Ο εξέχων κιθαρίστας, προικισμένος ενορχηστρωτής και στενός συνεργάτης του Μίκη Θεοδωράκη μιλά για όσα διαμόρφωσαν το καλλιτεχνικό του ύφος και την προσωπικότητά του.

Πρώτο του «κοινό» ήταν οι μουσικοί της λαϊκής ορχήστρας του Μίκη Θεοδωράκη όταν σε ηλικία επτά ετών τους έπαιξε το «Δόξα τω Θεώ», καθισμένος στο πιάνο του Γιάννη Διδίλη. Ο Δημήτρης Παπαγγελίδης είναι γιος του σταθερού συνεργάτη του Μίκη Θεοδωράκη, Βαγγέλη Παπαγγελίδη και στη συνέχεια συνέδεσε κι ο ίδιος την πορεία του με τον κορυφαίο μουσουργό ως κιθαρίστας και ενορχηστρωτής, αλλά κι ως πατέρας των εγγονών του, Μίκη, Άγγελου, Στέφανου και Αλέξανδρου. Ο ίδιος θεωρεί τον μεγάλο συνθέτη «πνευματικό πατέρα» και «εθνικό θησαυρό». Στενή είναι κι η σχέση του με την Κύπρο εδώ και τέσσερις δεκαετίες, μέσα από τη συμμετοχή του σε συναυλίες του Θεοδωράκη, του Λάγιου, του Τόκα κ.ά. Τα τελευταία επτά χρόνια ζει εν μέρει στο νησί, αφού συνέδεσε τη ζωή του με τη διακεκριμένη Κύπρια τσελίστρια Μαριλίζα Παπαδούρη. Την ερχόμενη Παρασκευή ο βιρτουόζος κιθαρίστας μοιράζεται τη σκηνή του Θεάτρου Ριάλτο με οκτώ σπουδαίους μουσικούς στη συναυλία- ύμνο στην κιθάρα «The Guitar project» και μ’ αυτή την αφορμή μάς δίνει την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε λίγο καλύτερα.

– Ποιo ήταν το έναυσμα για τη συγκεκριμένη συναυλία; Τον περασμένο Ιούνιο κάναμε μια συναυλία στο Θέατρο Ριάλτο αφιερωμένη στον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα με φωνή, κιθάρα και τσέλο. Όταν τελείωσε, ανέβηκε στη σκηνή η κυρία Γεωργία Ντέτσερ, μεταφέροντας την επιθυμία της να εμφανιστώ σύντομα και σόλο, μόνο μία κιθάρα στη σκηνή. Φυσικά, αποδέχτηκα αμέσως την πρόσκληση που με τιμά ιδιαίτερα και σκέφτηκα να μοιραστώ με το κοινό της Λεμεσού μια βραδιά με επίκεντρο την κλασική κιθάρα, χωρίς όμως να μονοπωλήσω τη σκηνή. Γι’ αυτό προσκάλεσα μερικούς αγαπημένους φίλους, κορυφαίους μουσικούς για να συμπράξουμε. Έτσι, η συναυλία θα καλύπτει ένα ευρύ φάσμα, από το κλασικό ρεπερτόριο της κιθάρας μέχρι την τζαζ. Όπως για παράδειγμα το κονσέρτο για κλασική κιθάρα, τζαζ πιάνο, κοντραμπάσο και κρουστά του Γάλλου πιανίστα και συνθέτη Κλοντ Μπολίνγκ που, απ’ όσο γνωρίζω, θα παιχτεί για πρώτη φορά ζωντανά στην Κύπρο -πιθανόν και στην Ελλάδα.

