Στις 7 Απριλίου 2000 πέθανε ο Άκης Πάνου, σε ηλικία 67 ετών. Στις 7 Απριλίου 2009 αυτοκτόνησε ο δευτερότοκος γιος του, Στέφανος Πάνου, σε ηλικία 27 ετών.
Με τον Στέφανο Πάνου είχαμε γνωριστεί τον Δεκέμβριο του 2007, στο στενό που οδηγούσε από την Βίκτωρος Ουγκώ, όπου έμενε τότε, στην οδό Μάρνη, με κατεύθυνση προς την πλατεία Βάθη. Εκείνος καθόταν σε ένα παγκάκι με πλάτη στην Αχαρνών, μετρούσε κέρματα στις παλάμες του -κάτι δεν του ‘βγαινε στον υπολογισμό, κάτι που τον εκνεύριζε και τα πετούσε στο χώμα σαν «ξένο σώμα» της σάρκας του στον τρόπο που τού ‘χε μάθει ο πατέρας του να τους φέρεται-, φόραγε μία μπλε τσάντα στον ώμο, ελαφρώς αξύριστος, μάτια σκοτάδια, μέτωπο γκρίζο, βλέμμα μαύρο – όλα μαύρα. Οι χειρονομίες του είχαν κάτι από την λαϊκή ποίηση του μπαμπά του που απέδιδε βαθιά νοήματα με το πρόσχημα των στίχων που λέγονται από στόμα σε στόμα, αν και αναπαρήγαγαν πάντα μία φιλοσοφία ζωής που λειτουργούσε ξέχωρα από τους εμπόρους των σουξέ – σχεδόν μοναστηριακά και απόλυτα λεπτεπίλεπτα σαν σπάνιο εργόχειρο στα χέρια του μουσουργού. Ο Στέφανος Πάνου ήταν ένα ταλαιπωρημένο από όλες τις μεριές αγόρι.
«…Για μένα ο δρόμος είναι δρόμος
στον εαυτό σου έτσι λες,
τι πα να πει βρωμιά και τρόμος
κατήφορος και προσβολές.
Για σένα ο δρόμος είναι δρόμος
τι πα να πει είναι στραβός,
ποιο θα ‘ναι το φινάλε όμως
δεν το μαντεύεις ακριβώς…».
Ένα Σαββατόβραδο τον είχε αναγνωρίσει απ’ το πεζοδρόμιο η Ρουμάνα Άσια, ένας πολύ δικός μου άνθρωπος στη δουλειά, η οποία με είχε βοηθήσει σε ένα ρεπορτάζ για τις εκδιδόμενες γυναίκες του κέντρου· μου το ψιθύρισε σαν κάτι το συνωμοτικό αλλά και άγιο, εκτιμώντας κι εκείνη, όπως όλα τα πληγωμένα πουλιά των δρόμων, το έργο και την σπαρτιατική ιδιοσυγκρασία του μπαμπά του: «Ο γιος του Άκη Πάνου!». Πράγματι. Ο Στέφανος Πάνου ήταν στις κοκαλιασμένες γωνίες του προσώπου του ίδιος ο πατέρας του!
«…Άσ’ τον τρελό στην τρέλα του
και μη τον συνεφέρεις,
τι κρύβει μέσα το μυαλό
ενός τρελού δεν ξέρεις…».
Ακολούθησα ενστικτωδώς αυτό που μου είχε πει κάποτε ο ποιητής, Γιώργος Χρονάς: «Τρελός είναι ένας άνθρωπος ο οποίος διαφέρει από τους άλλους ανθρώπους που μιλούν για κάρτες τραπέζης, για ταξίδια, για την κόρη τους που παντρεύτηκε, για τα έπιπλα που θα πάρουν, για ένα σωρό πράγματα τα οποία εγώ θεωρώ ανύπαρκτα και γελοία. Τι κοινό μπορώ να έχω εγώ μ’ αυτούς τους ανθρώπους; Αυτοί με λυπούνται και εγώ τους παρατηρώ…». Έκτοτε, ήρθαμε κοντά τον Στέφανο Πάνου -του συστήθηκα ως «υπάλληλος γραφείου», μου συστήθηκε ως «ο φίλος της Άντζελας που τη βλέπεις εδώ, να την!»- ωραία η Άντζελα, πράγματι! Κανά δυο φορές, φάγαμε μαζί σουβλάκια στου «Λευτέρη» της οδού Σατωβριάνδου, «χανόταν», επανερχόταν, μιλούσε στα σοβαρά, μετά ακατάληπτα – όλα μαύρα. Αν και γνώριζα την οικογενειακή του ιστορία -όπως και όλη η Ελλάδα-, δεν είπαμε ποτέ κάτι για τον πατέρα του· δεν τον είχα ρωτήσει ποτέ αν ήταν αλήθεια πως τη μέρα του φονικού του Σωτήρη Γιαλαμά, εραστή της κόρης του Άκη Πάνου, Ελευθερίας, και αδελφής του ίδιου, παντρεμένου και ήδη πατέρα, για την οποία ο Πάνου έβγαινε στα τηλεοπτικά κανάλια εκλιπαρώντας την μονάκριβή του κόρη «να γυρίσει στο σπίτι», εκείνος -ο 15χρονος αθώος του εαυτός- στεκόταν με τα παντοφλάκια του στη βεράντα του σπιτιού της οικογένειας, στην Λεύκη της Ξάνθης, παρακολουθώντας έντρομος έναν άνθρωπο να σωριάζεται στο έδαφος με αίματα πλημμυρισμένο το χώμα και τον πατέρα του να παίζει σαν σε κακόγουστη φάρσα τον φονιά κρατώντας περίστροφο – «κανένα ελαφρυντικό! Εκ προθέσεως, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση…».
