Νάντια Στυλιανού,  
Ο χορευτής και ο γητευτής
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2021

 

Ποιος θα μπορούσε να εισδύσει στην ποίηση της Νάντιας Στυλιανού χωρίς το οξυγόνο της βαθιάς αναπνοής και δίχως το σκάφανδρο μιας μακρόπνοης κατάδυσης, που επιβάλλουν οι λέξεις τής νοηματικής πολυσημίας και προκαλούν οι αλληγορικές αναπαραστάσεις αρχέτυπων μυθικών μορφών με τους συμβολισμούς πρωτεϊκών ειδώλων και διαθλαστικών εξεικονίσεων. Καθότι δεν εξαρκεί η σημασιολογική ερμηνεία είτε η ερμηνευτική ανασημασιοδότηση της γλωσσικής βιοποικιλότητας και οι συνδηλώσεις των πολύτροπων αισθητικών της ρυθμών. Απαιτούνται πρωτίστως οι προσλαμβάνουσες της μύησης σε μιαν πεπαιδευμένη ποίηση ενός νοήμονος ποιητικού λόγου υπόρρητων σημαινομένων και κρυπτικών συνυφάνσεων, εμφανών διαποιητικών συνομιλιών και δημιουργικών προεκτάσεων στο πεδίο της πολλαπλής ανάγνωσης και της πολυεπίπεδης πρόσληψής τους. Εν άλλοις λόγοις, ισχύει εν προκειμένω ο κατά παράφραση Πλατωνικός αφορισμός «μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω», ήτοι η είσοδος στα άδυτα μιας αινιγματώδους είτε υπαινικτικής ποίησης ιδεών και στα ενδογενή τοπία της υψηλής ποιητικής τους.

Ήδη ο τίτλος της άρτι εκδοθείσας συλλογής υποβάλλει εκ προοιμίου το ερώτημα: ποιος ο χορευτής και ποιος ο γητευτής, αν δεν πρόκειται για ένα σχήμα εν δια δυοίν, που περιγράφει προϊδεάζοντας τον κύκλο των είκοσι ποιημάτων στη νέα συγκομιδή της ποιήτριας μέσα από ένα αέναο ερωτικό στροβίλισμα εκστατικής όρχησης και μουσικής πανδαισίας. Εξ ου και σχεδόν χωρίς σημεία στίξεως, εκτός από κάποια μετέωρα ερωτηματικά, εναρμονίζοντας τις συνεχείς συνηχήσεις των στίχων με τους εύηχους φθόγγους μιας ασθμαίνουσας γραφής και της  αισθαντικής της συγχρόνως αποτύπωσης σε πολυφωνικές κλίμακες αντιστικτικής μέθεξης. 

Ιδού η αυτούσια πρόγευση σε μιαν τέτοια «Τελετουργία» στο ανάκρουσμα του ομότιτλου πρώτου ποιήματος: «Το σχισμένο φεγγάρι/ στα μαλλιά της Ιοκάστης/ το ρεφρέν/ από το τραγούδι των νέγρων/ ακούγεται/ το ανάερο/ επιμένει να εισέρχεται/ στην ιεροτελεστία της μελάνης/ πυρακτωμένα ψηφία/ χαράσσονται/ στο χορευτή/ τον κυκλοδίωκτο/ χρυσό έπαθλο/ δίδεται/ και στεφάνι/ από τα φύλλα της νύχτας/ και του καταργημένου χρόνου». Αν το «σχισμένο φεγγάρι στα μαλλιά της Ιοκάστης» παραπέμπει στη «σχιστή οδό», ανακαλώντας την τραγική ηρωίδα στον γνωστό μύθο της Σοφόκλειας τραγωδίας, εάν όχι στον ομώνυμο αστεροειδή, η πνευματική, κατά τα «σπιρίτσουαλς», θρησκευτικότητα του νέγρικου τραγουδιού δίνει το «πυρακτωμένο» έναυσμα στον «κυκλοδίωκτο» με τον Κάλβειο προσδιορισμό κορυφαίο «χορευτή» σε ένα άχρονο χορικό ετερόκλητων σχηματο-ποιήσεων έως και απηχήσεων υπερρεαλιστικών. Τι ωφελεί όμως μια δασκαλίστικου τύπου και ενδεχομένως αυθαίρετη απόπειρα ανάλυσης μπροστά στην υποβλητική σκηνοθεσία της ποιητικής σύνθεσης; Σημασία έχει η «ιεροτελεστία της μελάνης», που οδηγεί με την παντοδυναμία των λέξεων και των συνειρμικών τους σηματοδοτήσεων στους μυστικούς ονειρικούς κόσμους μιας ανεξήγητης υπαρκτής πραγματικότητας.

