«Ξεκινώ να γράφω όταν τα μάτια μου στεγνώνουν, όταν τα πνευμόνια διαμαρτύρονται, όταν πλακώνεται η ψυχή.»
– Τι σας σπρώχνει να αρχίσετε κάθε φορά το γράψιμο; Στο γράψιμο με σπρώχνει η μοναξιά, η αναστάτωση, η ματαίωση, η υπέρμετρη ανάγκη επικοινωνίας που δεν πραγματοποιείται με κανέναν άλλο τρόπο. Παράλληλα, με σπρώχνει ο θυμός, η ανία της καθημερινότητας, η τάση για φυγή και η όρεξη για έξαλλη ζωή όπως τη φανταστήκαμε όταν ήμασταν μικροί. Ως εκ τούτου, σε όλα τα βιβλία μου υπάρχει μια καίρια, συχνά ιδιόρρυθμη συνθήκη, η οποία αποτελεί τη βάση για την υλοποίηση του δράματος και της πλοκής. Το γράψιμο είναι οξυγόνο. Ξεκινώ να γράφω όταν τα μάτια μου στεγνώνουν, όταν τα πνευμόνια διαμαρτύρονται, όταν πλακώνεται η ψυχή. Και τότε αρχίζω να αναπνέω…
– Και αυτή τη φορά με το «Γονυπετείς»; Ποια ήταν η αφορμή; Όταν βρέθηκα στο νησί της Τήνου για πρώτη φορά, δεν φανταζόμουν την επίδραση που θα μου ασκούσε το θέαμα των ανθρώπων οι οποίοι ανεβαίνουν στα τέσσερα ώς τον Ιερό Ναό της Παναγίας. Ειδικά η μορφή μιας νεαρής γυναίκας με καθήλωσε. Την ακολούθησα για ώρες. Αργότερα, άρχισα να γράφω για εκείνη. Πολύ αργότερα, άρχισα να γράφω σαν να ήμουνα εκείνη. Η γυναίκα – ικέτιδα που γίνεται ένα με τον αναγνώστη, η γυναίκα – πειραματόζωο που κινητοποιεί την επιθυμία για αγώνα, είναι η ίδια γυναίκα – σύμβολο που ενεργοποιεί την επιστροφή στη δύναμη στης πίστης, στην πεποίθηση πως το ανέφικτο είναι εν δυνάμει εφικτό. Είναι ένα πλάσμα που μεταμορφώνεται σταδιακά σε κάτι καινούριο. Ένα νέο είδος συνυπάρχει μαζί με το παλιό, μια νέα εκδοχή ύπαρξης.
– Γιατί επιλέξατε για σκηνικό το προσκύνημα στην Παναγία της Τήνου; Πριν χρόνια είχα βρεθεί εκεί μια μέρα του Αυγούστου και ενώ όλα συντελούνταν κανονικά, τα τροχοφόρα έτρεχαν, οι εμπορικές συναλλαγές υλοποιούνταν, τα παιδιά έπαιζαν, είδα μια γυναίκα στα τέσσερα προσηλωμένη στην πορεία της σαν να μην υπήρχε τίποτε άλλο: φάνταζε σαν το θνητό, έλλογο κομμάτι να χρησιμοποιούσε το σχήμα του τετράποδου για να εξομολογηθεί, για να ικετεύσει, για να εξιλεωθεί. Η εικόνα τής εν λόγω γυναίκας με συγκλόνισε. Ωστόσο, στο βιβλίο δεν δηλώνονται ρητά ούτε ο τόπος ούτε ο χρόνος στον οποίο λαμβάνει χώρα η ιστορία. Δεν υπάρχουν ονόματα ούτε τοπωνύμια. Θα μπορούσε να διαδραματίζεται οποτεδήποτε, παντού. Ήδη γνωρίζουμε ότι στη Γαλλία, στη Βασιλική Εκκλησία της Παναγίας της Φουρβιέρ στη Λυών, υπάρχει κάτι αντίστοιχο. Δεν με αφορούσε λοιπόν να σκιαγραφήσω ή να αναλύσω το εν λόγω φαινόμενο αλλά με αφορμή αυτή την ιδιαίτερη συνθήκη να μιλήσω για το ανθρώπινο αποτύπωμα.
* Η ομάδα συγγραφέων Διαβάσεις θα παρουσιάσει την Τζούλια Γκανάσου και τη Μάχη Τζαβέλλα στη συνάντηση «Η λογοτεχνικότητα του τραύματος» στην Αίθουσα συνεδρίων στην παλιά πλατεία Αγλαντζιάς, στις 15/2 στις 19:00.