Εκείνο που προσελκύει την προσοχή του αναγνώστη σε αυτή τη συλλογή είναι η ιδιαίτερα προσωπική θέαση του κόσμου, των ανθρώπων και των πραγμάτων από τον νέο ποιητή, η οποία, σε συνάρτηση με την ευδιάκριτη τάση των μορφολογικών πειραματισμών, προοιωνίζεται ανοδική εξέλιξή του στον δύσκολο χώρο της ποίησης. Η «σκληρή συνείδηση» του ποιητικού υποκείμενου (για να χρησιμοποιήσουμε μια φράση του ίδιου του ποιητή) ελέγχει και αυτό το ίδιο, αλλά επεκτείνει τον έλεγχό της και στο εθνικό και στο παγκόσμιο επίπεδο. Η αίσθηση του εγκλεισμού, η δυσκολία ή η αδυναμία επικοινωνίας, η αίσθηση του αδιεξόδου είναι θέματα που συνδυάζονται με την πικρή γεύση και αίσθηση της ιστορίας, την αμφισβήτηση της εξουσίας, την ημικατοχή και τα τραγικά αδιέξοδα που αυτή συνεπάγεται.
Τέσσερις τοίχοι κι ένα μήλο παρατημένο μέσα μου.
Τέσσερις ήχοι κι ένα μήλο παρατημένο μέσα μου.
Τέσσερις. Τύχη; Ένα μήλο παρατημένο μέσα μου.
Τέσσερις στίχοι, κι ένα μήλο παρατημένο μέσα μου. (30)
Αν το μήλο, όπως και η πέτρα είναι σύμβολα της πράξης, από τον Χρονίδη προκρίνεται το μοντέλο της Ποίησης – Πράξης, με βάση το οποίο η ατομική, η ποιητική και η πολιτική ηθική εναρμονίζονται και εν τέλει συμπίπτουν. Στο ιδιωματικό ποίημα «Του Βαγορή» προβάλλεται ως πρότυπο του πιο πάνω μοντέλου ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης: «Που τους ποιητάδες τους πολλούς/ βάλω αυτίν στον Έναν./ Τζιείνον που για παριορκάν/ έπιασεν μιαν ανηφορκάν / τζι επήρεν μονοπάθκια/ για κόρην πέρκαλλην γρουσήν,/ ρότσαν γερήν που οι νηστιτζιοί/ μοιράζουν την κομμάθκια/ τζιαι κοινωνούν με το κρασίν» (35).
Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι δύο από τα αρτιότερα ποιήματα της συλλογής, το «Βούττημαν Ψυσιής» και τα «Καλωσορίσματα» είναι αφιερωμένα στη μορφή της μάνας, που ως αξία εμπεριέχει όλες τις ιδέες, τα πρότυπα και τις στάσεις ζωής που εμπνέουν τον Χρονίδη. Και πρωτίστως την αξία του τόπου και της πατρίδας. Από αυτή την άποψη, αναφερόμαστε σε έναν ποιητή που με ευαισθησία και εγρήγορση εκφράζει την αγωνία της γενιάς του –και όχι μόνον αυτής– για έναν κόσμο καλύτερο. Αναφερόμαστε ακόμη σε μια τολμηρή και γι’ αυτό ίσως ενοχλητική ποιητική ακτινοσκόπηση της κοινωνίας μας από έναν νέο άνθρωπο, όπως είναι εμφανές στα ποιήματα «Οδοντοστοιχία» και «Προς Καλαμαράδες»:
ΟΔΟΝΤΟΣΤΟΙΧΙΑ
Είμαστε κι εμείς,
που νέοι τσακίσαμε τα δόντια
μας πάνω σ’ ένα μισοφέγγαρο.
Και τώρα, γέροι πια
αναμασούμε τις ίδιες μαλακές
κουβέντες
και λιώνουμε
με το πιρούνι μας
προθέσεις.
ΠΡΟΣ ΚΑΛΑΜΑΡΑΔΕΣ
Κοροϊδεύετε.
Μα χίλιες φορές να
με έλεγαν «Πέτρο Πέτρου»
ή Σολωμό Σολωμού
παρά «Αλέξανδρο Βαμβακάκη»
ή ξέρω ’γω Φαίδωνα Γκιζίκη.
Με την πολιτική και κοινωνική κριτική που είναι ευδιάκριτη στο πρώτο ποίημα, σε αντίστιξη με την προβολή του ηρωικού προτύπου στο δεύτερο, αποτυπώνεται η τραγική αποτελμάτωση και η αδυναμία υπέρβασης του αδιεξόδου που ταλανίζει τον τόπο μας εδώ και δεκαετίες. Τα αμφίσημα μοτίβα της πέτρας/ σκληρότητας και της απαλότητας/ στιλπνότητας επανέρχονται στα ποιήματα με τη χρήση του μεταφορικού λόγου (στο πρώτο ποίημα) και του λογοπαίγνιου (στο δεύτερο). Με την αμφισημία αυτή διαπιστώνεται το στοιχείο του παραλόγου και των αντιφάσεων που επισφραγίζουν την παρουσία και τη δράση μας σε αυτό τον τόπο. Και όταν η διαπίστωση αυτή εκφέρεται από έναν εικοσιτετράχρονο ποιητή αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα.
* Ο Λεωνίδας Γαλάζης είναι ποιητής – Δρ Νεοελληνικής Φιλολογίας