Η Κύπρια πρωταγωνίστρια ανυπομονεί να ερμηνεύσει την Ελένη του Ευριπίδη στο Κούριο, το οποίο έχει συνδέσει με τις ωραιότερες παιδικές της αναμνήσεις.
Με τη χάρη της πρωταγωνίστριας και την προσήνεια μιας αφοσιωμένης εργάτριας του θεάτρου, ετοιμάζεται να πάει τον Αύγουστο στην Επίδαυρο. Προηγουμένως, όμως, θα επιστρέψει πανηγυρικά ως Ωραία Ελένη στη γενέτειρά της και το Αρχαίο Θέατρο Κουρίου, στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος. Ευκαιρίας δοθείσης, η Έμιλυ Κολιανδρή αναπολεί τα παιδικά της χρόνια στη Λεμεσό, αναφέρεται σε όσα διαμόρφωσαν την καλλιτεχνική της διαδρομή, μιλά για όσα την κρατούν στην Αθήνα, αναλύει την καλλιτεχνική της συνάντηση στο ΚΘΒΕ με τον σκηνοθέτη Βασίλη Παπαβασιλείου και εκμυστηρεύεται τι είναι αυτό που πάντα θα την εξιτάρει στο θέατρο.
– Ποιες σκέψεις έκανες πέρσι όταν πληροφορήθηκες ότι θα ματαιωνόταν η παράσταση στην Επίδαυρο; Ήταν μεγάλη η απογοήτευση. Είχα ξαναπαίξει τρεις φορές, αλλά αυτή θα ήταν η πρώτη σε τέτοιο ρόλο. Ήμασταν ολόκληρη την εβδομάδα εκεί, κάναμε όλες τις πρόβες και τις προετοιμασίες, τελειώσαμε και τη γενική πρόβα. Είχαν έρθει οι γονείς μου από την Κύπρο να με δουν. Και τη μέρα της πρεμιέρας, βγήκε η ανακοίνωση ότι αναβάλλεται λόγω των πυρκαγιών… Καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα έχω την ευκαιρία φέτος. Όπως και τη χαρά να παίξω στο Κούριο.
– Θα είναι ιδιαίτερες για σένα οι παραστάσεις στο Κούριο; Όταν ήμουν μικρή, το Κούριο λειτουργούσε για μένα όπως λειτουργεί εδώ στην Ελλάδα για ένα παιδί η Επίδαυρος. Είναι ένα από τα ωραιότερα αρχαία αμφιθέατρα στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, με υπέροχη θέα. Όσοι συνάδελφοι από την Ελλάδα έπαιξαν στο Κούριο, ξετρελάθηκαν. Είναι το τοπίο, οι φυσικοί ήχοι στους οποίους μαγεύεσαι αν αφεθείς.
– Νοσταλγείς καθόλου την Κύπρο; Τη νοσταλγώ πολύ και σκέφτομαι την οικογένειά μου. Τώρα που μεγαλώνουν οι γονείς μου και τα πράγματα δυσκολεύουν, νιώθω ότι θα ήθελα να πηγαίνω πιο συχνά. Από τα 18 που έφυγα, πηγαίνω μια φορά τον χρόνο. Έχω αφήσει ανθρώπους πίσω. Γι’ αυτό χαίρομαι που φέτος θα συμβεί αυτό με την Ελένη στο Κούριο. Είμαι και λίγο… σκράπας με τα σόσιαλ και θα ήταν μια ευκαιρία να έρθουν παλιοί φίλοι, συμμαθητές και καθηγητές να δουν την παράσταση.
– Πώς θυμάσαι τα πρώτα χρόνια της ζωής σου στο νησί; Πέρασα ευχάριστα και ανέμελα παιδικά χρόνια. Μέναμε στη Λεμεσό, σε μια περιοχή που απείχε πέντε λεπτά από τη θάλασσα με το ποδήλατο. Τα καλοκαίρια, από το δημοτικό ακόμα, έφευγα το πρωί, πήγαινα για μπάνιο και επέστρεφα το βράδυ. Ο μόνος όρος που έθεταν οι γονείς μου ήταν να είμαι σπίτι όταν νυχτώσει. Φέρω βαρέως το γεγονός ότι τα δικά μου παιδιά δεν το ζουν αυτό. Ο γιος μου είναι ήδη δέκα χρονών κι η κόρη μου επτά. Λατρεύουν την Κύπρο και το απολαμβάνουν κάθε χρόνο που πηγαίνουμε. Κυρίως λόγω της θάλασσας. Εδώ στην Αθήνα, για να πάμε για μπάνιο πρέπει να κάνουμε ολόκληρο ταξίδι. Έτσι, το αποφεύγουμε. Δεν διανοούμαι ότι θα φάω δύο ώρες να πάω μέσα στην κίνηση και θα ψάχνω και για ξαπλώστρες.
