Ένα ταξίδι στην Ελλάδα, από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα μέχρι σήμερα, μέσα από τη ζωή της ιερόδουλης Ρένας, είναι το στόρι του βιβλίου που έγινε θεατρικό – και έρχεται στην Κύπρο την επόμενη βδομάδα – και φέρει την υπογραφή του Αύγουστου Κορτώ. Ή αλλιώς του ανθρώπου που τα βιβλία του ξεπουλάνε σαν φρεσκοψημένα κρουασάν βουτύρου.
– Την άλλη βδομάδα έρχεται στην Κύπρο, το θεατρικό που φέρει τη συγγραφική υπογραφή σου. Γιατί να δει κάποιος τη «Ρένα»; Γιατί χάρη στους συντελεστές της παράστασης – με πρώτη τη σπουδαία Υρώ Μανέ – μια γυναίκα που ξεπήδησε απ’ τον νου μου και φώλιασε στις καρδιές πολλών αναγνωστών ζωντανεύει κατά τρόπο μοναδικό.
– Τα τελευταία χρόνια κάποια απ’ τα έργα σου έχουν μεταφερθεί με επιτυχία στο θέατρο. Πώς είναι για έναν συγγραφέα να βλέπει όσα έγραψε να ανεβαίνουν στη σκηνή, απ’ την οπτική όμως ενός σκηνοθέτη; Για μένα είναι αλλόκοτο, διότι σπανίως βγαίνω απ’ το σπίτι αν δεν είναι για καφέ-ποτό-μάσα. Θέατρο δεν βλέπω καθόλου και σινεμά σχεδόν αποκλειστικά στο σπίτι. Οπότε, η πρώτη αίσθηση είναι πάντα η σαστιμάρα – κι έπειτα ο θαυμασμός για τις τέχνες που δεν κατέχω κι ευγνωμοσύνη απέναντι στους λειτουργούς τους.
– Παρακολουθείς την εξέλιξη των προβών; Ποτέ. Όπως δεν δίνω σε κανέναν να διαβάσει βιβλίο μου που δεν έχει τελειώσει, δεν με αφορά η προεργασία. Θα το δω μια και καλή τελειωμένο.
– Τι συμβαίνει όταν δεν συμφωνείς με το τελικό αποτέλεσμα ή δεν αποδίδει το κλίμα του βιβλίου; Δεν το παίρνω και πολύ βαρέως. Άλλη είναι η δουλειά του ναύτη κι άλλη του καντηλανάφτη. Είναι εύλογο να υπάρχουν ασυμφωνίες ή παρερμηνείες ανάμεσα σε διαφορετικά είδη λόγου.
– Αλήθεια, πώς έγινες συγγραφέας; Εννοώ πώς έμαθες ότι ένα βιβλίο σου εγκρίθηκε από έναν εκδοτικό, ότι εκδίδεται σύντομα και ότι θα το δεις σύντομα στα βιβλιοπωλεία; Το φθινόπωρο του ’97 έστειλα τα πρώτα διηγήματά μου – το κατοπινό Βιβλίο των βίτσιων – στον Εξάντα. Ένα χρόνο μετά, η αείμνηστη Μάγδα Κοτζιά, ιδρύτρια και ψυχή του ιστορικού οίκου, τηλεφώνησε στο πατρικό μου και ανακοίνωσε στη μάνα μου ότι θα εξέδιδε το βιβλίο μου -εγώ ήμουν στο Μέτσοβο όταν το έμαθα κι έτσι μου δόθηκε κι ένας ακόμα λόγος να αγαπώ τον ευλογημένο αυτό τόπο. Κι ύστερα, Ιούνιο του ’99, κατέβηκα στην Αθήνα και κράτησα για πρώτη φορά βιβλίο μου στα χέρια μου. Υπήρξα τυχερός και τότε και μετέπειτα.
