Ο γιος ενός από τους πιο αμφιλεγόμενους ηγέτες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και του κομμουνιστικού κινήματος, Νίκου Ζαχαριάδη, δεν θα μπορούσε να είχε βιώσει μια «συνηθισμένη» ζωή.
 
Στο «Πανελλήνιον», το μικρό ιστορικό καφενείο των σκακιστών που βρίσκεται κάθετα στη Σόλωνος, επί της οδού Μαυρομιχάλη, με τις ξύλινες καρέκλες, τα φλιτζανάκια των ελληνικών καφέδων στα τραπεζάκια και τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες στους τοίχους με πρόσωπα της ελληνικής ιστορίας (και με εκείνην του Νίκου Ζαχαριάδη -ιστορικού ηγέτη του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, γενικού γραμματέα του Κ.Κ.Ε. και μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας της Κομμουνιστικής Διεθνούς- σε περίοπτη θέση, βεβαίως), ο γιος της ιστορικής προσωπικότητας του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα, αισθάνεται πολύ οικεία – «είναι δεύτερό μου σπίτι», όπως μου εξηγεί, δεινός σκακιστής και ο ίδιος, σχεδόν σε όλη του τη ζωή. Στα 68 του χρόνια πια, συμφιλιωμένος -αλλά και υπερήφανος- με τις μορφές της Αριστεράς που αποτέλεσαν κομμάτι της ζωής του, μου υποσχέθηκε πως, και στη συνέντευξή μας, θα συνέχιζε να ακολουθεί αυτό που του έμαθε κάποτε ο πατέρας του, όσο πήγαινε ακόμη στο δημοτικό, στη Σοβιετική Ένωση, τότε που δεν ήξερε καν ποιος πραγματικά ήταν ο άνθρωπος με τον οποίο κοιμόταν μαζί στο ίδιο σπίτι: Να μη λέει ποτέ ψέματα.

– Πώς μάθατε να παίζετε σκάκι; Ο πατέρας μου μού έμαθε. Μόλις πήγαμε στην εξορία, το ’56 -ο Νίκος ήταν διευθυντής δασαρχείου τότε- έβαλε τη σκακιέρα μπροστά μου. Ήμουνα έξι ετών. Έτσι άρχισα. Την πρώτη φορά που τον κέρδισα, ήμουνα πια 17 χρονών.

 
– Μήπως έχασε επίτηδες επειδή ήσασταν ο γιος του; Θα αστειεύεστε. Ο Νίκος δεν θα έχανε ποτέ επίτηδες την παρτίδα! Ήταν πολύ μεγάλη η χαρά μου, όταν τον νίκησα πρώτη φορά.
 
– Στα έξι σας χρόνια αντιλαμβανόσασταν τι ήταν ο πατέρας σας; Μέχρι τα 15 μου δεν είχα ιδέα ποιος ήταν ο πατέρας μου.  
– Δεν σας είχε αναφέρει ποτέ, ως τότε, τη σχέση του με το κόμμα; Όχι, όχι. Κάποιοι πρόσφυγες, στη Μόσχα, μου μίλησαν πρώτη φορά για το τι ήταν ο πατέρας μου – η Κατίνα Ζορμπαλά, η Γιάννα Τρικαλινού και μερικοί άλλοι. Ήτανε τότε 1966. Κάτι είχα υποψιαστεί βέβαια…
 