– Τα παιδιά σου παρακολουθούν θέατρο; Δεν τρελαίνονται. Δεν είναι από εκείνα που τους αρέσει να ξημεροβραδιάζονται στα καμαρίνια και μαγεύονται από το κλίμα και τον χώρο. Καμιά φορά που τους παίρνω στην πρόβα, όταν δεν έχω πού να τους αφήσω, πλήττουν θανάσιμα. Αυτό μ’ αρέσει, κατά κάποιον τρόπο. Δεν είναι απαραίτητο ν’ ακολουθήσεις τον καλλιτεχνικό δρόμο επειδή προέρχονται οι γονείς σου από ανάλογο περιβάλλον. Συχνά, τα παιδιά των ηθοποιών που γίνονται ηθοποιοί έχουν κι έναν επιπλέον βραχνά: να βγουν από τη σκιά των γονιών τους, να γίνουν αυτόφωτα. Είναι που είναι αυτή η δουλειά δύσκολη, έχεις κι αυτό το βάρος. Για ποιο λόγο; Τα δικά μας ας γίνουν κάτι άλλο. Εμείς πάλι δίπλα τους θα είμαστε.
– Πώς φαντάζει η ιδέα μιας μόνιμης επιστροφής στην Κύπρο κάποια στιγμή; Να επιστρέψω μόνιμα, δεν θα το έκανα. Αν και καθώς μεγαλώνω κι έχοντας αποκτήσει παιδιά, ενίοτε λέω: «τι ωραία που θα ήταν στην Κύπρο, πόσο πιο εύκολα θα γινόντουσαν κάποια πράγματα». Στην Ελλάδα είναι όλα πιο σύνθετα κι αυτό με κουράζει. Έχεις μια δουλειά με την εφορία και παιδεύεσαι για μήνες. Μεγαλώνοντας, θα με κουράζει ακόμη περισσότερο. Όμως, τώρα πια έχω κάνει εδώ την οικογένειά μου κι εννοώ και τους φίλους μου, τον κύκλο μου. Βέβαια, ποτέ μη λες ποτέ.
– Ήταν εξαρχής υποστηρικτικοί οι γονείς σου στην απόφαση να γίνεις ηθοποιός; Είμαι ευγνώμων στους γονείς μου. Είχαν αφουγκραστεί αυτή μου την ανάγκη. Όντας φιλόλογοι και διευθυντές σε σχολεία, λάτρευαν το θέατρο και μας πήγαιναν συχνά σε παραστάσεις- όχι μόνο παιδικές. Θυμάμαι αυτές που έφερνε ο ΘΟΚ στη Λεμεσό. Είχαμε στο σπίτι μια μεγάλη βιβλιοθήκη με θεατρικά έργα και τα διάβαζα από μικρή κι ας μην καταλάβαινα και πολλά. Καθόμουν το μεσημέρι και τα ‘παιζα μόνη μου. Μ’ άρεσε να κάνω διάφορες φωνές, ν’ αλλάζω ρόλους. Αλλά δεν είχα στο μυαλό ότι πρόκειται για μια κανονική δουλειά που θα μπορούσα να κάνω. Περισσότερο ήταν ένα παιχνίδι.
– Πότε προέκυψε ως επαγγελματική προοπτική; Στο Λύκειο μπήκα στη θεατρική ομάδα. Σε μια παράσταση για τους Σχολικούς Αγώνες Θεάτρου ανέλαβα τον ρόλο της Φαύστας. Σκέφτηκα ότι θα βοηθούσε να κάνω μερικά μαθήματα υποκριτικής. Επέλεξα την Αννίτα Σαντοριναίου. Από μικρή, όποτε την έβλεπα στο θέατρο έμενα με το στόμα ανοιχτό. Έπαιρνα λοιπόν το ταξί της γραμμής- ήταν εκείνα τα μεγάλα με τις πολλές πόρτες- και πήγαινα από Λεμεσό- Λευκωσία για να τη συναντήσω. Θυμάμαι ακόμη το καλλιτεχνικό περιβάλλον στο σπίτι της και πώς κατέβαινε τις σκάλες του σπιτιού με κάτι αέρινα φορέματα. Η γνωριμία μ’ αυτή τη γυναίκα ήταν καθοριστική. Όταν η σχολική παράσταση τελείωσε, δεν ήθελα να σταματήσω. Συνέχισα τα μαθήματα μαζί της και στη Γ’ Λυκείου. Ε, κάποια στιγμή με ρώτησε: «γιατί δεν δίνεις εξετάσεις για το Εθνικό;» Δεν πίστευα ότι είχα ελπίδες. Εξάλλου, ήμουν καλή μαθήτρια και προετοιμαζόμουν για τη νομική. Τελικά, έδωσα και στις Παγκύπριες, έδωσα και για τη δραματική σχολή. Όταν βγήκαν τ’ αποτελέσματα, η μαμά μου ήρθε ενθουσιασμένη στο κρεβάτι να μου πει ότι πέρασα στη νομική. «Ξύπνα με όταν έχεις νέα για τη δραματική» της απάντησα.
