Η πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ελληνικών Συλλόγων Ουκρανίας (με 94 μεγάλους και μικρότερους συλλόγους υπό την ευθύνη της, σε 22 περιφέρειες της Ουκρανίας), Αλεξάνδρα Προτσένκο-Πιτσατζή, η «μάνα του ελληνισμού της Ουκρανίας», όπως την αποκαλούν, και εμβληματική μορφή της ομογένειας, μιλάει στα «Ελεύθερα», στην πρώτη της συνέντευξη σε έντυπο μετά από όσα τραγικά έζησε, λόγω του πολέμου, στην κατεστραμμένη πια γη της.
Είχαμε συναντηθεί για πρώτη φορά πριν από πέντε χρόνια, στο γραφείο της, στην Μαριούπολη, στα πλαίσια ενός ρεπορτάζ-οδοιπορικού για τον ελληνισμό της Μαριούπολης, του διασκορπισμένου στα 48 χωριά της ευρύτερης περιοχής γύρω από το αστικό κέντρο, ανατολικά και νότια της Ουκρανίας (μόνο στην περιφέρεια του Ντόνετσκ ζούσαν 77,5 χιλιάδες Έλληνες ομογενείς, πριν από την εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου 2022). Για 35 συνεχή χρόνια η δυναμική, ευρύτερα αποδεκτή από όλους και αποτελεσματική, Αλεξάνδρα Προτσένκο-Πιτσατζή, γέννημα θρέμμα της Μαριούπολης, ήταν η γυναίκα που είχε αδιάκοπα αποκλειστικό της μέλημα την επιβίωση του ελληνισμού στην Ουκρανία, την διάδοση της πολιτιστικής και ιστορικής του ρίζας και στις νεότερες γενιές -που ήδη μιλούσαν τα ρουμέικα, τα οποία μάθαιναν, μεταξύ άλλων μαθημάτων, στα ελληνικά σχολεία που η ομογένεια, με μεγάλο κόπο, και με την συμβολή μεγάλων Ελλήνων ευεργετών, δημιούργησε- ζητώντας επίμονα από τις κυβερνήσεις και από οικονομικούς παράγοντες το αυτονόητο: Την εθνική ενσυναίσθηση. Το πρώτο τηλεφώνημα που είχα κάνει, θυμάμαι, αφότου είχε ξεκινήσει η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ήταν προς εκείνην – βρισκόταν ήδη σε καταφύγιο, μου είχε μιλήσει ψιθυριστά και μου ζήτησε να την καλέσω «όταν περάσει το κακό». Αλλά «το κακό» δεν περνούσε. Και, για αρκετές μέρες μετά, το κινητό της ήταν κλειστό. Μέχρι τον Μάιο που ξαναμιλήσαμε – βρισκόταν πια, καταβεβλημένη, στην Θεσσαλονίκη, κοντά στην κόρη της και στα εγγόνια της. «Σου χρωστάω μια συνέντευξη», μου είχε πει. «Και θα γίνει!». Μιλήσαμε, τελικά, έπειτα από πολλές εβδομάδες, το μεσημέρι της Τετάρτης – σε μια κουβέντα με έντονη συναισθηματική και συγκινησιακή φόρτιση· για όλα όσα χάθηκαν, αλλά «θα ξαναδημιουργηθούν».
