Με αφορμή τον Προμηθέα, ο σπουδαίος πρωταγωνιστής μιλάει για το διαχρονικό μήνυμα του Αισχύλου, τη μεθοδολογία της δουλειάς του και τον τρόπο που βλέπει το θέατρο και τον κόσμο.
Παρά το γεγονός ότι πέρσι ο Προμηθέας του Θεάτρου Πορεία και του ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης παρουσιάστηκε σε Επίδαυρο, Ηρώδειο και περιόδευσε σε όλη την Ελλάδα ενθουσιάζοντας το κοινό, οι συντελεστές ένιωσαν ότι δεν είχε κάνει τον κύκλο του. Ευτυχώς, γιατί έτσι θα έχουν την ευκαιρία να τον δουν και οι θεατές της Κύπρου, στο Κούριο. Παρά το γεγονός ότι παίζει τον ρόλο για δεύτερη χρονιά, ο Γιάννης Στάνκογλου δεν μπορεί να κρύψει τον ενθουσιασμό του γι’ αυτή τη μεγάλη θεατρική πρόκληση. Αυτό ήταν διάχυτο καθ’ όλη τη διάρκεια της συνάντησης που είχαμε στην ήσυχη αυλή μιας καφετερίας επί της οδού Αγίων Αναργύρων στου Ψυρρή.
– Μπορεί ένας ηθοποιός ν’ ανταπεξέλθει σ’ έναν ρόλο τέτοιου βεληνεκούς αν δεν είναι ταγμένος; Όλα τα κλασικά κείμενα απαιτούν υπευθυνότητα και αφοσίωση. Χρειάζεται καλή προεργασία, σωματική και ψυχική εγρήγορση, ξεκούραση, εξάσκηση.
– Πώς προέκυψε αυτός ο ρόλος; Τον επιδίωξες; Ήταν το όνειρό μου εδώ και πολλά χρόνια. Είχα καταπιαστεί με τον Προμηθέα σ’ έναν δεκάλεπτο ρόλο όταν κάναμε τους «Επιγόνους» με την ομάδα του Τερζόπουλου, Άττις. Πάντα μ’ ενδιέφερε η ανθρωπιστική πτυχή αυτού του χαρακτήρα. Το κείμενο του Αισχύλου είναι βαθιά ουμανιστικό. Μπορεί να περιγράφει μια σύγκρουση μεταξύ θεών, αλλά μιλά καθαρά για τον άνθρωπο και πώς πρέπει να πορευτεί αν θέλει να φτιάξει μια καλύτερη ζωή. Πήγα και βρήκα τον Άρη Μπινιάρη για να του το προτείνω. Δεν είχε τύχει να δω σκηνοθετική δουλειά του, αλλά είχα ακούσει τα καλύτερα. Προέκυψε μια ωραία συνεργασία. Χαίρομαι για το αποτέλεσμα, φαίνεται ότι άρεσε στο κοινό κι έτσι βρίσκομαι για δεύτερη χρονιά μ’ αυτό το έργο.
– Πώς θα περιέγραφες την προσέγγιση του Άρη Μπινιάρη; Είναι μια απαιτητική παράσταση, αφού ο Άρης δουλεύει πάντα στα κόκκινα. Είναι εξουθενωτικό, τόσο για μένα όσο και για τον Χορό, αλλά το απολαμβάνω. Ως Προμηθέας είμαι ανεβασμένος και δεμένος σε μια κολώνα με εμβαδόν κίνησης ενός τετραγωνικού. Είναι ένας εξ ορισμού στατικός ρόλος, αλλά την ίδια στιγμή είναι τόσο τρομερή η ενέργεια στον λόγο, που σε συνδυασμό με τη μουσική που έγραψε ο Φώτης Σιώτας προκύπτει ένα αποτέλεσμα που μοιάζει με θρίλερ. Κάναμε έναν πιο «πανκ» Προμηθέα. Στον Άρη αρέσει να δουλεύει με τη μουσική και τον ρυθμό, αλλά την ίδια στιγμή ο λόγος δεν «πνίγεται» μέσα στο δρώμενο. Η πρότασή του βασίζεται στη ρυθμολογία, οπότε δεν μπορείς να ξεφύγεις πολύ. Έτσι προτιμώ εγώ την ανάγνωση της αρχαίας τραγωδίας, γιατί εντέλει τα τεκταινόμενα καθίστανται πιο απλά και κατανοητά για τους θεατές.