«…Η ζωή μου όλη
είναι μια ευθύνη,
όλα μου τα παίρνει
τίποτα δεν δίνει.
Η ζωή μου όλη
είναι ένα καμίνι,
που έχω πέσει μέσα
και με σιγοψήνει.
Η ζωή μου όλη
μια ανοησία,
κι’ η μοναδική μου
η περιουσία…».
Μια μέρα, θυμάμαι, που του είχα πει κάτι για τον Μητσιά και τον Καζαντζίδη, γέλασε. Μου είπε «μαλάκα, μαλακίες, δεν ξέρεις εσύ…» και έκανε μια γερή δαγκωνιά στο πιτόγυρό του. Ψιλοχαθήκαμε μετά – αλλά τον σκεφτόμουν συχνά: Πώς είναι να ‘χει μεγαλώσει αυτό το παιδί μ’ ένα βιωμένο φονικό στα παιδικά του μάτια, με έναν κορυφαίο στο ταλέντο αλλά αυστηρό πατέρα μέσα στο σπίτι που απαιτούσε από τα τέσσερά του παιδιά να του μιλάνε στον πληθυντικό, με τεράστια παρακαταθήκη, ευθύνη κι ένα «βάρος» που ίσως να μην του αναλογούσε; Τον είχα στο μυαλό μου ως «μία τραγική περίπτωση ανθρώπου» – ο Στέφανος ήταν, τελικά, ο πιο ποιητικός στίχος του μουσικού μεγαθηρίου που ονομάζεται Άκης Πάνου.
«…Θα κλείσω τα μάτια, θ’ απλώσεις τα χέρια
να βρουν να φωλιάσουν, λευκά περιστέρια.
Αγάπη μου πρώτη, αγάπη μεγάλη
θα κλείσω τα μάτια, κι όπου με βγάλει…».
Στις 7 Απριλίου του 2009, σε ένα πεντάλεπτο βραδινό ραδιοφωνικό δελτίο ειδήσεων, άκουσα πως «ο 27χρονος γιος του Άκη Πάνου βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμα όπου έμενε με τη σύντροφό του, στην οδό Βίκτωρος Ουγκό». Έγραφε μετά το αστυνομικό δελτίο πως είχε ανέβει σε μια καρέκλα, έβαλε ένα σκοινί στο λαιμό του και απαγχονίστηκε με τα πόδια του να κρέμονται μερικά εκατοστά πάνω απ’ το παρκέ. Έτσι τον είχε βρει και η ωραία Άντζελα, με το σκυλί τους να γυροφέρνει στα πόδια του τραπεζιού, τρελαμένο, ακριβώς την ίδια μέρα, εννέα χρόνια μετά το θάνατο του διάσημου πατέρα του – σημαδεμένη ημερομηνία, δεύτερο φονικό αν και άσφαιρο, για μια εκκρεμότητα που πάλευε να επουλωθεί για χρόνια αλλά τίποτα δεν άλλαξε στο βίωμά της. Τελικά συνέβη: Ο θάνατος δεν τράκαρε· κέρασμα έγινε. Πανάκριβο.
Info: Η φωτογραφία προέρχεται από τον ιστότοπο www.akispanou.com. Η πρώτη φόρμα του κειμένου δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 2014 στο «ΦιλGood» του Φιλελευθέρου.
Φιλελεύθερα, 11.4.2021.