«Καθημερινά, μιλάω στο τηλέφωνο με τους συγγενείς μου, με τους φίλους μου, με τους συνεργάτες μου που έχουν παραμείνει στην Ουκρανία, για να μαθαίνω πώς είναι η κατάσταση – είναι άνθρωποι που δεν κατάφεραν να φύγουν και να αφήσουν τα σπίτια τους, πολλοί από αυτούς ηλικιωμένοι. Διαπιστώνω δε τις τελευταίες μέρες ότι η Ρωσία προσπαθεί να δείξει στους κατοίκους, αλλά και στον έξω κόσμο, πως η Μαριούπολη “ζωντανεύει” και πάλι, οργανώνοντας γιορτές και καλώντας στην πόλη μουσικά συγκροτήματα από τη Ρωσία – αυτό έγινε και τώρα, για τον εορτασμό της ημέρας των μεταλλουργών, όπως την ονομάζουμε εμείς, που διοργανώνεται κάθε χρόνο στα μέσα Ιουλίου. Κι είναι τραγικό αυτοί οι οποίοι κατέστρεψαν την πόλη, να διοργανώνουν πανηγύρια, μπροστά από βομβαρδισμένα κτήρια, μπροστά από το αίμα, μπροστά από ανθρώπους που είναι πρόχειρα θαμμένοι σε αυλές, γιατί δεν μπόρεσαν ακόμη οι συγγενείς των νεκρών να τους πάνε στα νεκροταφεία και τους έχουν θαμμένους πρόχειρα μπροστά από τα σπίτια τους. Στην πόλη υπάρχουν ήδη πολλές μπουλντόζες. Και μαζί με τα σκουπίδια οι υπάλληλοι βγάζουν και τους ανθρώπους και τους πετάνε έξω από την πόλη – μήπως και στεγνώσει το αίμα των νεκρών μας, να μην “θυμίζει” το τι έγινε. Αλλά κανείς δεν ξεχνά!».
«Στα λέω και με πιάνουν τα κλάματα… Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος ήμουνα σε ένα υπόγειο μαζί με άλλα τριάντα περίπου άτομα για είκοσι μέρες. Το νερό ήταν πάγος – τον σπάγαμε και τον ζεσταίναμε κάπως για να ζεσταθούμε, γιατί η θερμοκρασία ήταν υπό το μηδέν. Τρώγαμε λίγα μακαρόνια. Μόνο. Έχω ακόμη στ’ αφτιά μου τα βουητά των αεροπλάνων μετά, στα καταφύγια, εκείνους τους μεγάλους κρότους… Εγώ δεν μπορούσα να βγω από εκεί μέσα, οι άλλοι πότε πότε έβγαιναν, κοίταγαν γύρω και μας έλεγαν «ρίχνουν σφαίρες», «ρίχνουν βόμβες». Πλέον, δεν μπορώ πια να ακούω τον ήχο των αεροπλάνων, τρέμω, χτυπάει η καρδιά μου, φοβάμαι πολύ. Κι έλεγα, θυμάμαι τότε: “Τώρα θα πεθάνουμε, τώρα μας χτυπάνε, τώρα τελειώνουμε!”. Δόξα τω Θεώ όμως, ζήσαμε. Κάποιες θαρραλέες γυναίκες, ωστόσο, έβγαιναν συχνά στην επιφάνεια, πήγαιναν στα γύρω οικόπεδα, έπαιρναν τους νεκρούς και τους έθαβαν όπως όπως στις αυλές, για να μην τους πετάξουν στα σκουπίδια. Και μετά έμπαιναν πάλι στο καταφύγιο. Λέγοντάς μας τι αντίκρισαν. Τελικά, στις 17 Μαρτίου με τράβηξαν και με πήγαν σε ένα αυτοκίνητο για να βγούμε από την πόλη. Δεν κοιτούσα γύρω μου. Ψάχναμε και μία άλλη γυναίκα που έμενε σε μια πολυκατοικία. Πλησιάζοντας εκεί, ανέβασα το κεφάλι μου στο παράθυρο του αυτοκινήτου και είδα στην αυλή μπροστά μας έναν διαμελισμένο άνθρωπο – αλλού το κεφάλι του, αλλού τα πόδια του, αλλού τα χέρια του. Παντού αίματα. Αυτό δεν θα το ξεχάσω όσο ζω! Έβαλα ξανά το κεφάλι μου