– Δεν προτιμάς τις πιο κλασικότροπες προσεγγίσεις; Όχι σώνει και καλά. Μ’ ενδιαφέρει το κλασικότροπο, αλλά την ίδια στιγμή να μιλάει στο σήμερα. Δεν μπορώ ν’ ακούω στόμφο και να βλέπω χιτώνες, όπως γινόταν κάποια στιγμή παλιότερα. Από την άλλη όμως δεν μπορώ να προσπερνώ ερμηνείες όπως αυτή του Κατράκη, που την άκουσα σε ηχογράφηση και με στοίχειωσε. Δεν ξεριζώνω το φυτό για να φυτέψω ένα καινούριο. Ποτίζω και φροντίζω το παλιό κι από εκεί και πέρα προσπαθώ να συνομιλήσω με την εποχή μου. Μεγαλύτερο πρόβλημα από το κλασικότροπο είναι κάποιες πρωτοποριακές με το στανιό προτάσεις, που εστιάζουν περισσότερο στο φαίνεσθαι. Ευτυχώς, αυτό το φαινόμενο έχει κάπως αραιώσει, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το αρχαίο δράμα.
– Το ανθρώπινο γένος φάνηκε αντάξιο του δώρου του Προμηθέα; Με τον τρόπο που πορεύεται η ανθρωπότητα αιώνες τώρα, ναι μεν μπορεί μερικά πράγματα να έχουν γίνει λίγο πιο ανθρώπινα, αλλά η αδυναμία μας να χαλιναγωγήσουμε την αδηφάγα φύση μας οδηγεί στην καταστροφή του περιβάλλοντος και μας αναδεικνύει ως τον κατεξοχήν εχθρό του πλανήτη. Ο Προμηθέας χάρισε στον άνθρωπο τη φωτιά κι εκείνος τη χρησιμοποιεί για να μαγειρεύει το φαγητό του και να ζεσταίνεται, αλλά την ίδια στιγμή καίει, σκοτώνει, καταστρέφει. Και δεν φαίνεται να μαθαίνει, δυστυχώς.
– Αν ο Αισχύλος μάς «προειδοποιούσε» πριν από 2500 χρόνια κι ακόμη δεν βάλαμε μυαλό, μήπως αυτό σημαίνει ότι δεν θα βάλουμε ποτέ; Αν μελετούσαμε όπως πρέπει τους αρχαίους μας κι αν δίναμε τη βαρύτητα που έπρεπε, ειδικά οι άρχοντες, ίσως ο κόσμος να ήταν λίγο διαφορετικός. Η ουσία κι ο στόχος του ανθρώπου είναι κάποια στιγμή ν’ αλλάξει, να κάνει το επόμενο βήμα και να εξελιχθεί. Γιατί παλεύουμε στη ζωή; Δεν επιζητούμε έναν κόσμο καλύτερο για μας και τα παιδιά μας; Θέλω να είμαι αισιόδοξος, αν κι όσο μελετάς τέτοια έργα γίνεσαι πράγματι πιο κυνικός. Συνειδητοποιείς ότι υπάρχει μια ακλόνητη νομοτέλεια στον κόσμο. Εγώ, όμως, δεν το δέχομαι. Είμαι πιο κοντά στην ουσία του Προμηθέα παρά σ’ αυτή του Κράτους και της Βίας.
– Η πάλη του Προμηθέα, όπως τον παρουσιάζει ο Αισχύλος, είναι η πάλη του ανθρώπου για την πρόοδο και τον πολιτισμό; Ο Προμηθέας συμβολίζει τον αγώνα του ανθρώπου που θέλει να πορευτεί με το καινούριο αλλά πάνω σε με μια ουσιαστική βάση και μια υγιή πορεία. Χωρίς να κατακαίει, χωρίς να βλάπτει, με γνώμονα το καλό. Βλέπουμε όμως συχνά ανθρώπους που κινητοποιούνται από το καλό να περνούν τελικά στην αντίπερα όχθη, πελαγοδρομώντας μέσα στις ίδιες τους τις προθέσεις.
