προάλλες πήγαμε στη νότια Γαλλία να γιορτάσουμε τα γενέθλια κάποιου, ήμασταν 38 άτομα. Στη Μισέλ οφείλεται αυτό. Η Μισέλ οργάνωσε τη ζωή μας με τέτοιο τρόπο που να μην έχουμε ανάγκη να κάνω φιλμ για λόγους χρηματικούς. Η Μισέλ μου έδωσε το περιθώριο να δημιουργήσω ό,τι δημιούργησα.
Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά; Συγχωρέστε με που γελώ, αλλά μόλις χθες το απόγευμα μια γυναίκα η οποία διάβασε ήδη το βιβλίο μου, μού είπε ότι «ο τρόπος που περιγράφεις τον τρόπο που την είδες πρώτη φορά, είναι ο πιο αντιφεμινιστικός τρόπος που διάβασα στη ζωή μου». Μάλλον ήταν έτσι. Ο έρωτας, ξέρετε, γεννιέται γρήγορα. Η ανάγκη για τον άλλο, είναι αυτό που μετουσιώνει μια σχέση στην πορεία του χρόνου και την καθιστά σχέση ζωής.
Ο Κώστας Γαβράς με τον Ντάστιν Χόφμαν και τον Τζον Τραβόλτα στα γυρίσματα της ταινίας «Mad City».
Τι μπορεί να σας συγκινήσει σήμερα; Ένα ωραίο φιλμ, μια μουσική, μια ωραία γυναίκα που περνά στο δρόμο. Μάλιστα σε μια τέτοια ηλικία, που δεν υπάρχει η ορμή της νιότης, τη βλέπεις σαν έργο τέχνης.
Φοβίες, ανασφάλειες έχετε; Ασφαλώς και έχω.
Όπως; Η ασφάλεια. Έζησα δέκα χρόνια ως φοιτητής σε ένα μικρό διαμέρισμα. Νομίζω ότι μπορώ να γυρίσω ξανά εκεί. Έχω, όμως, οικογένεια. Έχω παιδιά, εγγόνια… Η ανασφάλεια να μην ανατραπεί ο τρόπος ζωής, η σταθερότητα αν θέλετε που ενδεχομένως ο καθένας από εμάς έστησε τη ζωή του, είναι έντονη στις μέρες μας.
Τι κάνει έναν άνθρωπο ευτυχισμένο; Στα 85 σας το έχετε βρει; Οι σπουδές. Η γνώση. Ανοίγει δρόμους. Στην Ελλάδα η μόρφωση ήταν πολύ χαμηλή. Εδώ, στη Γαλλία, αντιλαμβανόσουν ότι η γνώση, πρώτον, σου «ανοίγει» το μυαλό και δεύτερον, ότι μπορεί να σε οδηγήσει κάπου, δίνει προοπτικές. Με τη γνώση βάζεις στόχους και αισθάνεσαι χρήσιμος. Κατά τα’ άλλα, δεν πιστεύω στην ευτυχία, με την έννοια που της αποδίδουμε συνήθως οι άνθρωποι. Τι πάει να πει ευτυχισμένος; Η ευτυχία είναι στιγμές.
Αν η ζωή σας ήταν τοπίο, πώς θα μου το περιγράφατε; Ένα πελοποννησιακό τοπίο. Με τα τεράστια, άγρια βουνά και τις καταπράσινες πεδιάδες. Και τα μοναδικά ηλιοβασιλέματα. Κάτι τέτοιο νομίζω πως θα ήταν.
Πώς θα θέλατε να σας θυμούνται, κύριε Γαβρά; Δεν με απασχολεί. Απαλλάχτηκα από αυτές τις σκέψεις που μας καλλιεργούν από την παιδική ηλικία και όλοι θέλουμε να γίνουμε ήρωες και σπουδαίοι. Δεν θέλω να ζήσω στην αιωνιότητα. Με ενδιαφέρει τι κάνω σήμερα και πώς μπορώ να ενδιαφέρω τους ανθρώπους. Άλλωστε, αυτούς τους τόσο σπουδαίους ανθρώπους που εγώ έχω γνωρίσει, ποιος τους θυμάται σήμερα; Τους ξέρουν οι νέοι; Όχι. Να πάμε πιο πίσω; Λίγοι μένουν και χιλιάδες άλλοι, εξίσου σπουδαίοι ή και σημαντικότεροι ακόμα, χάνονται στη λήθη. Οπόταν; Ποιο ακριβώς είναι το ζητούμενο; Το ζητούμενο είναι, στα εβδομήντα, ογδόντα, ενενήντα χρόνια που θα ζήσουμε, τι θα προσφέρουμε και τι προσφέρει η ζωή πίσω σε μας ώστε να αισθανόμαστε καλά μέσα μας. Περπατήστε στο Παρίσι, τόσα αγάλματα, τόσοι δρόμοι, ποιος ασχολείται; Αδιαφορώ, λοιπόν, τελείως.