– Με ποιο τρόπο το υποψιαστήκατε; Ήμουνα μικρός, οκτώ ετών, στην πρώτη εξορία, κι είχα βρει στα χαρτιά του πατέρα μου επιστολές προς τον Μάο Τσε Τουνγκ, προς τον Τσαουσέσκου, προς την Κεντρική Επιτροπή… Αλλά όταν μου μίλησαν και μου εξήγησαν ακριβώς ποιος ήταν, όταν πια ήρθε στο Σουργκούτ (σ.σ. πόλη της Ρωσίας), τον ρώτησα: «Γιατί δεν μου είπες τίποτα;». «Δεν ήθελα να το μάθεις από μένα», μου απάντησε. «Για να είναι αντικειμενική η πληροφορία!». Μιλήσαμε πολλή ώρα, μου είπε τι έγινε στην έκτη ολομέλεια, στην έβδομη, όταν τον καθαίρεσαν με την κατηγορία ότι είναι προδότης, όλα αυτά… Εγώ ήμουνα σοκαρισμένος. Γιατί ήμουνα σίγουρος -όπως είμαι και τώρα- πως δεν υπάρχει καλύτερος άνθρωπος στη γη! «Είναι προδότης και χαφιές ο μπαμπάς μου;», σκεφτόμουν. Για πολλά χρόνια αργότερα μού έκανε εντύπωση που σχεδόν όλα τα ντοκουμέντα είναι δημοσιευμένα, εκτός από τα πρακτικά της έκτης ολομέλειας του ’56. Κι όταν τα διάβασα πια, κατάλαβα για ποιο λόγο. Ήταν ντροπιαστικά αυτά που είπαν τότε εναντίον του Ζαχαριάδη. Πρόσφατα μάλιστα βγήκε και ένα βιβλίο του ιστορικού Νίκου Παπαδάτου, «Άκρως απόρρητο» λέγεται, με πολύ σημαντικά ντοκουμέντα από τα ρωσικά αρχεία. Πριν την έκτη ολομέλεια, οι Σοβιετικοί πίεσαν σχεδόν όλα τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής να στραφούν εναντίον του Νίκου Ζαχαριάδη. 
– Το ξέρετε, υποθέτω, πως ο μπαμπάς σας χαρακτηρίζεται ως ένα «αμφιλεγόμενο πρόσωπο» της σύγχρονης ιστορίας… Αυτό συμβαίνει με όλες τις μεγάλες ιστορικές προσωπικότητες. Αν δεν έχεις και εχθρούς, δεν είσαι τίποτα. 
 
– Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια με τον μπαμπά σας; Τώρα καταλαβαίνω ότι ήταν τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου. Μέναμε μαζί αφού, όπως ξέρετε, η μητέρα μου, η αγωνίστρια της Αριστεράς και μέλος αργότερα του Πολιτικού Γραφείου του Κ.Κ.Ε., Ρούλα Κουκούλου, κρατείτο στις φυλακές – την είχα δει όταν ήμουνα τεσσάρων ετών και μετά την ξαναείδα στα 22 μου, όταν πια βγήκε από τη φυλακή. Για 18 χρόνια δεν είχα καμία προσωπική επαφή με τη μητέρα μου, εκτός από τις επιστολές που ανταλλάσσαμε, σε ορισμένες από τις οποίες μάλιστα με ονόμαζε «Πετράκη», που ήταν το ψευδώνυμό μου. Ήταν εξαιρετικός πατέρας ο Ζαχαριάδης. Παρόλο που ποτέ του δεν με φίλησε, όπως ίσως να συμβαίνει με άλλα παιδιά. Παρόλο που δεν είχαμε μεταξύ μας τρυφερότητες. Μετά, βέβαια, έμαθα πόσο πολύ μ’ αγαπούσε, απ’ τις επιστολές και απ’ τα ημερολόγιά του. 
– Δεν έπρεπε, όμως, να σας εκφράζει κιόλας την αγάπη του; Όχι, όχι, δεν έλεγε τέτοια πράγματα ο Νίκος. Δεν έλεγε «σ’ αγαπώ», όχι. Ήταν σκληρός. Αλλά ξέρω πως μ’ αγαπούσε πολύ. «Ο μικρός Σηφάκος», έγραφε για μένα στις επιστολές του. Ο ετεροθαλής αδελφός μου, ο γιος του από την πρώτη του γυναίκα, μου είχε πει κάποια στιγμή: «Εσένα σε αγαπούσε πιο πολύ, γιατί αγαπούσε τη Ρούλα πιο πολύ από τη μάνα μου!». Στα ημερολόγιά του έγραφε με λεπτομέρεια πότε πήγα σχολείο, πότε στον παιδικό σταθμό, για ένα τραύμα που είχα όταν έπεσα και χτύπησα, διάφορες λεπτομέρειες της ζωής μας μαζί, όπως και πως «αναγκαστικά έμαθα να μαγειρεύω, για τον Σηφάκο». Ήταν και πατέρας και μάνα για μένα. Θυμάμαι πως μέχρι και ένας είδος παραδοσιακής ποντιακής σούπας είχε μάθει να φτιάχνει, επειδή μου άρεσε όταν την έτρωγα αλλού. Είχε αγοράσει μάλιστα και ένα βιβλίο με συνταγές και μαγείρευε από εκεί, ό,τι καταλάβαινε πως μου άρεσε. Έβαζε και μουσική που του άρεσε… Ήταν ωραία. 
 