– Ο άνθρωπος ξεκινά με γνώμονα το καλό; Κατά βάση, ναι. Από το αποτέλεσμα όμως προκύπτει ότι πολλοί λίγοι είναι αυτοί που διατηρούν σταθερή τη ρότα τους. Είναι το πλέγμα των σχέσεων, των προθέσεων και των συμφερόντων τέτοιο που κάποια στιγμή οι πλείστοι παρεκκλίνουν. Αυτό φαίνεται πιο έντονα στο πολιτικό προσκήνιο όπου οι άνθρωποι που μας διοικούν κάποια στιγμή εκτρέπονται, με αποτέλεσμα μαζί με τα βήματα της προόδου να προκύπτουν και πολλά πισωγυρίσματα. Είναι επίσης και το χρήμα που εξουσιάζει και διαφθείρει. Το χρήμα είναι κάτι ψεύτικο, ένα μάτσο παλιόχαρτα. Κάποιοι επιζητούν τον έλεγχό του κι οι υπόλοιποι τρέχουμε πίσω από την ουρά μας, σαν τα σκυλιά, για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε.
– Θα μπορούσε κανείς να συνδέσει την εικόνα του σιδηροδέσμιου Προμηθέα με την ασφυκτική συνθήκη του εγκλεισμου; Αυτή η σύνδεση ήταν πιο έντονη πέρσι που πρωτοανεβάσαμε τον Προμηθέα. Δεν έγινε συνειδητά, προκύπτει από το ίδιο το έργο. Ήταν φοβερή συγκυρία, έβλεπες τον αιώνιο λόγο του Αισχύλου να «χτυπάει κέντρο». Τώρα, όμως, παρά το ότι μιλάμε για την ίδια ακριβώς παράσταση με τους ίδιους ανθρώπους, έχει ήδη μετατοπιστεί λιγάκι. Εξακολουθούμε να βιώνουμε κάποιες παρενέργειες της καραντίνας, όλοι λίγο- πολύ επηρεαστήκαμε ψυχολογικά, υπαρξιακά, σωματικά, οικονομικά. Δεν είναι κάτι που έχουμε ξεχάσει, οπότε δεν απαγορεύονται οι συνειρμοί. Ωστόσο, φέτος έχουν ήδη προκύψει άλλα ζητήματα που απασχολούν τον κόσμο κι εμάς. Μαίνεται ένας μεγάλος πόλεμος, υπάρχει περισσότερη ανέχεια, υπάρχει ακρίβεια. Το ίδιο το έργο θίγει νέα ζητήματα, «δανείζεται» απ’ αυτό που μας καίει σήμερα. Έτσι είναι το θέατρο και ειδικά τα διαχρονικά έργα.
– Πόσο «αισχυλικός» ηθοποιός αισθάνεσαι; Ο Αισχύλος είναι ο αγαπημένος μου από τους αρχαίους τραγωδούς. Με συγκινεί πολύ γιατί έχει κάτι ευθύ και καθαρό στον λόγο του. Είναι πιο αρχετυπικοί οι χαρακτήρες του. Φέρνει τους θεούς κάτω, τους παρουσιάζει με τρόπο ουσιαστικό. Σε όλα του τα έργα, τον αισθάνομαι πιο κοντά στον πραγματικό άνθρωπο. Στο παρόν στάδιο, με ιντριγκάρει να τον εξερευνήσω. Όταν βρίσκεις και μια εξαιρετική μετάφραση, όπως αυτή του Γιώργου Μπλάνα, βυθίζεσαι σ’ έναν κόσμο πυκνό και πεμπτουσιακό, σε ωθεί να αναζητείς συνεχώς πράγματα. Αυτός είναι ο τρόπος που θέλω να κάνω τη δουλειά μου.
– Ο τρόπος δουλειάς δεν αλλάζει ανάλογα με τον σκηνοθέτη; Βέβαια αλλάζει, αλλά υπάρχει και μια συγκεκριμένη και σταθερή διεργασία, όπως η ανάλυση του κειμένου κι όσων έχουν γραφτεί γι’ αυτό, η αναζήτηση στα βάθη του εαυτού. Από εκεί και πέρα, κάθε σκηνοθέτης έχει τον δικό του τρόπο προσέγγισης και το δικό του όραμα. Εμένα μ’ αρέσει αυτό, γιατί μου δίνει τη δυνατότητα να πλάθομαι διαφορετικά. Μ’ αρέσει να μεταμορφώνομαι, γιατί αλλιώς βαριέμαι. Θέλω να συνεργάζομαι με ανθρώπους που ξέρουν από θέατρο, με θεατρόφατσες, για να με πάνε ένα σκαλοπάτι πιο πάνω. Mπορώ να πω ότι αισθάνομαι τυχερός για όσα έχω κάνει στην αρχαία ελληνική τραγωδία, για τους ανθρώπους με τους οποίους έλαχε να συνεργαστώ.
