Η ντίβα από το Βερολίνο επιστρέφει για τρίτη φορά στην Κύπρο, για μια παράσταση βασισμένη σε μια συνομιλία της μετην Μάρλεν Ντίτριχ. «Ερμηνεύω τα τραγούδια της με τη φωνή μου. Δεν την υποδύομαι ούτε τη μιμούμαι. Η Μάρλεν μάλλον χρησιμοποιεί το σώμα και τη φωνή μου για να μιλήσει», εξομολογείται. 

– Η παράστασή σας στο Ριάλτο βασίζεται σε μια τηλεφωνική συζήτηση που είχατε με τη Μάρλεν Ντίτριχ το 1988 στο Παρίσι. Τι θυμάστε από αυτή τη συνομιλία; Ήταν μια απίστευτη στιγμή. Ήθελα να φωνάξω από τον ενθουσιασμό μου. Ήταν τόσο ταπεινή και ειλικρινής… Μακάρι να ήμουν προετοιμασμένη με καυτές ερωτήσεις για να μάθω πιο λεπτομερείς πληροφορίες για τη ζωή και τις ταινίες της. Αλλά τότε ήταν μια κουβέντα ανάμεσα σε μια πολύ νέα και περίεργη Γερμανίδα ηθοποιό που ζούσε και δούλευε στο Παρίσι, και μια ώριμη ηθοποιό, έναν θρύλο, με μια απίστευτα πλούσια ιστορία ζωής και καριέρα. Μια γυναίκα με ελεύθερο πνεύμα, γυναίκα έμπνευση για πολλές γενιές. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο πολύ – κυρίως αυτή μιλούσε. Της έκανα πολλές ερωτήσεις… Στη μέση της κουβέντας μας, μετά από αρκετή ώρα, μου είπε ότι ένας υδραυλικός ήταν εκεί για να καθαρίσει τον νεροχύτη. Νομίζω πως το έκανε αυτό γιατί χρειαζόταν να πάει στο μπάνιο ή για να πιάσει άλλο ένα ποτό.
 
– Τι ακριβώς συζητήσατε; Η Μάρλεν μου μίλησε για τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε, για τις ταινίες και τα τραγούδια της… κυρίως για τα θλιβερά και σπαραχτικά τραγούδια, που τα προτιμούσε από τα ελαφρά διασκεδαστικά. Μίλησε για το Παρίσι, τον Γάλλο ηθοποιό Ζαν Γκαμπέν, την κόρη της Μαρία Ρίβα, η οποία είχε γράψει ένα άσχημο βιβλίο για την ίδια. Μου είπε πως σκόπευε να ικετεύσει την κόρη της να μην το δημοσιεύσει πριν από το θάνατό της. Ήταν επίσης πολύ στεναχωρημένη για το ότι τη μισούσαν και την είχαν απορρίψει στη Γερμανία. 
 
– Ήταν δηλαδή πολύ εξομολογητική απέναντί σας. Ναι… Μου μίλησε για τους άνδρες, την αγάπη, τη μοναξιά και πολλά άλλα. Η ιστορία της ζωής της είναι πολύ περίπλοκη. Οι Γερμανοί την απέρριψαν το 1960, αντιμετωπίζοντάς την ως προδότρια, επειδή συστρατεύθηκε με την Αμερική κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. «Οι Γερμανοί και εγώ δεν μιλάμε πλέον την ίδια γλώσσα», μου είπε. Ένιωθε ότι δεν θα ήταν ποτέ ευπρόσδεκτη παρά μόνο το φέρετρό της – και ίσως ούτε καν αυτό. Μόλις πρόσφατα, 100 χρόνια από τη γέννησή της, οι Γερμανοί την αγκάλιασαν ξανά. Τελικά, το Βερολίνο αφιέρωσε μια μεγάλη πλατεία σε αυτήν: Τη Marlene Dietrich Platz.
 
– Στη σημερινή εποχή, ωστόσο, ζούμε παρόμοιες εθνικιστικές καταστάσεις. Ναι, η ιστορία αυτή της Μάρλεν αντικατοπτρίζει τη σύγχρονη εποχή των εθνικιστικών κινημάτων και του λαϊκισμού. Το αίσθημα αυτό είναι βαθιά ριζωμένο στις κοινωνίες. Υπάρχει μια αυταρχική αλαζονεία που δηλητηριάζει το μυαλό στις κοινωνίες μας. Λες πως δεν μαθαίνουν ποτέ οι άνθρωποι. Η Μαρλέν έλεγε πως δεν χρειάζεται και πολύ μυαλό για να είναι κάποιος αντιναζιστής. Ωστόσο, μέχρι το 1990 πολλοί Γερμανοί δεν την είχαν συγχωρήσει για το ότι επέλεξε την άλλη (προφανή) πλευρά, την πλευρά των Αμερικανών.
 