– Τι είδους μουσική; Κλασική. Μπετόβεν κυρίως. Ακούγαμε τρεις-τέσσερις ώρες κάθε μέρα. Και στη Σιβηρία που μείναμε αργότερα, παντού υπήρχαν δίσκοι του Μπετόβεν, καθώς και ένα πορτρέτο του Μπετόβεν που παίρναμε παντού μαζί μας. Τρία ήταν τα πορτρέτα που είχαμε, στα σπίτια που μείναμε: Μπετόβεν, Αϊνστάιν και Χέμινγουεϊ. 
– Ελληνικά τραγούδια ακούγατε; Είχαν φέρει στο Σουργκούτ, κάποιοι φίλοι από την Τασκένδη, ένα μαγνητόφωνο με μπομπίνες τότε, με ελληνικά λαϊκά τραγούδια. Τσιτσάνη, Βαμβακάρη…
 
– Το σπίτι ήταν μεγάλο; Ήταν ένα υπνοδωμάτιο και ένα σαλόνι. Σόμπα δεν υπήρχε. Ούτε καλοριφέρ, ούτε τίποτα. Στην πρώτη εξορία, για έξι χρόνια, μέναμε μαζί, οι δυο μας. Όταν τον έστειλαν στη Σιβηρία, μας χώρισαν. Στο τελευταίο του γράμμα, έγραφε πως «η μεγαλύτερη οβίδα (δηλαδή κακοκάρδισμα, όπως το μετέφραζε) που μου κάνανε οι Σοβιετικοί, ήταν όταν με χώρισαν με τη βία από τον Σηφάκο, που ήταν για μένα μεγάλη ηθική υποστήριξη». 
– «Νίκο» τον φωνάζατε ή «μπαμπά»; «Πапа». Είναι το «μπαμπάς» στα ρωσικά.
– Εκείνος; «Cынок». Που θα πει «γιόκα μου». 
 
-Σ’ αυτά τα 18 χρόνια που δεν είχατε καμία επαφή με τη μητέρα σας, παρά μόνο μέσα από επιστολές, ο μπαμπάς σας τι σας έλεγε για εκείνην; Ότι έχει δουλειά και θα γυρίσει γρήγορα. Έγραφε ο Νίκος στα ημερολόγιά του πως ήμουν πολύ στενοχωρημένος που δεν είχα τη μαμά μου κοντά μου, πως έκλαιγα τις νύχτες… Έγινα δέκα χρόνων όταν έμαθα τον πραγματικό λόγο που δεν έμενε μαζί μας, πως την είχαν στη φυλακή. Θυμάμαι πως όταν ξεκίνησα να πηγαίνω σχολείο, στη Ρωσία, είχα πρόβλημα γιατί δεν ήξερα καθόλου ρωσικά. Μετά, σιγά σιγά, τα έμαθα και ξέχασα τα ελληνικά. Η μητέρα μου τότε, μέσα απ’ τη φυλακή, όταν το έμαθε αυτό, ξεκίνησε να μαθαίνει ρωσικά, για να μπορούσε, όταν πια θα έβγαινε από εκεί, να συνεννοούμασταν. 
 