– Είχατε πατέρα τον μουσικό Ευάγγελο Παπαγγελίδη και πεθερό τον Μίκη Θεοδωράκη. Πόσο σάς καθόρισαν μουσικά και προσωπικά αυτές οι επιρροές; Καθόρισαν τόσο τη μουσική μου πορεία όσο και τη ζωή μου γενικώς. Ο πατέρας μου ήδη από τη δεκαετία του ’60, όταν εγώ ήμουνα παιδάκι, ήταν μόνιμος συνεργάτης του Μίκη Θεοδωράκη με τον οποίο έπαιζε σε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό και σε πολλές δισκογραφικές δουλειές. Οπότε πολλά από τα πρώτα μου ακούσματα ήταν μελωδίες του Μίκη Θεοδωράκη- τον οποίο πρωτογνώρισα όταν ήμουνα 5 χρόνων. Η πρώτη μου εντύπωση σ’ αυτή την ηλικία, σε συνδυασμό και με όσα άκουγα από τον πατέρα μου για εκείνον, ήταν η εικόνα ενός Θεού. Μερικά χρόνια αργότερα, σε ηλικία 19 χρόνων έγινα κι εγώ στενός συνεργάτης του Θεοδωράκη με τον οποίο μετά μας συνέδεσαν και οικογενειακοί δεσμοί, αφού με την κόρη του τη Μαργαρίτα δημιουργήσαμε οικογένεια με τέσσερις γιούς και συμβιώσαμε για περίπου 15 χρόνια.

– Κάποιοι από τους γιους σας ακολούθησαν επαγγελματικά το δρόμο της μουσικής. Σας πέρασε από το μυαλό να τους αποτρέψετε; Η βαριά σκιά του παππού τους, αλλά και του άλλου παππού και του πατέρα τους, πόσο τους ευνόησε και πόσο τους αποπροσανατόλισε; Με πολλή χαρά είμαι δίπλα τους κι εύχομαι να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Εννοείται ότι από μωρά πήραν τα ερεθίσματα μέσα από την οικογένεια τόσο από εμένα όσο κι από τους δύο παππούδες τους- τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Ευάγγελο Παπαγγελίδη. Θέλω να πιστεύω ότι η βαριά σκιά του παππού τους δεν θα τους επηρεάσει αρνητικά, αλλά αντιθέτως θα τους εμπνέει.

– Εσείς πώς θυμάστε τον Μίκη Θεοδωράκη από την προσωπική σας σχέση μαζί του; Μιλώντας για έναν τεράστιο Άνθρωπο και Δημιουργό αυτού του μεγέθους, με όλη τη σημασία των λέξεων, μοιάζει σαν να θέλει κανείς να εξερευνήσει τον Όλυμπο! Αισθάνομαι δέος και δυσκολεύομαι να περιγράψω αυτόν τον γίγαντα τον οποίο είχα την τύχη να ζήσω από πολύ κοντά. Πέρα απ’ όσα γνωρίζουν λίγο- πολύ όλοι για το έργο και τους αγώνες του για ελευθερία και δικαιοσύνη, μπορώ να πω ότι ήταν ένας καλός οικογενειάρχης και μας είχε πάντα όλους κάτω από τις φτερούγες του, προστατευμένους. Θυμάμαι άπειρες διηγήσεις του για τους αγώνες του- από το πώς ξεκίνησε σε πολύ μικρή ηλικία τα κατοχικά χρόνια με τους Γερμανούς μέχρι και τα τελευταία χρόνια της ζωής του που πάντοτε πρωτοστατούσε σ’ όλα τα τρέχοντα κοινωνικά και εθνικά θέματα σαν μεγάλος Έλληνας που ήταν.