– Tην τόση επιτυχία την περίμενες; Μέχρι να εκδοθεί η Κατερίνα, το αναγνωστικό μου κοινό αριθμούσε περί τις 7-8 χιλιάδες αναγνώστες – που δεν είναι επ’ ουδενί λίγοι, απλώς δεν αρκούν ώστε να ζεις απ’ τα βιβλία σου. Με άλλα λόγια, πέρασα 13 χρόνια ως συγγραφέας που βιοποριζόταν από συγγραφικά πάρεργα μέχρι να γίνει ο αναπάντεχος για μένα χαμός. Επομένως, όχι, δεν το περίμενα, ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα δεν φανταζόμουν ότι μια μέρα θα μετρώ εκατοντάδες χιλιάδες αντιτύπων. Εξ ου και είμαι πάντα, σε κάθε βιβλίο, απέραντα ευγνώμων στους αναγνώστες του.
– Νοουμένου ότι πέρασες και από Ιατρική, πότε κατάλαβες ότι το γράψιμο, ήταν αυτό που τελικώς ήθελες να κάνεις; Ήμουν γύρω στο τέταρτο έτος κι είχα ήδη εκδώσει τρία βιβλία, όταν συνειδητοποίησα ότι δεν διέθετα το αναγκαίο ψυχικό σθένος για τη δουλειά του γιατρού. Η ιατρική είναι μια συναρπαστική επιστήμη και μου πρόσφερε πολλά (πρωτίστως τη σχέση με το σώμα, που αποτυπώνεται στα περισσότερα βιβλία μου), αλλά δεν θα γινόμουν καλός γιατρός. Κι ο κόσμος δεν χρειάζεται κακούς γιατρούς.
– Υπάρχει κάποιο σημείο καμπής στη ζωή σου που σε καθόρισε ως συγγραφέα; Πολύ πριν ξεκινήσω να γράφω – συγκεκριμένα, η ανάγνωση του πρώτου μέρους του Χαμένου Xρόνου. Ήταν τέτοια η ομορφιά της γλώσσας και της ψυχής που ανέδιδαν οι σελίδες του Προυστ, που για πρώτη φορά στη ζωή μου ζήλεψα τη δουλειά του συγγραφέα.
– Έχεις καταλάβει τι σημαίνει «καλός συγγραφέας»; Μου φαίνεται κενή νοήματος η έκφραση. Το «καλό» αλλάζει από αναγνώστη σε αναγνώστη. Λόγου χάρη, εγώ απεχθάνομαι τον Σταντάλ. Είναι κακός συγγραφέας ο Σταντάλ; Ούτε γι’ αστείο – απλώς δεν ταιριάζουν τα χνώτα μας. Κι η Ρόζαμουντ Πίλτσερ είναι καλή συγγραφέας κι ο Πύντσον κι ο Τομ Ρόμπινς και ο Παμούκ – γι’ αυτούς που γουστάρουν τα βιβλία τους.
– Και τι κάνει μερικά έργα να αντέχουν στον χρόνο; Έχεις καταλάβει τι εξασφάλισε αθανασία στον Αισχύλο, στον Σαίξπηρ, στον Shostakovich; Η αθανασία θέλει να στρώσεις κώλο. Τους συγγραφείς που μνημονεύουμε με δέος, τους καθιστά σημαντικούς πρωτίστως η δουλειά που έριξαν προκειμένου να φτάσουν στις κορυφές της τέχνης τους.
– Εσύ είσαι ένας καλός συγγραφέας; Στα μάτια των φανατικών αναγνωστών μου, είμαι συγκλονιστικός συγγραφέας. Όσοι πάλι δεν με χωνεύουν – για προσωπικούς τους λόγους, απολύτως σεβαστούς εφόσον πέσει το μπλοκ και γλιτώσω απ’ τα σκατοψύχια τους – με θεωρούν συγγραφική νούλα, παρενέργεια του φέισμπουκ, δαίμονα της νέας τάξης πραγμάτων ή κι εγώ δεν ξέρω τι. Εμένα δεν με απασχολούν ιδιαίτερα τα βιβλία μου αφού γραφτούν, ούτε περνάω κρίσεις αυτοπεποίθησης για το κατά πόσον έχω ή δεν έχω ταλέντο. Προτιμώ να αφοσιώνομαι σε βιβλία άλλων, που είναι σίγουρα καλά, τουλάχιστον για τα δικά μου γούστα.