– Τη νομική την τελείωσες; Ξεκίνησα να φοιτώ ταυτόχρονα. Το πρωί έφτανα στη Σόλωνος, σ’ ένα απρόσωπο κτήριο γεμάτο παράγκες με κομματικές νεολαίες. Έμπαινες σ’ ένα χάος και στα αμφιθέατρα ήσουν ένας ανάμεσα στους εκατοντάδες. Αποτρόπαιο περιβάλλον για έναν άβγαλτο φοιτητή. Μετά, κατέβαινα στην Ομόνοια και πήγαινα στη δραματική σχολή του Εθνικού. Μόλις άνοιγα την πόρτα έμπαινα σ’ έναν άλλο κόσμο, σ’ έναν χώρο με μεγάλους ηθοποιούς όπως η Σκούντζου, η Βαλάκου, ο Τσακίρογλου, η Χατζηαργύρη και τόσοι άλλοι. Η σύγκριση ήταν άνιση. Στη νομική άντεξα ένα χρόνο με το ζόρι…
– Δεν σκέφτηκες ότι ενδεχομένως να σου εξασφάλιζε ένα πιο σταθερό μέλλον, επαγγελματικά και οικονομικά; Κι έπειτα; Η μοίρα μου, αν ποτέ κατάφερνα να τελειώσω τη νομική, θα ήταν να ετοιμάζω συμβόλαια. Μη νομίζεις. Κι η ζωή του δικηγόρου στις μέρες μας είναι σκληρή. Και βαρετή. Είχα δώσει για τη νομική, έχοντας στο μυαλό μια εξιδανικευμένη αντίληψη για τη δικηγορία. Πιο «θεατρική» και περιπετειώδη. Ότι θα μπαίνω στις αίθουσες και θα υπερασπίζομαι το δίκιο- όπως στις ταινίες…
– Πώς και δεν επέστρεψες στην Κύπρο μετά τις σπουδές; Μεγάλωσα στις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Ποτέ δεν ένιωσα ότι ενηλικιώνομαι σ’ έναν τόπο περιορισμένων επιλογών. Αυτό, εν μέρει, το ένιωσα αργότερα στην Αθήνα. Δεν ήθελα να ξαναγυρίσω, γιατί ένιωθα ότι εδώ που είμαι είχα περισσότερες επιλογές. Στην Κύπρο, μάλλον η πορεία μου θα ήταν προδιαγεγραμμένη. Έτσι είχαν τα πράγματα τουλάχιστον το 2000, που τελείωσα τη σχολή. Αντιλαμβάνομαι ότι αυτή την εποχή σημειώνεται άνθιση, υπάρχουν ομάδες, προοπτικές, παραγωγές. Επιστρέφουν οι Κύπριοι από τις σπουδές κι επίσης έρχονται και Ελλαδίτες ηθοποιοί που βρίσκουν μια καλύτερη βάση για να ζήσουν και να εργαστούν.
– Αποκλείεις το ενδεχόμενο επαγγελματικής συνεργασίας στην Κύπρο; Όχι, βέβαια. Όχι, πια. Εδώ πήγα στη Θεσσαλονίκη για το ΚΘΒΕ, κάτι που πριν από μερικά χρόνια φάνταζε αδιανόητο.
