Με αφορμή την προβολή του βραβευμένου της ντοκιμαντέρ «Πικροδάφνες», για πρώτη φορά και στην Κύπρο, η γνωστή ακτιβίστρια και «θρύλος» της Τέχνης και του gay κινήματος, εξηγεί πώς είναι να είσαι ελεύθερος σε μια ανελεύθερη εποχή.
– Τι είναι οι «πικροδάφνες» – κυριολεκτικά και μεταφορικά; Οι πικροδάφνες είναι ένα φυτό όμορφο, ανθεκτικό, που το βάζουν στις λεωφόρους. Και λίγο τοξικό, αν το πειράξεις. Με αυτό το ντοκιμαντέρ ήθελα να καταγράψω μια εποχή της Αθήνας που πλέον δεν υπάρχει. Ένα βράδυ, ήμουνα βόλτα με το αυτοκίνητο και πήγα στα μέρη στα οποία δεν πηγαίνω εδώ και χρόνια: Πέρασα από την Αθηνάς, από την Συγγρού, από την Καβάλας, από την Ομόνοια· ερημιά, μια κατάσταση εντελώς διαφορετική από αυτήν που είχαμε ζήσει στο παρελθόν. Βλέποντας, λοιπόν, πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα μέσα σε μία μόνο πενταετία, «είδα» μια εποχή που χάθηκε. Και στεναχωρέθηκα. Γιατί όλο αυτό που είχα βιώσει είχε πια εξαφανιστεί.
– Γιατί στενοχωρέθηκες; Γιατί εκείνη η εποχή ήταν πολύ ερωτική… Η Αθηνάς, για παράδειγμα, ήταν ένα κέντρο πολύ ερωτικό το βράδυ και η Συγγρού ένας κατεξοχήν δυναμικός τόπος. Τώρα αυτά δεν υπάρχουν πια. Κι είπα «δεν είναι κρίμα όλα αυτά που έχουμε ζήσει εμείς, να μην καταγραφούν;». Σκέφτηκα να το δομήσω όλο αυτό, να μείνει στην ιστορία. Αναρωτήθηκα ποιες να πάρω μαζί μου· μού ήρθαν στο μυαλό η Μπέτυ Βακαλίδου και η Εύα Κουμαριανού – δύο διαφορετικές προσωπικότητες, με τις οποίες κινηθήκαμε για το ντοκιμαντέρ χωρίς σενάριο, με τις προσωπικές μας ιστορίες, ενώ λειτούργησε άψογα και η κινηματογραφική ομάδα που είχαμε μαζί μας· το είχαν σχεδιάσει τέλεια. Κρύβει νοσταλγία το ντοκιμαντέρ, έτσι όπως το παρακολούθησα κι η ίδια πια, αλλά καταγράφει και μια εποχή που την χαρακτηρίζει. Κι έτσι πήγαμε στα μέρη στα οποία πρωτοβγήκαμε, τα οποία οι νεότερες γενιές δεν θα τα ζήσουν ποτέ έτσι όπως ήταν κάποτε. Όταν λες, για παράδειγμα, σήμερα, στα νέα παιδιά πως «εμείς βγαίναμε έξω το βράδυ, μας αποθέωναν τα αγόρια και μας είχαν θεές», δεν μπορούν να το καταλάβουν.
– Τότε δεν υπήρχε ομοφοβία; Πάντα υπήρχε ο ρατσισμός, αλλά λειτουργούσε και η επιθυμία. Δεν υπήρχαν τότε τα «κουτάκια», όλες αυτές οι κατηγοριοποιήσεις που υπάρχουν σήμερα.
– Γιατί, νομίζεις, είναι αντιερωτική η εποχή μας; Γιατί είναι διαφορετικά τα πράγματα πια. Γιατί η επικοινωνία είναι αλλιώτικη – τότε έπρεπε να βγεις στο δρόμο για να διεκδικήσεις, να δεις, να διαλέξεις, να πέσουν ματιές· τώρα όλα γίνονται μέσα από το κινητό και στα social media. Ακόμα και το κράξιμο τότε, ήτανε φλερτ. Ενώ τώρα είναι ένα απλό κράξιμο. Αυτά τα εξηγεί και το ντοκιμαντέρ για το οποίο είμαι υπερήφανη, αφού περιλαμβάνει ουσιαστικά όλη την ιστορία της σεξουαλικότητας των Ελλήνων, τα τελευταία σαράντα χρόνια.
