Όταν η Κύπρος πέρασε σε βρετανική διοίκηση το 1878, η ελληνοκυπριακή κοινότητα πίστεψε ότι τα χρόνια της οθωμανικής κακοδιοίκησης θα έμεναν πίσω και ότι η νήσος θα τραβούσε τον δρόμο της οικονομικής ανάπτυξης. Αλλά οι ελπίδες τους θα διαψεύδονταν σύντομα. Όπως αναφέρει η εφημερίδα Νέον Κίτιον το 1879, «όσον αφορά τη γεωργία δεν υπήρξε καμία πρόοδος». Οι γεωργοί εξακολουθούν να καλλιεργούν τη γη όπως ακριβώς έκαναν οι πρόγονοί τους, ενώ καμία γεωργική τράπεζα δεν ιδρύθηκε και κανένα αρτεσιανό φρεάτιο δεν δημιουργήθηκε.
 
Έτσι εξακολούθησε να πορεύεται η Κύπρος από άποψη οικονομίας μέχρι το ξέσπασμα της αγροτικής κρίσης του 1887. Η μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας αγροτική οικονομία της νήσου δέχτηκε ένα ανεπανόρθωτο πλήγμα από το οποίο θα ανέκαμπτε πλήρως μια και πλέον δεκαετία αργότερα. Περιγράφοντας την όλη κατάσταση η εφημερίδα Φωνή της Κύπρου γράφει τον Μάρτιο του 1887 τα εξής: «Η ανομβρία εισέτι εξακολουθεί, εκ πολλών χωρίων της νήσου κατήλθον πάμπολλοι χωρικοί αχίτωνες και άσιτοι αιτούντες εργασίαν. Οι οθωμανοί της πόλεως μας καθ’ εκάστην τελούν θρησκευτικάς παρακλήσεις, οι χριστιανοί αγρυπνίας επικαλούμενοι την εξ ύψους αντίληψιν. Οι εισπράκτορες των φόρων αφού κατέσχον πάντων σχεδόν τα ζώα, ήρξαντο ήδη την κατάσχεσιν και των μαγειρικών σκευών».
 
Ως αποτέλεσμα της κρίσης η οποία έπληξε περισσότερο τις περιοχές της Πάφου και της Καρπασίας, «οι χωρικοί ηναγκάσθησαν να καταφύγωσιν εις τα όρη προς εύρεσιν τουλάχιστον χόρτων διά την τροφήν των, πολλοί οσονούπω εκπατρισθήσονται και ουκ ολίγοι λιμώττουσιν… Πολλοί δυστυχείς γεωργοί εγκαταλείποντες τους αγρούς των κατέρχονται εις τας πόλεις άλλοι μεν όπως προμηθευθώσι τον επιούσιον άρτον, άλλοι δε όπως εγγραφώσι ζαπτιέδες και άλλοι δι’ επετείαν». «Οι φόνοι και αι ληστείαι εν Κύπρω έφθασαν εις το κατακόρυφον σημείον… Τρέμει τις να αναχωρήση από εν χωρίον εις άλλο δι’ εργασίαν του, διότι ως εκ της πείνης οι δρόμοι εισί πλήρεις ληστών…», ενώ την ίδια στιγμή μολυσματικές ασθένειες όπως η χολέρα καλπάζουν.
 
«Και άλλοτε υπέστη αφορίας η νήσος», αναφέρει ο βουλευτής Αχιλλέας Λιασσίδης «αλλ’ οι κάτοικοι είχον οικονομίας προηγουμένων ετών. Σήμερον δυστυχώς ο τόπος είνε εξηντλημένος. Οι έμποροι τα κεφάλαια των εδάνεισαν προ πολλού εις τους γεωργούς και δυστυχώς ουδέ οβολόν θα δυνηθώσιν να δανείσωσιν, αφού αι τράπεζαι έπαυσαν τα προς αυτούς δάνεια». Παρόμοια είναι και η τοποθέτηση του βουλευτή κ. Νικολαΐδη ο οποίος αναφέρει ότι «Προ μικρού ακόμη πριν εισέλθω εις το Βουλευτήριον εύρον ομάδα ανθρώπων ους επλησίασα και ηρώτησα «πως ήλθαν εδώ», ούτοι δε μοι απήντησαν «δεν έχομεν ψωμί, ήλθομεν να εγγραφώμεν
ζαπτιέδες» και ούτοι είνε άνθρωποι τεχνίται αλλά δεν ευρίσκουν πλέον εργασίαν». 
 
Τα ανακουφιστικά μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση αποδείχθηκαν ανεπαρκή. Οι Ελληνοκύπριοι βουλευτές πλήρως απογοητευμένοι από την κυβερνητική αδράνεια ξεσηκώνουν τον λαό οργανώνοντας συλλαλητήρια σε όλες τις πόλεις της Κύπρου. Τα ψηφίσματα των συλλαλητηρίων τονίζουν ότι πρέπει να μειωθεί η καταθλιπτική φορολογία και ζητούν «η συμμετοχή των κατοίκων εν πάσι τοις αφορώσιν εις την διοίκησιν του τόπου να καταστή πραγματική και συντελεστική». Έτσι, η αγροτική κρίση του 1887 γίνεται η αφορμή για να ξεκινήσει η συζήτηση για την μεταρρύθμιση του Κυπριακού Συντάγματος η οποία θα διεξαχθεί παράλληλα με τον αγώνα για την εκπλήρωση των εθνικών πόθων των Ελληνοκυπρίων.