Αλέξανδρος Χρονίδης, Πέτρες και έλεος, Λευκωσία, Αρμίδα, 2018
 
«Η λογική μου φαντάζει πυροσβεστικό όχημα/ φορτωμένο πυρομανείς πυροσβέστες. Κι η δική σου, ανεξέλεγκτο βυτιοφόρο/ γεμάτο πέτρες και έλεος» γράφει ο Αλέξανδρος Χρονίδης στο ποίημά του «Διάλογοι διά πυρός». Η πέτρα είναι, στην πρώτη του συλλογή Πέτρες και έλεος, ένα συχνά επανερχόμενο θεματικό στοιχείο, όπως και η έννοια του ελέους. Άλλωστε, η δυναμική διάζευξη ανάμεσα στη σκληρότητα, στην οποία παραπέμπουν οι πέτρες, και στη συμπόνια, τον οίκτο και την ενσυναίσθηση, που συνδηλώνει το έλεος, δεσπόζει στα ελληνικά ποιήματα της συλλογής.
 
Αυτή η δυναμική διάζευξη δεν αφορά μόνο το ατομικό επίπεδο ούτε συνάπτεται μόνο με την αίσθηση του προσωπικού αδιεξόδου, αλλά επεκτείνεται στο συλλογικό επίπεδο άλλοτε με ιστορικές αναφορές και επώδυνες μνήμες, άλλοτε με πολιτικές μνείες φορτισμένες συχνά με ειρωνεία και καταγγελτικό τόνο.
 
Τα τριάντα ποιήματα της συλλογής (αναφέρομαι μόνο στα ελληνικά) κατανέμονται σε τρεις ενότητες. Η πρώτη, που δεν φέρει τίτλο, περιλαμβάνει δεκαεπτά, η δεύτερη, με τίτλο «Τα κβαντικά», έξι και η τρίτη, που τιτλοφορείται «Τα ιδιωματικά», επτά ποιήματα. Ο νέος ποιητής πειραματίζεται με διάφορες μορφές, πότε με τον ελεύθερο στίχο, πότε με το μέτρο και την ομοιοκαταληξία (είτε αυστηρή είτε χαλαρή). Η ίδια πειραματική ροπή εντοπίζεται στη γλωσσική πρώτη ύλη των ποιημάτων. Η κοινή νεοελληνική ενοφθαλμίζεται με λόγιες φράσεις ή ακόμη και με νεολογισμούς (όπως λ.χ. τη λέξη ενθεογονικότητα), ενώ στα επτά ιδιωματικά ποιήματα της συλλογής η κυπριακή διάλεκτος δεν είναι ομοιόμορφα επεξεργασμένη, καθώς μερικές φορές ηθελημένα ίσως με τη χρήση της ανεπεξέργαστης καθημερινής ομιλίας αποδίδεται η τραχύτητα μερικών όψεων της ζωής μας.
 

Εκείνο που προσελκύει την προσοχή του αναγνώστη σε αυτή τη συλλογή είναι η ιδιαίτερα προσωπική θέαση του κόσμου, των ανθρώπων και των πραγμάτων από τον νέο ποιητή, η οποία, σε συνάρτηση με την ευδιάκριτη τάση των μορφολογικών πειραματισμών, προοιωνίζεται ανοδική εξέλιξή του στον δύσκολο χώρο της ποίησης. Η «σκληρή συνείδηση» του ποιητικού υποκείμενου (για να χρησιμοποιήσουμε μια φράση του ίδιου του ποιητή) ελέγχει και αυτό το ίδιο, αλλά επεκτείνει τον έλεγχό της και στο εθνικό και στο παγκόσμιο επίπεδο. Η αίσθηση του εγκλεισμού, η δυσκολία ή η αδυναμία επικοινωνίας, η αίσθηση του αδιεξόδου είναι θέματα που συνδυάζονται με την πικρή γεύση και αίσθηση της ιστορίας, την αμφισβήτηση της εξουσίας, την ημικατοχή και τα τραγικά αδιέξοδα που αυτή συνεπάγεται.

 
Σε ευρύτερο, διεθνές επίπεδο, με την ποιητική γραφίδα του Χρονίδη  σχολιάζονται ο πόλεμος στη Συρία και γενικότερα ο κυνισμός και ο πολιτικός αμοραλισμός. Όλα αυτά τα θέματα εκβάλλουν σε μιαν ευρύτερη –υπαρξιακή– περιοχή και συνάπτονται με μια φιλοσοφική ενατένιση της ζωής. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Σπουδές στην Καζαντζάκειο Σχολή Βαρύτητας» επανέρχεται το μοτίβο της σκληρότητας με φιλοσοφική φόρτιση: «Για να γίνει η θεωρία πράξη / πρέπει να γίνει πέτρα ο νους / και πνέμα η πέτρα. / Η σκέψη να βαρύνει τόσο / που να σωριαστεί καταγής / σαν μήλο στα πόδια του Νεύτωνα» (28).
 