– Ποια θα λέγατε ότι ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά του σε ανθρώπινο επίπεδο; Η απλότητά του, το χιούμορ του, η αισιοδοξία του, η ενέργειά του κι η αστείρευτη δίψα του για τη ζωή, τη μουσική αλλά και το ενδιαφέρον του για τόσους άλλους τομείς όπως τα μαθηματικά ή η αστρονομία. Επίσης, η έγνοια του για τις νεότερες γενιές, τα εγγόνια του κι όχι μόνο. Ήταν άνθρωπος της προσφοράς και πικραινόταν όταν οι προθέσεις του παρεξηγούνταν καμιά φορά ή γίνονταν αντικείμενο εκμετάλλευσης- κυρίως από πολιτικούς. Προσωπικά, είδα όλους ανεξαιρέτως τους επίδοξους πρωθυπουργούς της χώρας να παρελαύνουν από το σπίτι του προκειμένου να κερδίσουν την αποδοχή του πριν ανέλθουν στην εξουσία. Αυτό δείχνει πόσο οικουμενικός και ενωτικός ήταν ως προσωπικότητα. Επίσης, θυμάμαι στο σπίτι του τη Μελίνα Μερκούρη, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Φρανσουά Μιτεράν και άλλους πολλούς… Όσον αφορά στον τρόπο ζωής και δουλειάς του -είτε συνέθετε κάποιο μουσικό έργο, είτε συνέγραφε κάποιο από τα πολλά βιβλία του- ζούσε με αυστηρό πρόγραμμα και πειθαρχία σαν εργάτης της Τέχνης, απόλυτα αφοσιωμένος, αφιερωμένος και πιστός διαχρονικά στις ιδέες του και στις αρχές του. Για μένα, ο άνθρωπος αυτός υπήρξε και θα είναι για πάντα ο πνευματικός μου πατέρας και τον θεωρώ έναν εθνικό θησαυρό, όπως τον Παρθενώνα. 

– Τι σηματοδοτεί η απώλειά του; Η φυσική του απώλεια και απουσία είναι κάτι που μας στεναχωρεί βέβαια, αλλά από την άλλη μάς έχει αφήσει τέτοιο πλούτο που όποιος θέλει κι έχει την παιδεία, την καλλιέργεια και την αισθητική, μπορεί να τον έχει πάντα «κοντά» του, να εμπνέεται απ’ αυτόν και να εξελίσσεται μέσω αυτού.

– Γιατί μοιάζει να παρήλθε η εποχή των μεγάλων δημιουργών; «Μοιάζει» να παρήλθε. Πιστεύω ότι θα υπάρξει συνέχεια, η Τέχνη δεν τελειώνει ποτέ όσο η Γη κινείται.

– Ποιες συγκυρίες είναι απαραίτητες για να φέρουν έναν φέρελπι μουσικό στο υψηλό επίπεδο; Το έμφυτο ταλέντο, ο κατάλληλος δάσκαλος και, αν θέλει να σταδιοδρομήσει ως σολίστ, η πολλή και σωστή μελέτη. Προϋπόθεση επίσης για να πετύχει είναι να έχει και καλό χαρακτήρα ως άνθρωπος.

Είναι ευδιάκριτη η λάμψη του ταλέντου ή της αποφασιστικότητας στα μάτια ενός νέου μουσικού στις μέρες μας; Υπάρχουν πολλοί νέοι μουσικοί που είναι πολύ καλά καταρτισμένοι κι έχουν και τη φλόγα. Οι παλαιότερες γενιές μουσικών πρέπει ν’ αναδεικνύουν αυτά τα νέα ταλέντα. 

– Θυμάστε πώς ξεκινήσατε την κιθάρα δίπλα στον δάσκαλό σας, τον Ευάγγελο Ασημακόπουλο; Ήμουν 12 χρονών κι ήμασταν με τον πατέρα μου καθοδόν για το Εθνικό Ωδείο στην Αθήνα, όπου θα με έγραφε στην τάξη της κλασικής κιθάρας με δάσκαλο τον Δημήτρη Φάμπα. Όλως τυχαίως, συναντήσαμε στο δρόμο έναν πιανίστα συνάδελφο του πατέρα μου, τον Θεόδωρο Γραμματικόπουλο. Εκείνος του πρότεινε να με πάει στον Ευάγγελο Ασημακόπουλο. Ο Ασημακόπουλος ήταν της ίδιας «σχολής» με τον Φάμπα (Αντρέ Σεγκόβια) κι έμενε απέναντι από το σπίτι μας! Όταν πήγα στον Ασημακόπουλο, το ίδιο κιόλας απόγευμα μου έδωσε μια κιθάρα και μου είπε να του παίξω κάτι για να με ακούσει (εγώ από μόνος μου ήδη κάτι ψιλοέπαιζα). Ενθουσιάστηκε με τον ήχο μου και δέχτηκε αμέσως να με αναλάβει. Έτσι ξεκινήσαμε τα μαθήματα, ενώ παράλληλα γράφτηκα και στο Εθνικό Ωδείο για τα θεωρητικά.