– Πώς ήταν η συνάντησή σας μαζί της, στα 22 σας χρόνια πια; Είχαν πια περάσει 18 χρόνια, από τότε που την είχα δει για τελευταία φορά, όπως καταλαβαίνετε. Σχεδόν τίποτα δεν είχα στην καρδιά μου για εκείνην. Αυτό αποκαταστάθηκε αργότερα, βέβαια. 25 Δεκεμβρίου του ’72, μία μέρα μετά από τα γενέθλιά μου, συναντηθήκαμε πρώτη φορά. Τρεις μήνες πριν στο μεταξύ, είχε γεννηθεί η κόρη μου, η εγγονή της. Είχαμε πάει στην Ουκρανία, εκεί που ήταν η Ρούλα τότε, μαζί με την πρώτη μου γυναίκα. Η μητέρα μου έκλαιγε. Ήταν πολύ δύσκολο όλο αυτό για μένα. Είχαμε μιλήσει δυο τρεις φορές τηλεφωνικά, από τότε που βγήκε από τη φυλακή, αλλά δεν ήταν το ίδιο, μέχρι που την είδα. 
– Είχατε στεναχωρεθεί που η μητέρα σας, το 1957, μέσα από τη φυλακή, είχε αποκηρύξει τον μπαμπά σας; Βέβαια. Αλλά μίλησα με τις γυναίκες που ήταν τότε μαζί της στις φυλακές Αβέρωφ, και μου ανέφεραν πως έκλαιγε, κάθε μέρα, για τρεις μήνες, γι’ αυτό το θέμα. Την πίεσε το κόμμα, η ηγεσία. Έπρεπε όλοι να αποκηρύξουν τον Ζαχαριάδη! Το ίδιο έπρεπε να κάνει και εκείνη. 
– Γιατί δεν το αρνήθηκε; Γιατί δεν είπε «είναι ο άντρας μου»; Γιατί αυτό της είχε μάθε ο Νίκος: Να βάζει πάνω απ’ όλους και απ’ όλα το κόμμα! Αν δεν υπέγραφε η Ρούλα, τότε όλοι θα έγραφαν την επόμενη μέρα πως «η γυναίκα του Ζαχαριάδη, είναι εναντίον του κόμματος!». Κι αυτό δεν γινόταν. Ξέρετε, ποτέ δεν μίλησα με τη Ρούλα γι’ αυτό το θέμα, για πολλά χρόνια. Εκείνη, ωστόσο, μου είχε μιλήσει κατά καιρούς, αργότερα, για τη μεγάλη αγάπη που είχε στον Νίκο. Δέκα μέρες, λοιπόν, πριν πεθάνει, το 1997 -ήμασταν εδώ, στην Ελλάδα, τότε- με κάλεσε για να συζητήσουμε. Μου είπε πολλά για τη ζωή της εκείνη τη μέρα, για όσα πέρασε, πράγματα προσωπικά της… Στο τέλος με ρώτησε: «Θέλεις κάτι να με ρωτήσεις;». «Ναι», της είπα. «Έχω μία ερώτηση να σου κάνω, που την είχα στο μυαλό μου εδώ και πολλά χρόνια. Αν τώρα σου ζητούσαν να υπογράψεις εκείνο το γράμμα, θα το έκανες;». «Όχι», μου απάντησε αμέσως. «Το μεγαλύτερο λάθος που κάναμε, ήταν η καθαίρεση του Νίκου Ζαχαριάδη». Ήταν πολύ σκληρή η εποχή τότε, ξέρετε… Δεν μπορώ να την κρίνω.  
 
– Μου είπατε προηγουμένως πως στην ιεράρχηση των αξιών στη ζωή της μητέρας σας, πάνω απ’ όλα ήταν το κόμμα. Με τον μπαμπά σας συνέβαινε το ίδιο; Ναι, βέβαια. Πρώτο και κύριο ήταν το κόμμα! 
 