– Για τη ζωή σου είσαι περήφανη; Πολύ! Αλλά όχι με τοξικότητα. Είμαι περήφανη γιατί επέζησα, γιατί δημιούργησα, σε μια κοινωνία που σε ήθελε σκουπίδι! Μην ξεχνάς ότι έζησα και σε μία εποχή που ούτε καν οι gay δεν σε έβαζαν στο σπίτι τους, μην πουν κάτι στην πολυκατοικία. Έγινα 25 χρόνων για να μπω σε σπίτι φίλου – μην δούνε οι άλλοι ότι κυκλοφορούν με τρανς.
– Ο έρωτας έχει αλλάξει και σ’ εσένα πια; Εγώ έχω ψηθεί στους δρόμους, δεν μπορώ να προσαρμοστώ στη νέα κατάσταση, να φλερτάρω π.χ μέσα από το internet. Πλέον στο internet μία τρανς αντιμετωπίζεται σαν βίτσιο· κάτι που δεν ισχύει ούτε ίσχυε. Στους δρόμους, όμως, σε βλέπουν σαν άνθρωπο, πιάνουμε φιλίες – πέρα από την ερωτική ικανοποίηση. Έχουν μπερδευτεί και τα πράγματα πια, μ’ όλες αυτές τις ορολογίες…Ζούμε μια μεταβατική περίοδο πιστεύω, συνδυασμένη με την κρίση που υπάρχει -του κορωνοϊού και την οικονομική-, μία κρίση που αφορά και τους straight και τους gay. Είναι μια δύσκολη εποχή.
– Από τη ζωή σου τι έχεις καταλάβει; Φτάνοντας στην ηλικία που είμαι σήμερα, μπορώ να πω με έπαρση: «Πάολα, είσαι τυχερή!». Γιατί; Γιατί ανέτρεψα όλα τα στερεότυπα που είχαν οι άνθρωποι για τις τρανς, έβγαλα περιοδικό σε μικρή ηλικία -το «Κράξιμο», που θεωρείται πλέον κλασσικό- στο οποίο φιλοξένησα πολλούς σημαντικούς ανθρώπους της εποχής οι οποίοι μου έδιναν συνεντεύξεις, είχα πολιτικό λόγο, επηρέασα πράγματα, άλλαξα κόσμο. Και το συνειδητοποιώ τώρα. Δεν είχα βοήθεια από πουθενά, ποτέ μου, ήταν σκληρά τα πράγματα, αλλά βγήκα στο δρόμο και πάλεψα μόνη μου.
– Ο ρατσισμός ήταν δεδομένος τότε στη ζωή σου; Ναι. Αλλά αν μπεις σε αυτή τη λογική και θυματοποιηθείς, την πάτησες. Εγώ δεν υπήρξα ποτέ μου θύμα! Αυτό με έσωσε.
– Τι σε έκανε μη θύμα; Η ίδια η κοινωνία. Γιατί όταν κάνεις αυτή τη δουλειά από μικρή κι αλλάξεις, και πας στην αντίθετη μεριά, βλέπεις την υποκρισία τους, βλέπεις αυτούς που σε χαρακτηρίζουν έτσι να έρχονται το βράδυ εκεί που δουλεύεις. Αυτοί είναι οι δυστυχισμένοι, όχι εγώ. Τα ‘χω ζήσει, τα ξέρω πολύ καλά αυτά…Οι τρανς ξέρουμε τους άντρες όσο δεν τους ξέρει καμία γυναίκα.