– Γιατί; Όταν πέρσι μου έκανε την πρόταση ο Βασίλης Παπαβασιλείου, η πρώτη απάντηση ήταν: «ευχαριστώ πολύ, είναι τιμητική, αλλά δυστυχώς είναι αδύνατο λόγω της οικογενειακής κατάστασης». Είναι περίπλοκο να είσαι γυναίκα ηθοποιός, με δύο μικρά παιδιά. Δύσκολη πίστα. Επιπλέον, ο σύζυγός μου βρισκόταν κι αυτός σε πρόβες και γυρίσματα. Το βράδυ, όμως, δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Να χάσω αυτή την ευκαιρία; Αυτό το δώρο; Σηκώθηκα το πρωί κι ευτυχώς ο σύζυγος είναι του χώρου κι έχει κατανόηση και κάπως έμεινε ο ίδιος πίσω. «Έχω πάει πολλές φορές Επίδαυρο» μου είπε «τώρα είναι η σειρά σου». Φέτος, που επανέρχεται η Ελένη, συμμετέχει στους Πέρσες του Καραντζά, αλλά πλέον δεν θα χρειαστεί να μετακομίσω. Θα ανέβω στη Θεσσαλονίκη μόνο για δύο εβδομάδες, θα στείλουμε και τα παιδιά κατασκήνωση. Κάπως θα βολευτούμε.
– Τελικά, η Θεσσαλονίκη σου άρεσε; Τη λάτρεψα. Ανυπομονώ να ξαναπάω. Πέρσι που έφυγα ήταν ακόμη η καραντίνα. Απ’ εκεί που ήμουν κλεισμένη για μήνες στο σπίτι, βρέθηκα ξαφνικά ν’ ασχολούμαι απερίσπαστη με την Ελένη. Μόνο εγώ και το σαρκίο μου! Παράλληλα, έκανα βόλτες στην παραλία, πήγαινα σε υπέροχα μέρη για φαγητό. Και το κυριότερο: γνώρισα αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο, τον Βασίλη Παπαβασιλείου, με τον οποίο νομίζω ότι αγαπηθήκαμε διά βίου κι ας μην είχαμε ξαναδουλέψει μαζί.
– Ποια γνώμη σχημάτισες για εκείνον από κοντά; Είναι ένας διανοούμενος και ταυτόχρονα άνθρωπος μοντέρνος, με φαντασία και σκέψη 30άρη. Πολύ τολμηρός, απενοχοποιημένος, ανοιχτός στο λάθος. Είναι μεγάλη υπόθεση στη δουλειά μας να μη θέλει ο σκηνοθέτης από την αρχή το σωστό. Δηλαδή, να είναι ελεύθερος και να σ’ αφήνει κι εσένα να κολυμπήσεις όπου θέλεις, μέχρι να καταλήξετε μαζί σ’ έναν δρόμο. Αυτό δεν το συναντάς εύκολα και κυρίως δεν το συναντάς σε μεγάλους και καταξιωμένους σκηνοθέτες, που είναι σαν τοτέμ.
– Σε ποιον δρόμο καταλήξατε για την Ελένη; Είναι μια μουσική παράσταση με ζωντανή ορχήστρα, η οποία κατέληξε σ’ ένα ωραίο πανηγύρι. Ήταν η πρώτη για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας μετά την καραντίνα κι ο Βασίλης ήθελε να είναι σαν γιορτή, μια διέξοδος προς τη χαρά. Έτσι κι έγινε. Ούτως ή άλλως, πρόκειται για ιλαροτραγωδία. Γι’ αυτόν, η Ωραία Ελένη είναι ένα κράμα γοητείας και αφέλειας. Να όμως που ο συνδυασμός αυτός κατάφερε να προκαλέσει κοσμοϊστορικά γεγονότα. Η αφέλεια πολλές φορές κρύβει μέσα της τη μεγαλύτερη σοφία.
– Προτιμάς την κωμωδία; Έχω μια ροπή προς την κωμωδία και φαίνεται ότι το αναγνώρισε και οδήγησε τα πράγματα προς ένα αποτέλεσμα όπου δεν καταλαβαίνεις αν γελάς ή κλαις. Πιστεύω ότι και στις μεγαλύτερες τραγωδίες υπάρχει μέσα κάτι τρομακτικά κωμικό. Όπως και στις μεγάλες κωμωδίες υπάρχει κάτι τρομακτικά τραγικό. Τουλάχιστον εμένα προσωπικά έτσι μου αρέσει η κωμωδία: όταν ενέχει την απελπισία, το απαρηγόρητο.