– Και μετά εσείς; (χαμογελά). Όχι. Μετά από το κόμμα -που ήταν πάνω απ’ όλα- ήταν η μάνα του, μετά η Σοβιετική Ένωση, μετά ο Στάλιν και μετά εγώ.
– Πέμπτος στη σειρά; Πέμπτος, ναι. 
– Το βρίσκετε σωστό αυτό; Ήταν τέτοια η εποχή… Ο πατέρας μου αγωνιζόταν για τον Άνθρωπο. Κι είχαν πίστη αυτοί οι άνθρωποι σε κάποιες αξίες. 
– Ήταν αξία ο Στάλιν; Θα σας πω κάτι. Ο μπαμπάς μου έγραψε κάποτε πως μόνο μία φορά έκλαψε στη ζωή του. Όταν πέθανε ο Στάλιν. Ωστόσο, εγώ ο ίδιος είδα για πρώτη φορά δάκρυα στα μάτια του, όταν είχε λάβει γράμμα πως πέθανε η μάνα του. Αν και δεν το συζητήσαμε ποτέ μεταξύ μας αυτό το θέμα. 
– Ποτέ δεν τον είχατε ξαναδεί να κλάψει; Σας έχω πει: Ήταν πολύ σκληρός. Και μόνο να βλέπατε τα μάτια του πώς ήταν όταν θύμωνε… Δεν χρειαζόταν να σου πει κάτι. 
– Σας είχε χτυπήσει ποτέ, όσο ήσασταν μικρός; Ναι. Μία φορά μου έδωσε ένα χαστούκι. Μου είχε πει να μην πω ποτέ ψέματα στη ζωή μου – κάτι που τηρώ, μέχρι και σήμερα. Ήμουνα τότε οκτώ ετών. Και του είχα πει ψέματα για ένα στυλό με μπλε μελάνι που ήθελα να αγοράσω. 
 
– Θα προτιμούσατε να σας είχε μεγαλώσει ένας «κανονικός» μπαμπάς – χωρίς το «βάρος» της ιστορικότητας που έφερε ο Νίκος Ζαχαριάδης; Ο μπαμπάς μου ήταν ο κανονικότερος από τους μπαμπάδες που ήξερα. Δεν είχε τίποτα διαφορετικό. 
 
– Μα, δεν σας έλειπε που ο μπαμπάς σας δεν σας έδειξε ποτέ τρυφερότητα – ούτε ως παιδί, ούτε μεγαλύτερος; Μπορεί να μην ήταν τρυφερός μαζί μου, έτσι όπως το έχουμε σήμερα στο μυαλό μας, αλλά εγώ ένιωθα πως μ’ αγαπούσε. Καμιά φορά μου έλειπε η τρυφερότητα, αλλά όχι συνεχώς. 
– Ήταν και η μητέρα του το ίδιο σκληρή μαζί του; Τι σας έλεγε; Έγραφε σε κάποιο γράμμα του πως μόνο μία φορά η μητέρα του τον φίλησε, όταν ήταν 13 ετών, τότε που θα πήγαινε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη Νικομήδεια, γιατί δεν ήταν σίγουρη πως θα τον έβλεπε ξανά. Ποτέ άλλοτε. 
– Σας μιλούσε ποτέ για πράγματα που αφορούσαν στο κόμμα, σε συνομιλίες του που είχε με τον Στάλιν ή με άλλους Κομμουνιστές ηγέτες; Όχι, όχι. Ούτε για το Νταχάου μου μίλησε ποτέ. Κάποια στιγμή μάλιστα είχαν τσακωθεί με τον αδελφό μου για τον Στάλιν, επειδή εκείνος ήταν αντισταλινικός, αλλά εγώ δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτά. 
– Εσάς ποια είναι η γνώμη σας για τον Στάλιν; Μέχρι πριν από είκοσι περίπου χρόνια, ήμουνα κι εγώ απόλυτα αντισταλινικός. Είχα σκεφτεί μέχρι και να αλλάξω όνομα! Να μην παραπέμπει το «Ιωσήφ» στον Στάλιν, γιατί για χάρη του βαφτίστηκα «Ιωσήφ», όπως αντιλαμβάνεστε. Όταν μετά, όμως, διάβασα κάποια ντοκουμέντα, κατάλαβα ότι είπε πολλά ψέματα ο Νικίτα Χρουστσόφ γι’ αυτόν, όπως και πολλοί άλλοι. Βεβαίως πολλά από όσα έκανε ο Στάλιν, το γεγονός ότι σκοτώθηκαν άνθρωποι, δεν μπορείς να του τα συγχωρέσεις με τίποτα. 
– Σας είχε πει ποτέ ο Ζαχαριάδης τι του έλεγε ο Στάλιν; Μια φορά μου είχε μιλήσει η μάνα μου γι’ αυτό. Ήταν μετά τον εμφύλιο, τον Οκτώβρη του ’49, όταν ο Στάλιν κάλεσε τη μητέρα μου και τον Νίκο στη Μόσχα. Είχαν πάει στο εξοχικό του, στη λίμνη Ρίτσα, για δυο τρεις μέρες. Κανείς άλλος αρχηγός κόμματος δεν είχε πάει μέχρι τότε εκεί. Γύρισε μετά, κάποια στιγμή, ο Νίκος, και έδωσε στη μητέρα μου ένα αχλάδι. «Γιατί μου το έφερες αυτό;», τον ρώτησε. «Δεν έχω φάει ποτέ μου αχλάδι;». «Δεν κατάλαβες», της απάντησε. «Αυτό το αχλάδι μου το έδωσε ο Στάλιν με το χέρι του!». Σίγουρα δεν έφαγαν ποτέ το συγκεκριμένο αχλάδι (γελά).  
– Θυμάστε την τελευταία φορά που αντικρίσατε τον μπαμπά σας, πριν από την αυτοκτονία του, το 1973; Ναι, βέβαια. Ήταν στη Σιβηρία. Δύο εβδομάδες προτού αυτοκτονήσει. Εκείνος το ήξερε πως ήταν η τελευταία φορά που με έβλεπε, εγώ όχι. Κι ήταν η πρώτη φορά που βγήκε από το σπίτι για να με αποχαιρετήσει, τη στιγμή που θα πήγαινα στο αεροδρόμιο. Είχα βγει απ’ το σπίτι, γύρισα το κεφάλι μου και εκείνος βρισκόταν στο κατώφλι. Μέχρι τότε με αποχαιρετούσε μέσα στο σπίτι, δεν έβγαινε ποτέ έξω. 
 