– Θεωρείς ότι πάντα ζούσες σε μια κανονικότητα; Πάντα. Πάντα. Ποτέ μου δεν ένιωσα «περιθώριο»· πάντα ήμουνα η Πάολα – σταματούσαν τα αγόρια με τις γκόμενές τους επάνω στα μηχανάκια και μου φώναζαν: «Γεια σου, Πάολα!». Είχα μια έντονη παρουσία. Κι αυτό είναι κάτι που κέρδισα μόνη μου: Τον σεβασμό. Είναι προσωπική μου νίκη η αποδοχή· δεν μου έκαναν χάρη, τους έκανα χάρη – έμαθαν μέσα από εμένα. Δεν είχα ιδιαίτερα προβλήματα ποτέ. Είμαι ευλογημένη.
– Υπάρχουν άνθρωποι που σε φωνάζουν «Παύλο»; Κανείς.
– Ποια είναι σήμερα η οικογένειά σου; Δεν έχω αποκοπεί από τη μάνα μου ώστε να μην τη θεωρώ «οικογένειά» μου, αν και με τα αδέλφια μου δεν είχα ποτέ ιδιαίτερη επαφή. Θα έλεγα πως οικογένειά μου είναι ο γιος μου. Και μερικοί φίλοι – δυο τρεις, όχι πολλοί. Απ’ την άλλη, δεν ήμουν ποτέ ένας άνθρωπος που να βασίστηκε σε «οικογένειες»· το είχα ξεκαθαρίσει από την αρχή στη ζωή μου πως θα ‘μαι ένας άνθρωπος μόνος του. Εξού και δεν έκανα ποτέ μου μεγάλους δεσμούς. Δεν επένδυσα ποτέ μου σε σύντροφο. Μικρή χαζοερωτευόμουνα, αλλά μετά τα 26 μου χρόνια κόπηκαν αυτά.
– Απομυθοποιείται ο έρωτας; Όχι. Αλλά χορταίνεται. Όταν δεν έχεις απωθημένα.
– Ποιος είναι για σένα ο «ωραίος άντρας»; Εγώ είμαι λίγο Καβαφικιά και Παζολινικιά. Μ’ αρέσουν τα αγόρια, τα παραδοσιακά, τα straight, που γουστάρουνε την θηλυκότητά μου.
– Θα ήθελες να ήσουν κάτι άλλο; Ποτέ δεν μπήκα στη διαδικασία να το σκέφτω. Γιατί, αν μπεις σ’ αυτή τη διαδικασία, περνάς σε μια μιζέρια. Εγώ, όμως, αποφάσισα να μην ζήσω μίζερα. Κι αυτό το κατάλαβα όταν είχα γράψει τα πρώτα μου ποιήματα που εκδόθηκαν από την «Οδό Πανός»· ήταν μια εποχή με κουλτούρα, με Φασμπίντερ, με θάνατο. Κι είπα τότε «αυτό δεν θα το ξανακάνω». Ήθελα να περνάω καλά στη ζωή μου.
– Πώς είναι να σε εκτιμούν τόσο οι άνθρωποι της Τέχνης -σπουδαίοι καλλιτέχνες-, πολιτικοί, όσο και λαϊκά αγόρια, αναρχικοί, άλλες τρανς – ετερόκλητοι άνθρωποι μεταξύ τους; Αυτά δεν τα καταλάβαινα ποτέ μου. Όταν ήμουνα μικρή μιλούσα με τον Τσαρούχη, τον Χατζιδάκι, τη Μαλβίνα, φίλοι μου ήταν ο Χριστιανόπουλος, ο Ταχτσής – αν και το «Τρίτο Στεφάνι» το διάβασα αργά, στα 40 μου. Αλλά αυτά δεν τα εκτιμούσα τότε ως κάτι το «σημαντικό». Ή ως κάτι το «σπουδαίο». Αυτό που εκτιμούσα πιο πολύ απ’ όλα στη ζωή μου, ήταν η ελευθερία μου!
Info: Το ντοκιμαντέρ «Πικροδάφνες» θα προβληθεί, μέσα στα πλαίσια του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Λεμεσού, το Σάββατο 7/8, στις 22:30, στον Χαρουπόμυλο Λανίτη (εισιτήρια: τηλ. 99517910, www.soldoutticketbox.com).
xatzigeorgiou@yahoo.com
Φιλελεύθερα, 1.8.2021.