– Ποια εξήγηση δίνεις για την αισθητή μείωση αριστοφανικών παραγωγών εσχάτως; Ίσως είναι κάτι σαν «αγρανάπαυση». Τα τελευταία χρόνια γίνονται διαφορετικές αναγνώσεις στα έργα του αρχαίου δραματολογίου. Κι έτσι πρέπει. Είναι κλασικά επειδή θίγουν ερωτήματα που υπάρχουν μέχρι σήμερα. Ταυτόχρονα, όμως, απαιτούν και φρέσκια ματιά, ώστε να τεκμηριώσεις το τόλμημα να καταπιαστείς μαζί τους. Ειδικότερα, ο Αριστοφάνης είναι κάτι σαν χρονογράφος της εποχής του. Για να ξεκλειδώσεις τα έργα του χρειάζεται να γνωρίζεις κάποια πράγματα για το ιστορικό υπόβαθρο. Συνεπώς, η μεταφορά τους στην εποχή μας απαιτεί μεγαλύτερες παρεμβάσεις και προσαρμογές. Χρειάζεται περισσότερος μόχθος για ν’ αναδείξεις την ποιητικότητα του Αριστοφάνη. Στο κοινό δεν αρκεί πλέον μόνο να βλέπει φαλλούς και ν’ ακούει βωμολοχίες.
– Στο μάτι του θεατή αναζητείς την επιβεβαίωση ή την αναστάτωση; Είναι ωραίο να δημιουργείς στον άλλο ακραία συναισθήματα. Οπότε θα διαλέξω το δεύτερο. Θεωρώ ότι είναι ζητούμενο να καταφέρεις να αναστατώσεις – με την καλή έννοια- τον θεατή, με δεδομένο ότι γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να κερδίσεις την προσοχή του. Δηλαδή, να καταφέρεις να τον ξυπνήσεις, να τον μετακινήσεις, να τον βγάλεις από τη ζώνη άνεσης και για ένα δίωρο να ξεχάσει πού ήταν πριν, με ποιον τσακώθηκε, τι σκοτούρες έχει. Με άλλα λόγια, να τον πάρεις από το χέρι και να τον ταξιδέψεις. Αυτό επιζητώ να πετύχω με την Ελένη, ή τον περασμένο χειμώνα με την Αμαλία, όπως και μ’ οποιονδήποτε ρόλο. Αυτό επιζητώ και επί προσωπικού: να φεύγω από τον εαυτό μου. Μεγάλη υπόθεση. Αυτό είναι το θέατρο για μένα.
– Το έχεις πετύχει ποτέ; Είχα την ευλογία να συμμετέχω σε παραστάσεις που προκάλεσαν αυτή την αναστάτωση. Αυτή της Ελένης είναι τέτοια, γιατί μοιάζει βγαλμένη από την εποχή μας. Όπως λέει κι ο Βασίλης, δεν ζούμε πια στην εποχή των μεγάλων τραγωδών, έχουμε ηθοποιούς του καιρού τους. Δηλαδή, ηθοποιοιοί που μπορεί να μην έχουν το εκτόπισμα και την εμπειρία μιας Κονιόρδου ή μιας Καραμπέτη, αλλά μοιάζουν με ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Τέτοια με θεωρεί κι εμένα. Είναι ηθοποιοί πιο «γήινοι», που προκαλούν μεγαλύτερη ταύτιση και κατά συνέπεια μεγαλύτερη συγκίνηση. Οι ηθοποιοί που μοιάζουν άφθαστοι, ενίοτε δημιουργούν μια απόσταση που εμποδίζει τη σύνδεση με το δρώμενο. Δεν το λέω αυτό, φυσικά, για να μειώσω τα μεγέθη, τα οποία σέβομαι και θαυμάζω. Είναι η εποχή τέτοια. Πριν από 10 ή 20 χρόνια η Επίδαυρος ήταν άβατο. Έπρεπε η Ηλέκτρα να είναι 50 χρονών. Αυτό το στερεότυπο έχει σπάσει. Θα φας και τα μούτρα σου, δεν θα είναι όλες οι απόπειρες πετυχημένες, αλλά τουλάχιστον άνοιξε ο δρόμος.
– Γιατί δεν έχεις παίξει πολύ σινεμά; Ίσως να μην το επιδίωξα. Προτιμώ αυτό το θνησιγενές που χαρακτηρίζει το θέατρο, αυτή τη μαγεία της μοναδικότητας. Μ’ εξιτάρει η ιδέα ότι αυτός που θα δει την παράσταση στις 29 του μήνα κι αυτός που θα τη δει στις 30 θα έχουν μια διαφορετική εμπειρία, με τους εξωγενείς παράγοντες να παίζουν τον δικό τους ρόλο.
INFO Ελένη του Ευριπίδη του ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου, Διεθνές Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος, 29 & 30 Ιουλίου, Αρχαίο Θέατρο Κουρίου, Προσέλευση: 8μ.μ. 70002414 soldoutticketbox