– Σας φίλησε τουλάχιστον; Όχι. Ποτέ του δεν με φίλησε αφότου μεγάλωσα. 
– Γιατί, πιστεύετε, πως αυτοκτόνησε ο μπαμπάς σας; Ήταν η τελευταία του διαμαρτυρία. Είχε κάνει τρεις φορές απεργία πείνας, τρεις φορές δραπέτευσε, ό,τι του υποσχέθηκαν δεν τηρήθηκε. Έλεγε πως δεν του είχαν αφήσει άλλη διέξοδο. Γι’ αυτό αυτοκτόνησε.  
– Μερικοί γράφουν πως δεν αυτοκτόνησε, πως τον σκότωσαν… Όχι, όχι, αυτοκτόνησε. 100%. Φυσικά αυτοκτόνησε, γιατί ηθικά τον σκότωσαν. Είχαν μεγάλα προβλήματα με τον Νίκο, κι όταν είχαν λάβει το γράμμα του που έλεγε πως «θα αυτοκτονήσω την 1η Αυγούστου, αν δεν αρθούν όλα τα μέτρα περιορισμού, εξορίας, στέρησης ελευθερίας, μετακίνησης και αναχώρησης απ’ τη Σοβιετική Ένωση κ.λπ κ.λπ, που εφαρμόζονται ενάντιά μου…», τότε σκέφτηκαν πως θα ‘ταν καλύτερο να αυτοκτονούσε. Ήμασταν τότε στη Βουλγαρία, με τη μητέρα μου. Και μας πήρε ο Σεμενκόφ για να μας ανακοινώσει πως αυτοκτόνησε ο Νίκος. Το είπαμε και στον Κύρο, τον αδελφό μου, σε κανέναν άλλον. Πήγαμε στη Σιβηρία. Ήταν εκεί κάποιος αντιπρόσωπος από το Κ.Κ.Ε., κάποιος από το Κ.Κ.Σ.Ε., δεν θυμάμαι ακριβώς, η μητέρα μου, ο Κύρος κι εγώ – πέντε άτομα. Ήταν δύσκολη μέρα. Η μητέρα μου έκλαιγε, έκλαιγα κι εγώ…
– Ξέρετε τι μου έκανε εντύπωση; Που διάβασα κάπου πως ο πατέρας και η μητέρα σας παντρεύτηκαν με θρησκευτικό γάμο. Δεν ήταν άθεος ο μπαμπάς σας; Ήταν άθεος, ναι. Αλλά ήταν και αυτό εντολή απ’ το κόμμα (χαμογελά). Παντρεύτηκαν με τη μητέρα μου σε ένα εκκλησάκι, στο βουνό, αρχές του Γενάρη, του ’48. 
– Το καταλαβαίνατε όταν σας παρακολουθούσε η K.G.B., κατά καιρούς; Το «κατά καιρούς» τι το θέλατε; (γελά). Όχι μόνο με παρακολουθούσαν, αλλά με έψαχναν, μου έκαναν σωματική έρευνα… Έβρισκαν διάφορες δικαιολογίες. Ήμουνα «ο γιος του Ζαχαριάδη», όπως καταλαβαίνετε…
 