κάτω και με έπιασαν τα κλάματα. Έξω από την πόλη, μας σταμάτησαν οι Ρώσοι. Έψαχναν για συνεργάτες του Τάγματος του Αζόφ. Έβαλαν τους άνδρες -τον οδηγό και τον συνοδηγό- και ξεντύθηκαν. Έμειναν μόνο με τα εσώρουχά τους. Εγώ ήμουν σοκαρισμένη. Μετά μας άφησαν, μεταφερθήκαμε έξω από την πόλη, σε ένα χωριό -όπου υπήρχε, επιτέλους, ρεύμα, και μπόρεσα να φορτίσω το κινητό μου έπειτα από πολλές μέρες- και αμέσως πήρα τηλέφωνο την κόρη μου και μετά τον πρέσβη μας για να τον ενημερώσω για την κατάσταση και να ζητήσω βοήθεια για όλους τους Έλληνες που είχαν απομείνει στην Μαριούπολη και στα χωριά. Το σπίτι μου, όπως και πολλών άλλων ανθρώπων που ζούσαμε στην Μαριούπολη, καταστράφηκε, δεν υπάρχει πια – αλλά ας σώζονταν οι άνθρωποι! Μετά από μεγάλες διαδρομές αργότερα, ενδιάμεσα των βομβαρδισμών στα χωριά από όπου περνούσαμε, αφού κάναμε διαδρομή και με το τρένο προς την δυτική Ουκρανία, μέσω της Ρουμανίας, έφτασα τελικά στην Ελλάδα. Αμέσως με πήγαν στο νοσοκομείο. Είμαι και 73 χρόνων πια, η υγεία μου δεν είναι καλή. Έγινε μια μικρή επέμβαση, πέρασα από πολλούς γιατρούς, πήρα και ηρεμιστικά γιατί δεν ήμουν καθόλου καλά με αυτά που αντίκρυσα, και τώρα είμαι κάπως καλύτερα. Γι’ αυτό και μιλάμε. Σκέψου πως για τόσους μήνες δεν κοιμόμουνα καθόλου. Μόνο έκλεινα για λίγο τα μάτια μου, αλλά ύπνος δεν μ’ έπιανε. Κοιμήθηκα πρώτη φορά κανονικά μέσα στο νοσοκομείο, στη Θεσσαλονίκη – ίσως, γιατί ένιωθα πια ασφαλής».
– Τι σας λείπει σήμερα πιο πολύ από την Μαριούπολη; Η ζωή που είχαμε πριν τον πόλεμο. Ήταν όλα τόσο ωραία, τόσο όμορφα… Μια μεγάλη ευρωπαϊκή πόλη, με 500 χιλιάδες κατοίκους, με πολιτισμό, με θέατρα, μουσεία, με ανεκτικότητα σε όλους τους ανθρώπους -Ουκρανούς και μη- με το κτήριο της Ομοσπονδίας μας, με το ελληνικό Ιατρικό κέντρο που χτίστηκε με την βοήθεια του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού, με τα ελληνικά σχολεία μας και τις εκδηλώσεις μας. Πολλοί συγγενείς μου είναι ακόμη εκεί, όπως ο αδελφός μου. Τώρα κάνουν προπαγάνδα, τους λένε ότι «ήρθε η Ρωσία και θα ζήσετε καλά», ότι «η Μαριούπολη θα γίνει καλύτερη», αλλά δεν είναι έτσι. Οι στρατιώτες είναι χιλιάδες εκεί, τους βλέπουν κάθε μέρα οι κάτοικοι, κι αυτό δεν είναι «κανονικό», δεν είναι ειρήνη.
– Να υποθέσω πως το μεγάλο αρχείο που είχατε στην Ομοσπονδία, τα βιβλία-κειμήλια, ακόμη και το ιστορικό διάταγμα της Μεγάλης Αικατερίνης, έχουν πλέον χαθεί; Αυτά με πονάνε πολύ… Γιατί είναι ο Πολιτισμός μας που άντεξε πολλά χρόνια. Κάποια που ψηφιοποιήσαμε υπάρχουν, άλλα δεν γνωρίζω αν υπάρχουν όλα και πού βρίσκονται. Ελπίζω να τα σεβάστηκαν, να μην τα κατέστρεψαν. Λένε πως κάποια από τα αρχεία μας τα έχουν κλέψει, λόγω της σπανιότητάς τους – ελπίζω να τα επιστρέψουν κάποτε.