– Γιατί σου αρέσει η μεταμόρφωση; Ένας από τους λόγους για τους οποίους κάνω αυτή τη δουλειά είναι ότι μπαίνω στη διαδικασία να μεταμορφώνομαι. Μ’ έχει βοηθήσει πολύ ο κινηματογράφος, διότι εκεί είναι πιο εύκολο να μεταμορφωθείς. Προσπαθώ να μην είμαι ο ίδιος.
– «Χόρτασες» ρόλους ή υπάρχουν κι άλλοι που θέλεις διακαώς να παίξεις; Υπάρχουν πολλοί. Θέλω να κάνω τον Οιδίποδα. Κάποια στιγμή θα γίνει. Και Αριστοφάνη θέλω να κάνω, που δεν έκανα ποτέ. Από εκεί και πέρα υπάρχουν πολλά έργα που με ιντριγκάρουν. Για Άμλετ, μάλλον έχω μεγαλώσει λίγο. Αλλά Μάκβεθ, Κοριολανό, Βασιλιά Ληρ, θα ήθελα πολύ να παίξω. Στο εγγύς μέλλον υπάρχει μια άλλη μεγάλη πρόκληση, ένας από τους πιο φοβερούς χαρακτήρες της παγκόσμιας λογοτεχνίας: ο Ζορμπάς του Καζαντζάκη. Ανεβάζουμε το βιβλίο «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» σε σκηνοθεσία του Γιάννη Κακλέα και διασκευή του ίδιου και του Γεράσιμου Ευαγγελάτου. Θ’ ανέβει τον Οκτώβριο στη σκηνή του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος».
– Πόσο κοντά στον Ζορμπά αισθάνεσαι; Νιώθω και λίγο Ζορμπάς. Αρκετά συχνά αποζητώ την ελευθερία και επιθυμώ να είμαι ο εαυτός μου με κάθε κόστος. Ο Καζαντζάκης παρουσιάζει έναν χαρακτήρα σχεδόν νιτσεϊκό. Βέβαια, στην εποχή μας δεν είναι τόσο εύκολο να πεις «είμαι ο εαυτός μου κι είμαι ελεύθερος». Αυτό είναι ένας λόγος παραπάνω για να κάνουμε αυτό το έργο σήμερα. Βλέπεις ότι σιγά- σιγά γινόμαστε πιο συντηρητικοί, πιο κλειστοί, πιο πολιτικά ορθοί, προσέχουμε τι λέμε, τι κάνουμε. Δεν ανοιγόμαστε. Δεν είμαστε ο εαυτός μας κι έχουμε χάσει και το χιούμορ μας. Αυτή η «επιδημία» πολιτικής ορθότητας ίσως είναι ένας από τους λόγους που δεν ανεβαίνει τόσο συχνά ο Αριστοφάνης τον τελευταίο καιρό. Όμως, ο πρώτος που μίλησε για πραγματική ελευθερία και θυσιάστηκε γι’ αυτή ήταν ο Προμηθέας. Και μάλιστα όχι για τη δική του ελευθερία, αλλά των άλλων.
– Πόσο βάζεις από τον εαυτό σου όταν υποδύεσαι έναν ρόλο; Δεν γίνεται αλλιώς. Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τον εαυτό σου. Απλά τον τοποθετείς στο επίκεντρο μιας διαδικασίας και στη συνέχεια προσθέτεις στοιχεία ψάχνοντας και μελετώντας. Από εκεί και πέρα, έρχεται κι ο σκηνοθέτης να σε καθοδηγήσει προς την κατεύθυνση που θέλει.
– Πολύς κόσμος νομίζει ότι ο ηθοποιός κάθε φορά «αλλάζει το δέρμα του»… Όχι, όχι. Το δέρμα δεν αλλάζει, τα κόκαλα είναι τα ίδια, όπως κι η σάρκα. Από εκεί και πέρα, ακολουθώ τη συμβουλή του αείμνηστου Νίκου Παναγιωτόπουλου: «είναι σημαντικό να μην παίζεις τον Στάνκογλου». Προσπαθώ, λοιπόν, να μην είμαι ο Στάνκογλου. Είμαι πάντα εγώ, αλλά κάθε ρόλος έχει κάποια διακριτά χαρακτηριστικά για να διαφέρει από τον προηγούμενο. Αλλιώς μιλά ο Ρεμπό, αλλιώς περπατά ο Καλλιγούλας, αλλιώς κοιτάζει ο Ετεοκλής. Προσπαθώ να μπαίνω στα παπούτσια του ρόλου κι όχι να βάζω τον ρόλο στα δικά μου παπούτσια. Απαιτεί κόπο, όμως, αυτή είναι η δουλειά μου.