– Τι χρωστάτε στον δάσκαλό σας; Ο άνθρωπος αυτός με ενέπνευσε όλα τα χρόνια που ακολούθησαν κι όσα μου μετέφερε για την τεχνική της κιθάρας και την ερμηνεία της μουσικής με καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό. Επίσης πολλά οφείλω και στην υπομονή και την επιμονή του να με προπονεί σαν να ήμουνα το πρώτο άλογο κούρσας, παρά τον αναρχικό και απείθαρχο χαρακτήρα μου. Σε σημείο που έφτανε ακόμη και να με κλειδώνει μόνο μου στο δικό του δωμάτιο μελέτης για να με αναγκάσει να κάτσω να μελετήσω. Οπότε, βγάλτε το συμπέρασμά σας για το τι του χρωστάω… 

– Γιατί διαλέξατε την κιθάρα; Τι είναι αυτό που έχει και δεν έχουν τα άλλα όργανα; Από μικρός έπιανα στα χέρια μου διάφορα μουσικά όργανα που υπήρχαν στο σπίτι μας, ξεκινώντας από ένα μαντολίνο, βιολί, φυσαρμόνικες που έπαιζε ο πατέρας μου. Κι έκανα ιδιαίτερα μαθηματικά στο σπίτι με τον Αριστείδη Μεταξά, αδελφό του φημισμένου μουσικού και Ωδειάρχη Μίμη Μεταξά (ακορντεόν) που ήταν και οικογενειακός μας φίλος. Ο ίδιος ο μαθηματικός μου, που ήταν ερασιτέχνης κιθαρίστας, έφερε μια φορά στο σπίτι μας μια κιθάρα. Αυτό ήταν! Μόλις έπιασα στα χέρια μου την κιθάρα με τις έξι χορδές μαγεύτηκα. Ένιωσα ότι βρήκα το δικό μου κανάλι έκφρασης και επικοινωνίας. Είναι ένα όργανο πολυφωνικό, ολοκληρωμένο και πολυδιάστατο μιας και μ’ αυτό μπορεί κανείς να ερμηνεύσει πολλά είδη μουσικής και συνθέσεις πολλών εποχών. Παράλληλα, μ’ επηρέασε πολύ και το κλασικό της ρεπερτόριο.

– Θυμάστε το πρώτο τραγούδι ή μουσικό κομμάτι που παίξατε ζωντανά μπροστά σε κοινό; Βασικά, το πρώτο μου «κοινό» ήταν οι μουσικοί της λαϊκής ορχήστρας του Μίκη Θεοδωράκη σ’ ένα διάλειμμα μιας πρόβας τους. Το πρώτο τραγούδι που έπαιξα μπροστά τους όταν ήμουν επτά χρονών ήταν το «Δόξα τω Θεώ» του Μίκη Θεοδωράκη και τους το έπαιξα καθήμενος στο πιάνο του μαέστρου της ορχήστρας, Γιάννη Διδίλη. Στην κιθάρα, το πρώτο κομμάτι που έπαιξα μπροστά σε κοινό, σε μαθητική συναυλία των μαθητών του Ευάγγελου Ασημακόπουλου, ήταν το «Feste Lariane» του Λουίτζι Μοτσάνι. Ήμουν 12μιση ετών.

– Υπήρξε κάποια στιγμή σ’ αυτή την πορεία τόσο δύσκολη που να σας πέρασε από το μυαλό η ιδέα να παρατήσετε τη μουσική; Δεν σκέφτηκα ποτέ κάτι τέτοιο. Ζω και αναπνέω με τη μουσική είτε ακούγοντάς την είτε παίζοντας σε καθημερινή βάση. Κατά κάποιον τρόπο, είναι το οξυγόνο μου. 

– Πόσο σας ελκύει σήμερα το κλασικό ρεπερτόριο; Το κλασικό ρεπερτόριο είναι πάντοτε ελκυστικό και ερμηνευτικά από γενιά σε γενιά. Βέβαια, υπάρχουν κάποιες εποχές που μουσικά μ’ ενδιαφέρουν περισσότερο από κάποιες άλλες. Ειδικά από το ρεπερτόριο της κιθάρας, νιώθω ότι μου ταιριάζουν περισσότερο συνθέτες όπως ο Αλμπένιθ, o Λάουρο, o Βίγια Λόμπος, o Γκρανάδος, o Μπάριος κ.ά.