Η σκέψη – μήλο επανέρχεται στο ποίημα «Τέσσερις», στο οποίο η απογοήτευση του ποιητικού υποκειμένου αποδίδεται υφολογικά με τον συνδυασμό της επανάληψης, του λογοπαίγνιου και της ειρωνείας:
                        Τέσσερις τοίχοι κι ένα μήλο παρατημένο μέσα μου.
                              Τέσσερις ήχοι κι ένα μήλο παρατημένο μέσα μου.
                              Τέσσερις. Τύχη; Ένα μήλο παρατημένο μέσα μου.
                              Τέσσερις στίχοι, κι ένα μήλο παρατημένο μέσα μου. (30)
 
Αν το μήλο, όπως και η πέτρα είναι σύμβολα της πράξης, από τον Χρονίδη προκρίνεται το μοντέλο της Ποίησης – Πράξης, με βάση το οποίο η ατομική, η ποιητική και η πολιτική ηθική εναρμονίζονται και εν τέλει συμπίπτουν. Στο ιδιωματικό ποίημα «Του Βαγορή» προβάλλεται ως πρότυπο του πιο πάνω μοντέλου ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης: «Που τους ποιητάδες τους πολλούς/ βάλω αυτίν στον Έναν./ Τζιείνον που για παριορκάν/ έπιασεν μιαν ανηφορκάν / τζι επήρεν μονοπάθκια/ για κόρην πέρκαλλην γρουσήν,/ ρότσαν γερήν που οι νηστιτζιοί/ μοιράζουν την κομμάθκια/ τζιαι κοινωνούν με το κρασίν» (35).
 
Εξάλλου, στο ποίημα «Ο τόπος μου εν τριανταφυλλιά» ο ενδοκειμενικός ποιητής αισθάνεται χρέος του να σώσει τον τόπο του από το αδιέξοδο και την καταστροφή: «Ο τόπος μου εν τριανταφυλλιά/ αγκαθερή τζιαι ωραία / που εφύτρωσεν πας στον γκρεμόν / του Αποστόλου Αντρέα […]./ Ο τόπος μου εν τριανταφυλλιά./ Σύρνω της ρότσες τζιαι φιλιά, πέρκημον την ξυπνήσω./ Μα πέφτουσιν μες στον γκρεμμόν,/ Αντρέα Απόστολε ημών,/ τζιαι πού να γονατίσω/ για να την προσκυνήσω;» (45).
 
Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι δύο από τα αρτιότερα ποιήματα της συλλογής, το «Βούττημαν Ψυσιής» και τα «Καλωσορίσματα» είναι αφιερωμένα στη μορφή της μάνας, που ως αξία εμπεριέχει όλες τις ιδέες, τα πρότυπα και τις στάσεις ζωής που εμπνέουν τον Χρονίδη. Και πρωτίστως την αξία του τόπου και της πατρίδας. Από αυτή την άποψη, αναφερόμαστε σε έναν ποιητή που με ευαισθησία και εγρήγορση εκφράζει την αγωνία της γενιάς του και όχι μόνον αυτής– για έναν κόσμο καλύτερο. Αναφερόμαστε ακόμη σε μια τολμηρή και γι’ αυτό ίσως ενοχλητική ποιητική ακτινοσκόπηση της κοινωνίας μας από έναν νέο άνθρωπο, όπως είναι εμφανές στα ποιήματα «Οδοντοστοιχία» και «Προς Καλαμαράδες»:
 
ΟΔΟΝΤΟΣΤΟΙΧΙΑ
Είμαστε κι εμείς,
που νέοι τσακίσαμε τα δόντια
μας πάνω σ’ ένα μισοφέγγαρο.
Και τώρα, γέροι πια
αναμασούμε τις ίδιες μαλακές
κουβέντες
και λιώνουμε
με το πιρούνι μας
προθέσεις.
 
ΠΡΟΣ ΚΑΛΑΜΑΡΑΔΕΣ
Κοροϊδεύετε.
Μα χίλιες φορές να
με έλεγαν «Πέτρο Πέτρου»
ή Σολωμό Σολωμού
παρά «Αλέξανδρο Βαμβακάκη»
ή ξέρω ’γω Φαίδωνα Γκιζίκη.
 
Με την πολιτική και κοινωνική κριτική που είναι ευδιάκριτη στο πρώτο ποίημα, σε αντίστιξη με την προβολή του ηρωικού προτύπου στο δεύτερο, αποτυπώνεται η τραγική αποτελμάτωση και η αδυναμία υπέρβασης του αδιεξόδου που ταλανίζει τον τόπο μας εδώ και δεκαετίες. Τα αμφίσημα μοτίβα της πέτρας/ σκληρότητας και της απαλότητας/ στιλπνότητας επανέρχονται στα ποιήματα με τη χρήση του μεταφορικού λόγου (στο πρώτο ποίημα) και του λογοπαίγνιου (στο δεύτερο). Με την αμφισημία αυτή διαπιστώνεται το στοιχείο του παραλόγου και των αντιφάσεων που επισφραγίζουν την παρουσία και τη δράση μας σε αυτό τον τόπο. Και όταν η διαπίστωση αυτή εκφέρεται από έναν εικοσιτετράχρονο ποιητή αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα.  
 
* Ο Λεωνίδας Γαλάζης είναι ποιητής – Δρ Νεοελληνικής Φιλολογίας