Έναν χρόνο μετά τον θάνατο του κορυφαίου μουσουργού, που έφυγε απ’ τη ζωή στις 2 Σεπτεμβρίου 2021, η μοναχοκόρη του θυμάται, κρίνει, νοσταλγεί και μιλάει με την αλήθεια της.

– Πώς έχεις στο μυαλό σου σήμερα τον πατέρα σου; Με πολλή γλύκα! Όχι με στενοχώρια. Άλλωστε, μην ξεχνάς πως, επειδή βρίσκομαι συνεχώς μαζί με το έργο του πατέρα μου, με τα τραγούδια του, τη μουσική του, τις συναυλίες που πραγματοποιούμε, είναι σα να είμαι και μαζί του ασταμάτητα. Δεν νιώθω ότι ο πατέρας μου «έφυγε». Αυτό δε που επίσης θα ήθελα να γνωρίζει ο κόσμος, είναι πως ο πατέρας μου, με την οικογένειά του και τους δικούς του άνθρωπος, υπήρξε ένας άνθρωπος πολύ αγαπησιάρης. Θυμάμαι το χαμόγελό του, την αγάπη του, το νοιάξιμό του… Αυτό μένει από μένα: Μία συνεχής και απέραντη αγάπη και καλοσύνη. 

– Τις τελευταίες του μέρες τις θυμάσαι; Από τις 29 Ιουλίου του 2021 που ήταν τα γενέθλιά του και μετά, ζούσε μία τραγωδία, φρικτά· ήταν ανυπόφορη η ζωή του. Μας έλεγε «θέλω να πεθάνω, θέλω να πεθάνω!» – είχε θέματα με την καρδιά του, ενώ μάζευε συνεχώς και υγρό στα πνευμόνια του και πνιγόταν· κάθε δυο ώρες ερχόταν γιατρός στο σπίτι ώστε να του περάσει σωλήνα, να του τραβάει το υγρό για να μένει στη ζωή. Ήταν ένας φρικτός μήνας! Εκείνος παρακαλούσε να πεθάνει, ενώ εμείς δεν θέλαμε να πεθάνει ποτέ! Πονούσε πάρα πολύ… Ήταν μια πολύ κακή ανάμνηση η τελευταία περίοδος της ζωής του. 

– Διαισθανόταν τον θάνατό του προτού επιδεινωθεί η κατάσταση της υγείας του; Ήταν ήδη κατάκοιτος, κι έλεγε, εδώ και μήνες, πως «έρχεται ο θάνατος, δεν θα καλυτερεύσω», είχε πολλές δυσκολίες. 

– Ήταν συμφιλιωμένος, νομίζεις, πια με τον θάνατο; Δεν ήθελε να πεθάνει! Ήθελε να ζήσει! Και ζούσε. Αλλά ήταν στο κρεβάτι συνεχώς. Στο κρεβάτι άκουγε μουσική, στο κρεβάτι διάβαζε πάρα πολύ -είχε μάθει και το Facebook και χρησιμοποιούσε το messenger-, τα απογεύματα τον μετέφεραν στο σαλόνι και παρακολουθούσε τηλεόραση. Υπέφερε πολύ, βέβαια, ως προς το να κοιμηθεί, και φυσικά αισθανόταν τεράστια μοναξιά – είναι «φυλακή» να είσαι κατάκοιτος δέκα χρόνια. 

– Έγραφε κιόλας; Έγραφε τις δηλώσεις του. Γιατί δεν σταμάτησε ποτέ να είναι στρατευμένος, να συμβουλεύει και να προσπαθεί να αλλάξουν τα πράγματα. Αν και τους τελευταίους μήνες, δεν μπορούσε ούτε να γράψει. 