– «Κουβαλάς» τους ρόλους μαζί σου; Σίγουρα με επηρεάζουν κατά τη διάρκεια των προβών και των παραστάσεων. Αλλά, μόλις τελειώνω με μια παράσταση ο «σκληρός δίσκος» κατευθείαν αδειάζει. Έπειτα από 2-3 εβδομάδες δεν θυμάμαι σχεδόν ούτε μια φράση. Οπωσδήποτε, υποσυνείδητα κάτι μένει και κάποια στιγμή ίσως βγει στην επιφάνεια. Αλλά εφόσον καλούμαι να πηγαίνω από τον ένα χαρακτήρα στον άλλο, δεν υπάρχει άλλος τρόπος από το άδειασμα. Αν τα κρατούσα όλα αυτά που έπαιξα, τώρα θα είχα σκάσει, θα είχα πάθει υπερφόρτωση.
– Αξίζει να θυσιάζει κανείς ό,τι πολυτιμότερο έχει για τα μεγάλα ιδανικά; Πιστεύω πως ναι, αλλά δεν ξέρω αν θα το έκανα. Μεγαλώνοντας χάνεις την άγνοια κινδύνου, γίνεσαι πιο εσωστρεφής και νομίζεις ότι είσαι πιο σοφός και συνειδητοποιημένος. Όμως, νομίζω ότι η αλήθεια κι η πραγματική ελευθερία είναι πάντα έξω στον δρόμο, στα χέρια των νέων παιδιών που θέλουν ν’ αλλάξουν τα πράγματα, όπως θέλαμε κάποτε κι εμείς. Δώσαμε τις μάχες μας, κάτι καταφέραμε, κάτι δεν καταφέραμε, κάπου κερδίσαμε, κάπου χάσαμε. Δεν πεθάναμε. Τώρα προσπαθώ να μεταδώσω στα παιδιά μου την ανεκτικότητα στο διαφορετικό, τη σημασία να παλεύουν για το δίκαιο του άλλου, για την αλήθεια. Και να μη φοβούνται ν’ αρθρώσουν λόγο και άποψη.
– Την αγάπη για την τέχνη; Αυτή δεν χρειάζεται να τη μεταδώσω, προκύπτει φυσιολογικά. Η Φοίβη είναι 13 χρονών και ο Φίλιππος 8. Αυτό τον καιρό είδα τη Φοίβη να παίζει τη Μήδεια στην Πλατεία Κουμουνδούρου με μια εφηβική ομάδα κοριτσιών 10-13 χρονών, σε μια παράσταση που σκηνοθέτησε η μητέρα της. Μπορώ να πω ότι με σόκαρε. Δεν περίμενα να δω από τώρα άρθρωση, να δω αλήθεια, να δω δυναμική. Φαίνεται ότι κάτι έχει. Παίζει από μικρή βιολοντσέλο, μαθαίνει επίσης πιάνο και ταμπουρά, έχει μεγαλώσει μέσα στα θέατρα, έχει δει ό,τι παράσταση έχω παίξει εγώ ή έχει σκηνοθετήσει η μαμά της, έχει ταξιδέψει σε περιοδείες, έχει παρακολουθήσει πολύ θέατρο, παιδικό και όχι μόνο, όπως φυσικά κι ο αδερφός της.
– Εσύ σε ποια ηλικία ανέβηκες για πρώτη φορά στη σκηνή; Ήμουν 11-12 ετών όταν ανεβάσαμε στην Ευρωκυψέλη το έργο του Γιάννη Ξανθούλη «Ανέβα στη στέγη να φάμε το σύννεφο». Μετά όμως δεν μου άρεσε, έκοψα κάθε σχέση μέχρι που μπήκα στη δραματική σχολή. Δεν ήθελα να γίνω ηθοποιός. Ήθελα να μπω απλά και μόνο επειδή γούσταρα όσα άκουγα ότι μαθαίνουν στις δραματικές σχολές. Στη σχολή έπαιξα έναν στρατιώτη σε μια παράσταση στο Ηρώδειο και τότε μπήκε το μικρόβιο και βρήκα τον προορισμό μου.
INFO: Ο Προμηθέας Δεσμώτης του Θέατρο Πορεία και του ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης παρουσιάζεται στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος στις 22 & 23 Ιουλίου στις 9μ.μ. στο Αρχαίο Θέατρο Κουρίου, 7000 2414
Ελεύθερα, 17.7.2022