– Έχεις παραδεχτεί πως το γράψιμο λειτούργησε πολλές φορές σαν ψυχοθεραπεία. Είναι και ένας τρόπος να ξεπεράσει ο συγγραφέας τους φόβους του; Τα σοβαρά ψυχικά μας προβλήματα δεν αρκεί να τα κάνουμε τέχνη – θέλουν και ψυχίατρο.
– Απ’ την άλλη βοηθά το γράψιμο να βλέπεις πράγματα που διαφορετικά δεν θα μπορούσες να τα δεις; Το γράψιμο μ’ έχει κάνει να σκαρφίζομαι διαρκώς ιστορίες – είναι τρομερά εθιστικό. Ακόμα κι αν δεν οδηγήσουν πουθενά, το παιχνίδι με τις επινοημένες ζωές είναι συναρπαστικό.
– Ταλέντο στην ανάγνωση υπάρχει; Υπάρχει ταλαντούχο κοινό; Αυτά είναι λίγο κουλά. Δεν θα βάλουμε τώρα και τους αναγνώστες στο ζύγι.
– Όταν γράφεις έχεις κάποιον συγκεκριμένο αναγνώστη στο μυαλό σου; Ούτε για πλάκα. Γράφω πρωτίστως για μένα, επειδή περνάω γαμάτα και κατόπιν για τον Τάσο μου – για να τον διασκεδάσω, να του χαρίσω μερικές ώρες ανάγνωσης. Από κει κι έπειτα, αν αποφασίσουμε ότι το βιβλίο θα εκδοθεί, αρχίζει το πρακτικό κομμάτι.
– Την τελευταία φορά που τα είπαμε, ήταν λίγο μετά τον γάμο σου με τον Τάσο στην Αμερική. Άλλαξε κάτι ουσιαστικό στη ζωή σας; Αρκεί να σου πω ότι πέρσι τον Απρίλη, όταν χρειάστηκε να νοσηλευτώ, με δυο τζίφρες έγινε η δουλειά – που ειδάλλως θα ήθελε απ’ το να ψάχνεις συγγενή μέχρι εισαγγελέα.
– Τι σας αρέσει να κάνετε μαζί; Πώς περνάτε καλά οι δυο σας; Μάσα και σειρές στον καναπέ και κάνα-δυο ταξίδια τον χρόνο. Παράδεισος.
– Και ποιος γκρινιάζει πιο πολύ; Εγώ, με διαφορά. Δεν είμαι γκρινιάρης, ωστόσο, αυτό είναι το αστείο. Απλώς μπορώ να μονολογώ με τις ώρες για κάτι που με στραβώνει.
– Για ποιο πράγμα μπορεί να τσακωθείτε; Μέσα σε δεκαπέντε χρόνια, ζήτημα να ‘χουμε τσακωθεί σοβαρά δέκα φορές. Κανείς απ’ τους δυο μας δεν είναι μνησίκακος, οπότε δεν κουβαλάμε παλιά ζόρια.
– Ποιος από τους δυο υποχωρεί πιο εύκολα; Εννιά στις δέκα, στο σπίτι και στην κοινή μας ζωή γίνεται αυτό που θέλει ο Τάσος. Κι είναι εύλογο – είναι άνθρωπος πιο νηφάλιος, πιο συγκροτημένος, πιο προσγειωμένος και πιο ευφυής από μένα.
– Αλήθεια Αύγουστε, έγραφες πιο εύκολα προτού γίνεις επιτυχημένος; Ή το αντίστροφο; Πάντα έγραφα εύκολα. Το δύσκολο είναι να μη γράφεις.