– Από τις συμβουλές που σου έδινε, τι κρατάς; Μου έλεγε πάντα: «Αισιοδοξία!». Γιατί ο μπαμπάς ήταν πολύ αισιόδοξος άνθρωπος. Από τη μία ήταν έτσι, κι από την άλλη «έπεφτε». Όμως αυτό που πάντα θα θυμάμαι από εκείνον ήταν αυτό το «αισιοδοξία και πάντα να κοιτάς μπροστά! Να κοιτάς ψηλά!». Και μου έδειχνε με το δάχτυλό του προς τα πάνω… Η έγνοια του, που την μετέφερε και σ’ εμένα, ήταν να μην σταματά ποτέ κανείς να αγωνίζεται, να προσπαθεί. «Μην τα βάζεις κάτω!», μου έλεγε. 

– Μετά τον θάνατό του, όταν πια έφυγε αυτός ο πυλώνας από τη ζωή σου, υπήρξαν άνθρωποι που άλλαξαν στάση απέναντί σου; Έχω πολλούς φίλους, οικογένεια, συγγενείς – με αυτούς είμαι πάντοτε μαζί. Αυτό δεν έχει αλλάξει. Αυτό που υπάρχει, ωστόσο, είναι μία τεράστια συνωμοσία σε σχέση με τον πατέρα μου κι εμένα. Τώρα πια το λέω: Προσπαθούν να με κάνουν πέρα. Αλλά τι να κάνουμε; Εγώ δουλεύω για εκείνον μια ζωή, για το έργο του, για την προώθηση της πνευματικής του κληρονομιάς. Υπάρχει, όμως, μια περίεργη αντιμετώπιση και υποτιμητική, μπορώ να σου πω. Αυτά και τα ξέρω και τα βλέπω και τα νιώθω. Υπάρχει αυτό: Να με κάνουν στην άκρη!

– Κάνοντας την αυτοκριτική σου, μήπως δεν χειρίστηκες κι εσύ σωστά κάποια πράγματα; Αυτό που κάνω για τον πατέρα μου, το κάνω μια ζωή! Δεν άλλαξε ποτέ κάτι σε σχέση μ’ αυτό. Από νεαρή ηλικία. Υπάρχει φθόνος. Αυτό μου έλεγε πάντα: «Μαργαρίτα, σε ζηλεύουν, σε φθονούν και να προσέχεις!». Και μου ζήταγε και «συγνώμη» πολλές φορές. Τότε, βέβαια, δεν καταλάβαινα γιατί!

– Γιατί σου ζητούσε «συγνώμη»; Για πολλά που έγιναν. Για πολλές υποχωρήσεις που έκανε. Γιατί ο πατέρας μου έκανε πολλές υποχωρήσεις σε σχέση με μένα. Για κάποιους, ήμουν ένας άνθρωπος που «έπρεπε να μπει στην άκρη». Ήθελαν να με παραγκωνίσουν. Κι αυτό το καταλάβαινε κι ο πατέρας μου. Κι αυτό το «συγνώμη» του σήμαινε ουσιαστικά πως με αδίκησε σε σχέση με κάποιους άλλους. ​

– Του ‘χεις παράπονο για τον τρόπο που χειρίστηκε κάποια θέματα; Έχω παράπονο γιατί όλα αυτά δεν τα συζήτησε με μένα, αλλά τα συζήτησε με τους ξένους. Γιατί, για μένα, όλοι αυτοί που διαχειρίστηκαν την διαθήκη και την κληρονομιά, είναι ξένοι. Και δεν τα συζήταγε με μένα αυτά! Θεωρώ πως δεν το έκανε από μόνος του. Αλλά, επειδή ήταν κατάκοιτος, του το επέβαλαν. Είναι όλα αυτά συνωμοσίες… Δεν μ’ ενδιαφέρει όμως, εγώ είμαι αισιόδοξη. Όλη αυτή η ιστορία είναι για σενάριο. Να βάζεις τον Θεοδωράκη να λέει στην κόρη του «συγνώμη» και μετά ν’ ανοίγεις μια διαθήκη -που δεν γνωρίζαμε ότι υπάρχει διαθήκη!- και να μας την ανακοινώνει το τρίτο πρόσωπο που όριζε τι θα γίνει με τον Θεοδωράκη, πού θα τον θάψουμε και ποιος θα τον θάψει κιόλας; Αυτό είναι το πιο αστείο. Σα να λέμε, εγώ είμαι η κόρη, αλλά αυτοί αποφασίζουν. Αυτά είναι μυθιστορηματικά. 