– Νιώθετε να σας συνδέουν κάποια κοινά στοιχεία; Είμαστε και οι δυο ένα είδος αποδήμων, με μια περίπλοκη σχέση με τη χώρα μας. Έζησα πολλά χρόνια στο Βερολίνο του Ψυχρού Πολέμου, τη δεκαετία του ’80. Αισθάνομαι περισσότερο Βερολινέζα, αν και γεννήθηκα στο Μίνστερ, διότι εκεί έζησα μόνο τα παιδικά μου χρόνια. Αλλά τα χρόνια που πέρασα ως νεαρή ηθοποιός στο διαιρεμένο Βερολίνο, είχαν τεράστιο αντίκτυπο στην καλλιτεχνική και προσωπική μου ταυτότητα. 
 
– Αυτό είναι ίσως το πιο δυνατό στοιχείο που σας φέρνει κοντά της; Ναι, νομίζω ότι η Μαρλέν είχε πάντα ένα κομμάτι του Βερολίνου μέσα της, ερμηνεύοντας 35 κινηματογραφικούς ρόλους στο Χόλιγουντ. Είναι αυτή η ακατέργαστη έκφραση της πραγματικότητας, συνειδητά πολιτικοποιημένη, και μια κραυγή στην τέχνη του πόνου και της λαχτάρας. Ζούσε στο Βερολίνο πριν τελειώσει ο πόλεμος, ενώ εγώ έζησα στο Βερολίνο μετά το τέλος του. Δεν ήταν εύκολο να ασχοληθώ με την ιστορία της ναζιστικής Γερμανίας, που μπήκε στη ζωή μου με τη γέννησή μου, και φυσικά το αφόρητο γεγονός του Ολοκαυτώματος. Η Μαρλέν «φορούσε» τους ίδιους φόβους, που έρχονταν από παλαιότερες εποχές. Ήταν μάρτυρας του πολέμου και μάρτυρας της αποκατάστασης της νομιμότητας μετά τον πόλεμο.
 
– Πότε αρχίσατε να ερμηνεύετε τραγούδια που είχε πει και η Μαρλέν; Το 1987 ήταν μια εποχή που ξεκίνησα την καταγραφή του κύκλου των λευκωμάτων του Κουρτ Βάιλ και το Berlin Kabarett. Αυτή η δουλειά καθόρισε τη σύνδεσή μου με την εποχή της Βαϊμάρης. Σε εκατοντάδες συναυλίες που έδωσα σε όλο τον κόσμο, τραγουδούσα τα τραγούδια Εβραίων εξόριστων συνθετών. Το 1988 ερμήνευα τα κομμάτια του Hollaender και του Spoliansky, που η Μαρλέν τα είχε τραγουδήσει το 1928. Ήμουν η πρώτη Γερμανίδα που ηχογράφησε ξανά αυτό το ρεπερτόριο μετά τον πόλεμο. Η παράσταση «Ραντεβού με τη Μαρλέν» είναι η ιστορία που θέλω να πω, καταθέτοντας την ίδια ώρα τον προσωπικό μου φόρο τιμής. Λέω την ιστορία της μέσα από τα μάτια μου και τραγουδάω τα τραγούδια της με τη φωνή μου. Δεν την υποδύομαι ούτε τη μιμούμαι. Μάλλον είναι η Μάρλεν που χρησιμοποιεί το σώμα και τη φωνή μου για να μιλήσει.
 
– Τι σας εντυπωσίαζε στην προσωπικότητά της; Ήταν μια πρωτοποριακή γυναίκα. Ήταν ελεύθερο πνεύμα, ερωτική και σαγηνευτική αλλά κυριαρχική και εντελώς πολυγαμική στον ανοιχτό γάμο της. Ήταν πολιτικά και ηθικά ειλικρινής και θαρραλέα, κυρία και αυταρχική ταυτόχρονα, αγαπούσε το ουίσκι, τα βρώμικα αστεία και τον καλό καπνό. Μπορούσε να μιλά σαν τους σκληρούς τύπους από τις ταινίες του Μπίλι Γουάιλντερ. 

 
– Ήσασταν 20 χρονών στην πρώτη σας παράσταση στο Βερολίνο, στην οποία απαγγείλατε αποσπάσματα από ναζιστικές εφημερίδες που αποκαλούσαν τον Κουρτ Βάιλ «νέγρο», «μαϊμού» και άλλα ταπεινωτικά επίθετα που χρησιμοποιούσαν οι ναζί για τους Εβραίους. Πόσο σας καθόρισε αυτή η παράσταση; Ήμουν μια μεταπολεμική νεαρή Γερμανίδα καλλιτέχνις και ο σκοπός μου ήταν πάντα να αναπτυχθεί ένας διάλογος με το παρελθόν. Είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπίσεις τη γερμανική ιστορία. Για μένα ήταν μια ευθύνη, ένα βάρος, ένα βάσανο… ένιωθα πως είχα μια αποστολή. Αισθανόμουν πολύ πόνο, οργή και θυμό για το Ολοκαύτωμα. Η ικανότητα της ανθρώπινης ύπαρξης να ταυτιστεί με το κακό, ο τρόπος με τον οποίο οι ναζιστές το ενσάρκωσαν με τους πιο ακραίους τρόπους, μου έδωσαν την αφορμή να αγωνιστώ για να μην ξεχαστεί ποτέ η αλήθεια και να μην αφήσουμε να ξανασυμβεί. Θεώρησα σημαντικό να ακούμε τα φρικτά λόγια των ναζί για να θυμόμαστε τι τρόμο είχαν προκαλέσει και πώς θρυμμάτισαν την προοδευτική κουλτούρα της Βαϊμάρης.
 