– Ποιες ώρες της ημέρας γράφεις συνήθως; Μεσημέρι-απόγευμα. Τα πρωινά είναι αφιερωμένα στη μετάφραση.
– Και για πόσο το κάνεις αυτό καθημερινά; Πόση ώρα διαρκεί το γράψιμο; Είσαι πειθαρχημένος; Μια με δυο ώρες. Και είμαι τρομερά πειθαρχημένος. Τέσσερα χρόνια πριν, έπινα δυο με τρία μπουκάλια κρασί την ημέρα. Πλέον πίνω ένα ποτήρι – κι αν βγω για ποτό, με ένα τζιν-τόνικ κάνω κεφάλι.
– Δεν αποσπάσαι από το timeline του facebook σου ή απ’ τα βιντεάκια στο Youtube; Όσο δουλεύω, μπαίνω στα σόσιαλ μία φορά την ώρα το πολύ. Μπορεί να μη μου φαίνεται, επειδή αμολάω στάτους αβέρτα, αλλά είμαι σκυλί μαύρο στη δουλειά.
– Και όταν έρχονται… «ουφάκια» (το υποκοριστικό του «ουφ», έτσι έλεγε η μητέρα του τις στενοχώριες που τον βάραιναν) που δεν σε αφήνουν να γράψεις τι κάνεις; Πώς τα καταπολεμάς; Γι’ αυτό υπάρχει ο Τάσος.
– Είσαι ένας απ’ τους πιο επιδραστικούς Έλληνες των social media. Πολλές φορές αυτά μετατρέπονται σε αρένα όπου ο καθένας λέει το μακρύ του και το κοντό του. Έχεις καταλάβει από πού προέρχεται αυτή η έντονη διάθεση αντιπαλότητας και σύγκρουσης; Μα έχει κάτι το ανταγωνιστικό το μέσον – τα λάικ δημιουργούν σε πολλούς μια γηπεδικής έντασης αντιζηλία. Ή βγάζουν σενάρια απ’ το μυαλό τους, για το τι σκοτεινά μέσα μετέρχεσαι αν έχεις πολλά λάικ. Ή ανεβαίνουν στο τελάρο της έπαρσης: ο χυλός που τον ακολουθεί. Τι να κάνουμε, ο κόσμος έχει θέματα κι όταν οι αναρτήσεις μου σκάνε σε 150.000 οθόνες, είναι λογικό σε κάποιους να ανάβουν τα λαμπάκια.
– Υπάρχει κάτι στη ζωή σου το οποίο αν δεν συνέβαινε δεν θα ήσουν αυτός που είσαι σήμερα; Φυσικά – αν δεν είχα γνωρίσει τον Τάσο, δεν θα ήμουν ζωντανός.
– Αν έλεγα τη ζωή σου σαν παραμύθι, μετά το «Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα αγόρι …» τι θα ακολουθούσε και πότε θα έμπαινε το «… και έζησαν αυτοί καλά κι αυτό καλύτερα»; Έχουμε – ελπίζω – χρόνια ώς το τέλος του παραμυθιού.
– Αν σου ζητούσα να φτιάξουμε τώρα ένα πολύ πρόχειρο βιογραφικό σου, τι θα γράφαμε σε αυτό; Γεννήθηκε, γράφει, θα δούμε.
* Η παράσταση «Ρένα» με την Υρώ Μανέ στον ομώνυμο ρόλο, βασίζεται στο τελευταίο βιβλίο του Αύγουστου Κορτώ και μεταφέρεται στη σκηνή σε σκηνοθεσία της Νικαίτης Κοντούρη. Παραστάσεις: 22/3 Παττίχειο Δημοτικό Θέατρο Λεμεσού, 23/3 Δημοτικό Θέατρο Στροβόλου και 24/3 Δημοτικό Θέατρο Λάρνακας. Έναρξη παραστάσεων: 20:30.