– Θα προτιμούσες, επομένως, να θαφτεί ο μπαμπάς στο Βραχάτι, αντί στην Κρήτη; Φυσικά! Θα ήθελα να είναι κοντά μου για δύο χρόνια, να πλένει κάποιος τον τάφο του και να τον καθαρίζει, και μετά να μεταφερθεί όπου ήθελε – όπως κάνουν, δηλαδή, οι περισσότεροι, από όσους μένουν μακριά. Αυτά, όμως, τα κανονίζει η οικογένεια! Δεν τα κανονίζει ο χ ψ τρίτος. Ότι τι; Ο Θεοδωράκης φοβόταν τα παιδιά του; Όλα αυτά είναι φτιαχτά από τρίτους. Γιατί ο τάφος του γονιού ανήκει στα παιδιά. Τους τάφους τους φτιάχνουν τα παιδιά για να πηγαίνουν στον γονιό τους, να του μιλάνε, να του βάζουν λουλούδια, να του τραγουδάνε. 

– Ανθρώπινα μιλώντας, μετά τον θάνατο του μπαμπά σου πληγώθηκες από εκείνον, λόγω της διαθήκης και όλων αυτών που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας; Φυσικά και πληγώθηκα! Εκτέθηκα. Εκτέθηκα ως άνθρωπος, ως Μαργαρίτα, όχι ως «κόρη του Θεοδωράκη». Δεν υπήρξε προστασία. Αλλά αυτό είναι δικό μου θέμα… Δεν πειράζει. Εγώ θα είμαι πάντοτε ένας αισιόδοξος άνθρωπος – κι όσο ζήσω έτσι θα είμαι. 

– Από εδώ κι έπειτα, πώς θα συνεχίσεις το έργο του πατέρα σου; Αυτό που θέλω είναι να ακούγονται τα τραγούδια του πατέρα μου! Η μουσική του Θεοδωράκη κάνει καλό στην υγεία των ανθρώπων, όπως αναφέρω συχνά. Και το λέω με καμάρι αυτό! Βλέπω και την αντίδραση του κόσμου στις συναυλίες… Ο Θεοδωράκης είναι μεγαλειώδης δημιουργός, δεν είναι τυχαίος. 

– Σε σχέση με την οικονομική σου κατάσταση, επειδή κι αυτό το θέμα είχε έρθει στη δημοσιότητα, να υποθέσω πως -λόγω των συναυλιών που ξεκίνησαν και πάλι να πραγματοποιούνται- είσαι καλύτερα πια; Δυστυχώς, είναι τρομακτικά δύσκολα τα πράγματα. Κάναμε τίποτα φέτος το Χειμώνα; Τίποτα. Με είκοσι συναυλίες το χρόνο, δεν μπορείς να ζήσεις. Ζούμε δύσκολα. Δυστυχώς! Και, βέβαια, δεν υπάρχει καμία βοήθεια από την πολιτεία για τις εκδηλώσεις που κάνουμε, από μεγάλα Ιδρύματα κ.λπ. Όλα λειτουργούν με κλίκες. Άμα ανήκεις σε κάποια κλίκα, τα βολεύεις. Εμείς, λοιπόν, δεν ανήκουμε στις κλίκες τους κι ούτε το θελήσαμε ποτέ. Γιατί αυτό επιθυμούσε κι ο πατέρας μου!

xatzigeorgiou@yahoo.com

Ελεύθερα, 4.9.2022.