– Το ’33 είχε βγει ο «Ριζοσπάστης» με τίτλο τότε «Αυτός μας οδηγεί!» – και με φωτογραφία του μπαμπά σας. Βρίσκεται παντού στο διαδίκτυο το συγκεκριμένο πρωτοσέλιδο. Εσάς σας οδηγεί ακόμη; Ναι. Όταν αμφιβάλλω για κάτι, κοιτάω τη φωτογραφία του, τον σκέφτομαι και λέω στον εαυτό μου: «Τι θα ‘λεγε τώρα ο Νίκος γι’ αυτό;».
– Τον κατηγορούν πάντως πως επέβαλε για τον εαυτό του προσωπολατρία… Αυτό είναι ψέματα. Ο πατέρας μου ήταν ένας πολύ σεμνός άνθρωπος. Η «προσωπολατρία», για την οποία τον κατηγορούν, έγινε εν αγνοία του – δεν ήταν κάτι που ήθελε ο ίδιος. Μου έλεγε όταν ήμουν παιδί: «Ποτέ μη σηκώνεις το χέρι στο σχολείο, αλλά να μιλάς μόνο όταν σε ρωτά ο δάσκαλος. Να είσαι σεμνός. Μην παινεύεσαι». «Την τιμή», μου έλεγε, «κανείς δεν μπορεί να σου την αφαιρέσει. Την τιμή μπορείς μόνο να τη χάσεις».
 
– Τον χαρακτηρίζουν επίσης «απόλυτο», «συγκεντρωτικό»… Με στενοχωρούν όλα αυτά. Γιατί δεν είναι αλήθεια. Εγώ ξέρω τι ήταν ο πατέρας μου. Ήταν ένας καθαρός άνθρωπος. 
– Είχε φίλους ο μπαμπάς σας; Είχε έναν πολύ καλό φίλο, στο Σουργκούτ. Δημοσιογράφος ήταν. Γιεζντακόφ, λεγόταν. Μόνο αυτόν εμπιστευόταν. Ο Νίκος δεν ήταν ένας άνθρωπος που ανοιγόταν εύκολα, όπως αντιλαμβάνεστε…
– Του μοιάζετε πιστεύετε; Φυσιογνωμικά, η μητέρα μου μού έλεγε πως από τη μύτη και κάτω μοιάζω σ’ εκείνην και από τη μύτη και πάνω στον Νίκο. Για θέματα χαρακτήρα, ρωτήστε κάποιον άλλον. 
– Η γυναίκα που αγάπησε πιο πολύ ο μπαμπάς σας ήταν η Ρούλα; Έτσι έγραφε στα γράμματά του. 
 