 
– Το όνομά σας συνδέθηκε με τα θεατρικά τραγούδια του Κουρτ Βάιλ και τα επαναστατικά λυρικά τραγούδια του Μπέρτολτ  Μπρεχτ. Τι σας γοήτευσε στο έργο αυτών των σπουδαίων δημιουργών; Οι δημιουργίες τους ήταν τότε επαναστατικές και εξακολουθούν να έχουν ένα μοναδικό και ασυνήθιστο σύγχρονο πνεύμα. Το θέατρο και η πολιτική, το δράμα και η διάνοια, συναντήθηκαν όλα μαζί στη μουσική μεταξύ Schoenberg, Cabaret και Jazz. Τα έχω ερωτευτεί από τότε που ήμουν νέα, στη δεκαετία του ’70 και εξακολουθώ να νιώθω το ίδιο σαράντα χρόνια αργότερα.
 
– Μπορείτε να μας μιλήσετε για τη σχέση σας με την ποίηση; Έγραψα ένα ποιητικό τρίπτυχο. Αρχικά ξεκίνησα με τον Τσαρλς Μπουκόφσκι. Συνέθεσα ένα αβανγκάρντ τζαζ σύμπαν με τις αμφιλεγόμενες, τρελές σκέψεις και τα λόγια του. Έπειτα, συνέχισα με κάτι εντελώς αντίθετο: Τον λατινοαμερικάνικο κόσμο του Χιλιανού Πάμπλο Νερούδα, δημιουργώντας μαζί με τον Marcello Nisinman, στον Bandoneon, έναν δραματικό και ρομαντικό κύκλο τραγουδιών. Το τρίτο μου έργο είναι βασισμένο στο βιβλίο του Πάολο Κοέλιο για τα χειρόγραφα της Άκκρα. Ανέλυσα τις πιο όμορφες σκέψεις του για να δημιουργήσω μια νέα μουσική. Αυτά τα τρία έργα τα φυλάω στην καρδιά μου ως πολύτιμους θησαυρούς, σ’ αυτά έχω καταθέσει όλο μου το δημιουργικό πνεύμα. Τίποτε δεν έγινε για εμπορικούς σκοπούς. Είναι μια κατάθεση ψυχής. 
 
– Έχετε πει σε μια συνέντευξή σας ότι, στα 31 σας, ζούσατε «μια μοναχική, εγωιστική ζωή» που διακόπηκε όταν γίνατε μητέρα. Τα παιδιά τελικά σας έκαναν να βλέπετε με άλλο φακό τη ζωή; Δεν θα έλεγα ότι είχα μια μοναχική ζωή, αλλά επέλεγα συχνά, εκτός από την πολύ απασχολημένη θεατρική ζωή μου, να είμαι απομονωμένη για να είμαι δημιουργική. Δεν ήμουν party animal, ήταν αρκετό για μένα να δίνω έμφαση σε ένα διάλογο, μια συνομιλία με ένα άτομο – ακόμα είμαι έτσι. Αλλά βέβαια η εμπειρία της άνευ όρων αγάπης για τα παιδιά είναι υπέροχη και ουσιαστική. Είναι επίσης και πολύ εξαντλητική. Έχει πολλές ανησυχίες και φροντίδες και απαιτεί να δίνεις την αγάπη σου στο μάξιμουμ των δυνατοτήτων σου.
 
– Τα τελευταία 20 χρόνια ζείτε μόνιμα στη Νέα Υόρκη. Τι σας ελκύει σ’ αυτή την πόλη; Νιώθω σαν Νεοϋορκέζα, όμως εξακολουθώ να νιώθω Ευρωπαία και όχι εντελώς Αμερικανίδα. Δεν ταυτίζομαι με τον αμερικανικό πολιτισμό και δεν θέλω το αμερικανικό διαβατήριο. Είμαι βαθιά Ευρωπαία και μου λείπει πάρα πολύ η ζωή μου στην Ευρώπη. Όταν τα παιδιά μου μεγαλώσουν και τελειώσουν το σχολείο, πιθανότατα θα επιστρέψω… ίσως στο Παρίσι. 
 
– Σας λείπει το Βερολίνο; Ναι, έχω ακόμα μια βαλίτσα στο Βερολίνο – αυτό είναι το τραγούδι μου!­­ 

* Η παράσταση της Ούτε Λέμπερ με τίτλο «Rendezvous with Marlene» στο Ριάλτο θα δοθεί στις 10 Φεβρουαρίου στις 20:30, τηλ. 77 77 77 45.

maria.panayiotou@phileleftheros.com