– Ποια ήταν τα καθοριστικά «όχι» που διατυπώσατε κατά τη διάρκεια της πορείας σας; Το «όχι» είναι μια λέξη που δεν χρησιμοποιώ πολύ. Είμαι ανοιχτός σε όλους και σε όλα αρκεί να βλέπω μουσικό και καλλιτεχνικό λόγο ν’ ασχοληθώ. Παρόλ’ αυτά, ίσως έχω κάνει και κακές επιλογές που όμως δεν άφησα να μ’ επηρεάσουν ουσιαστικά. Η μουσική πάντα σου δείχνει τον δρόμο. 

– Εξακολουθείτε να απολαμβάνετε το ίδιο μια συναυλία; Πάντα απολαμβάνω όλες τις στιγμές μιας συναυλίας. Από την προετοιμασία, τη μελέτη, τις πρόβες κ.λπ. μέχρι και την ώρα που βρίσκομαι επί σκηνής. Το ζητούμενο για εμένα είναι πάντα η έκφραση των συναισθημάτων και η επικοινωνία με τους συναδέλφους και το κοινό. Και οι σφυγμοί στο 120! Αυτά όλα είναι για μένα συγκίνηση.

– Πόσο έχει εξελιχθεί η τεχνική της κιθάρας τις τελευταίες δεκαετίες; Έχει εξελιχθεί πάρα πολύ σε όλα τα είδη της: κλασική, ακουστική και ηλεκτρική. Αλλά βέβαια δεν αρκεί μόνο αυτό… Αυτό είναι το εύκολο μέρος. Με πολλή μελέτη επιτυγχάνεται. Το δύσκολο είναι να αισθάνεσαι την κάθε νότα. Να παίζεις με μουσικότητα και να μην πετάς τις νότες στον αέρα.

– Είναι επικίνδυνο να νιώσει κανείς ότι έχει κατακτήσει την τεχνική στην κιθάρα; Συμβαίνει, ενίοτε… Επιστρέφουμε στο θέμα «χαρακτήρας» που έχουμε προαναφέρει. Κάτι τέτοιο λειτουργεί μόνο αρνητικά, καταρχήν για τον ίδιο τον μουσικό. Ακόμη κι αν πρόκειται για πολύ γνωστό καλλιτέχνη.

– Πώς θα χαρακτηρίζατε τη διαχρονική σχέση σας με την Κύπρο; Ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 με κάποιες συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη, του Δημήτρη Λάγιου, του Μάριου Τόκα, του Αντώνη Καλογιάννη. Πολλές φορές είχαμε τότε συνεργαστεί και με τη χορωδία «Άρης» Λεμεσού με μαέστρο τον κύριο Μαρίνο Mιτέλλα. Εδώ δημιούργησα πολύ καλές φιλίες και με πονάει το ίδιο μ’ εσάς η τραγική ιστορία αυτού του νησιού από το 1974 κι έπειτα. Όπως όλοι οι Ελληνες θα ήθελα να δω το νησί ελεύθερο. Τα επόμενα χρόνια έχω επισκεφθεί την Κύπρο πολλές φορές για συναυλίες κι έχω συνεργαστεί με πολύ αξιόλογους μουσικούς και μουσικές ομάδες. Ωστόσο, πραγματικά βαθύτερα μπορώ να πω ότι γνωρίζω την Κύπρο την τελευταία επταετία, αφού η γυναίκα μου, η τσελίστρια Μαριλίζα Παπαδούρη, είναι λεμεσιανή κι έτσι βρισκόμαστε συχνά εδώ σ’ αυτό το πανέμορφο νησί όπου για μένα χτυπά η καρδιά του ελληνισμού.

  • INFO: «The Guitar Project», Παρασκευή 27 Μαΐου, Λεμεσός, Θέατρο Ριάλτο, 8.30μ.μ. 77777745