 
– Επειδή, πάνω απ’ όλα για τον Ζαχαριάδη ήταν το κόμμα, όπως μου είπατε προηγουμένως, αν του έλεγε το κόμμα να σκοτώσει άνθρωπο, θα το έκανε πιστεύετε; Δεν μου αρέσει αυτή η ερώτηση! Αλλά, για να σας απαντήσω, αν κάποιος ήταν φασίστας, ο Νίκος θα τον σκότωνε. Βλέπετε και σήμερα τι γίνεται… Και χωρίς εντολή!
– Τι δουλειά κάνατε, από τότε που ξεκινήσατε να εργάζεστε; Ήμουνα καθηγητής αγγλικών. Για πολλά χρόνια. Μετά άνοιξα ένα τουριστικό γραφείο, στη Μόσχα και στην Αθήνα.
– Και τώρα ζείτε από τη σύνταξή σας; Δεν παίρνω σύνταξη. Έκλεισα το γραφείο το 2010 και δεν είχα αρκετά ένσημα για την Ελλάδα γιατί, όπως μου είπαν αργότερα, έπρεπε να είχα δουλέψει για ενάμιση χρόνο ακόμη ως ελεύθερος επαγγελματίας. Τώρα είμαι 68 ετών. Έχω κάνει κάτι χαρτιά, και πιστεύω πως σε έξι μήνες θα ξεκινήσω να παίρνω σύνταξη.
-Και τότε πώς επιβιώνετε σήμερα; Είναι δύσκολα τα πράγματα… Κάτι βρίσκω, κάτι κάνω.
– Μια και είμαστε εδώ, στο «Πανελλήνιον», κάπου διάβασα πως έχετε παίξει σκάκι και με τον Κωνσταντίνο Πλεύρη (σ.σ. ιδρυτή του ακροδεξιού «κόμματος της 4ης Αυγούστου»). Είναι αλήθεια; Συνέβη, ναι. Δεν ήξερα ότι ήταν ο Πλεύρης. Ούτε εκείνος ήξερε ποιος είμαι εγώ. Συνέβη δυο φορές. Εντάξει, καλά παίζει… Μία φορά νίκησε αυτός, μία εγώ (χαμογελά).
– Θα παίζατε μαζί του ξανά; Από τότε δεν τον ξανάδα. Αλλά, ναι, θα έπαιζα ξανά μαζί του, γιατί όχι; Είναι καλός σκακιστής. Ξέρετε, εγώ δεν έχω θέματα μ’ αυτά. Ξέρετε πόσοι δεξιοί έρχονται και μου λένε πως είναι θαυμαστές του Ζαχαριάδη; Ο Ζαχαριάδης είναι μέρος της ιστορίας, είναι ιστορικό πρόσωπο.   
– Ήταν δικαίωση για σας το γεγονός πως αποκαταστάθηκε η μνήμη του μπαμπά σας από το Κ.Κ.Ε. το 2011, μετά την καθαίρεσή του; Πήρα μέρος σ’ αυτό. Μου το είχε πει κι η Αλέκα Παπαρήγα, ένα χρόνο πριν, πως θα γίνει. Μου είχε αναφέρει μάλιστα πως σε ερώτηση στον δεύτερο τόμο για την ιστορία του Κ.Κ.Ε. «τι νομίζετε για την αποκατάσταση του Ζαχαριάδη;», μόνο δέκα άτομα από όλη την Ελλάδα ήταν εναντίον. Και ο Φλωράκης ήταν υπέρ της αποκατάστασης.
 
– Πώς και δεν ήσασταν ποτέ υποψήφιος με το Κ.Κ.Ε., σε κάποια εκλογική αναμέτρηση; Ο πατέρας μου μού είχε πει: «Δύο πράγματα να μην κάνεις στη ζωή σου: Να μην καπνίσεις ποτέ και να μην μπλέξεις ποτέ με την πολιτική. Πιο βρώμικο απ’ την πολιτική δεν υπάρχει». Είχε δίκιο, με αυτά που βρήκα αργότερα στα αρχεία. 
– Τι ψηφίζετε; Κ.Κ.Ε. Η μητέρα μου, μου είχε πει στο μεταξύ, δυο τρεις φορές, «πρέπει να γίνεις μέλος στο κόμμα», αλλά εγώ δεν ήθελα με τίποτα. Απλώς το ψήφιζα. 
– Πάντα Κ.Κ.Ε. ψηφίζατε; Πάντα. 
– Επειδή το θέλατε ή επειδή το υποστήριζαν οι γονείς σας; Επειδή ήταν το κόμμα του Νίκου Ζαχαριάδη!