– Τι σας λένε οι άνθρωποι που έχουν μείνει πια στην ευρύτερη περιοχή της Μαριούπολης, στα χωριά; Πολύ λίγοι έφυγαν από τα χωριά. Αυτό που διαπιστώνω είναι ότι έγινε διάσπαση – τώρα που δεν πυροβολούν κάθε μέρα οι Ρώσοι, που είναι κάπως ήσυχα, ξεκίνησαν οι υποσχέσεις. Άλλοι σωπάσανε, κι άλλοι φοβούνται. Γύρω γύρω είναι οι Ρώσοι, άλλωστε… Ήδη εμείς χάσαμε τα περισσότερα από τα 80 σχολεία που δίδασκαν την ελληνική γλώσσα, και δεν ξέρουμε τι θα γίνει στο μέλλον. Φοβάμαι μην χαθεί αυτό που χτίσαμε τουβλάκι τουβλάκι, με τόσο κόπο, διασφαλίζοντας τα δικαιώματά μας ως ομογένεια.
– Θέλετε να επιστρέψετε στην Μαριούπολη; Οπωσδήποτε! Το ρωτάς; Μόλις ελευθερώσουν την Μαριούπολη, ακόμη και τώρα που το σπίτι μου έχει καταστραφεί, εγώ θα γυρίσω! Και θα τα φτιάξουμε όλα από την αρχή! Ξανά! Δεν γίνεται να μην γυρίσω στην Μαριούπολη! Εκεί έδωσα τα καλύτερά μου χρόνια, ολόψυχα, για την ομογένεια, για να ενωθούμε ως Έλληνες κάτω από μία «στέγη». Αυτή η πόλη είναι ο ομφάλιος λώρος που με συνδέει με τη ζωή. Δεν γίνεται να κοπεί!
– Δώστε μου μια ωραία εικόνα που σας έρχεται στο μυαλό, όταν σκέφτεστε την Μαριούπολη… Έχω «μπροστά» μου τις γιορτές μας, τις εκδηλώσεις μας όπου μαζευόμασταν 10-15 χιλιάδες Έλληνες, τα συγκροτήματά μας, τις παρελάσεις μας, τις συναυλίες μας, τις γυναίκες που μαγείρευαν ελληνικά φαγητά και κερνούσαν τον κόσμο… Είναι τόσα πολλά…
– Φοβάστε μήπως οι άνθρωποι αρχίσουν πια να «συνηθίζουν» τον πόλεμο και να μην ασχολούνται με την Ουκρανία και το γίνεται εκεί; Να μην σοκάρονται και να γίνουν όλα αυτά για τον πλανήτη «καθημερινότητα»; Αυτό θα ήταν το χειρότερο! Γιατί οι πόλεμοι δεν είναι κάτι το «κανονικό» για να γίνει ρουτίνα. Μας έμεινε μόνο η ελπίδα…
– Τι σκέφτεστε τώρα, καθώς μου τα λέτε όλα αυτά; Θα σας φανεί παράξενο, αλλά μου λείπουν οι νεκροί μου. Το γεγονός ότι δεν μπορώ να περάσω από το νεκροταφείο και να τους ανάψω το καντήλι. Γιατί δεν ξέρω καν αν υπάρχει το νεκροταφείο μετά τους βομβαρδισμούς – δεν ρώτησα, για να μην πονέσω περισσότερο. Όμως, λέω πως αφού ο Θεός με άφησε ζωντανή, πρέπει να δουλέψω, να γυρίσω πίσω, και να τα καταφέρω πάλι από την αρχή. Όπως μπορώ. Όταν πατήσω ξανά τα πόδια μου στην Μαριούπολη θα κοιτάξω τον ουρανό και θα πω: «Εγώ έκανα το καθήκον μου και γύρισα στη γη μας. Ας γίνει τώρα το θαύμα!».
Κεντρική φωτο: Η Αλεξάνδρα Προτσένκο-Πιτσατζή κρατώντας στα χέρια της την εφημερίδα των Ελλήνων της Ουκρανίας.
Ελεύθερα, 24.7.2022.