Όπως ένα άλλο «μικρό φεγγάρι», που προβάλλει κάτω από τις ρομαντικές μελωδίες «μιας φυσαρμόνικας», για να φωτίσει με την ακτινοβολία της «αρχέγονης νύχτας» τον «Τοίχο» του επόμενου ποιήματος. «Εικόνες φεγγερές», διάστικτες με ερωτικές στιγμές και «παύσεις» θανάτου διαπνέουν το ποίημα, καθώς αρδεύεται από Παπαδιαμαντικές ζωογόνες πηγές. Από τη «Γλυκοφιλούσα» του ομώνυμου διηγήματος και τη «μικρή Ακριβούλα» από «Το μοιρολόγι της φώκιας». Και ύστερα η άλλη εμβληματική σελήνη, το «Φεγγάρι στην Ανάφη», που συνδιαλέγεται στην προμετωπίδα και τον επίλογο του τρίτου ποιήματος με ομόγλωσσους στίχους του Καρυωτάκη, ξετυλίγοντας μαζί με τις ερωτικές ανταύγειες επώδυνες ζοφερές σκηνές και μαύρες σκιές από το δράμα των μεταναστών προσφύγων «και κείνα τα παιδάκια/ που τα πήρε η νύχτα αναπάντεχα». Και η ποιητική μνήμη να ανασύρει και πάλι μέσα από τη συνοχή της τραγωδίας τον Οιδίποδα, που στην επαναφορά των στροφών δεν δύναται πλέον να λύσει το αίνιγμα της σφίγγας μήτε, κατά τον Σεφέρη, να «χαλάσει το τέρας», γιατί «Ο Οιδίποδας/ είναι τυφλός/ για να δει το φεγγάρι// Ο Οιδίποδας είναι τυφλός/ για να δει/ τους κουρασμένους οδοιπόρους». 

Και ο θρήνος της ενσυναίσθησης γι’ αυτούς «τους κουρασμένους οδοιπόρους» σμίγει με τον «κομμό» της δικής μας προσφυγιάς, όπως με εμφατικούς μεταφορικούς συμβολισμούς και καυστικές νύξεις στην αιχμή του ποιητικού δόρατος αποτυπώνεται στο αριστοτεχνικό ποίημα της συλλογής, που αντί περιττών σχολιασμών θα άξιζε να το παραθέσουμε ολόκληρο: «Θλιμμένη Παναγία του Βορρά/ μαντάλωσε το σύρτη/ φράξε τη σκεβρωμένη πόρτα/ μην έρθουν και σε βρουν/ οι άνεμοι οι ήχοι κι ο κομμός/ από τις μάνες που ζητούν/ να θάψουν τα παιδιά τους/ προσευχή που ανασαλεύει/ η ικεσία τους/ στα γυμνά κλαδιά/ και στα ολόδροσα/ πράσινα φύλλα// Γυναίκες γέροντες παιδιά/ που οι θύμησες ξερίζωσαν τα μάτια τους/ αντάριασαν το βλέμμα τους/ τα βήματά τους άκου/ καθώς εισέρχονται/ στο δωμάτιο με τα εικονίσματα/ σαν χορικό ανάγλυφο/ σημαίνοντας τους οιωνούς/ τα πριν και τα μελλούμενα/ της τρυφερής και αέρινης πατρίδας/ με λόγια παρελκυστικά/ όλοι/ παρείσακτοι πρωταγωνιστές/ πριν πέσει η αυλαία// Θλιμμένη Παναγία του Βορρά/ μισή κρυμμένη στο νερό/ μισή στα σύννεφα/ αλαφροπερπάτησε/ στους ήχους των κυμάτων/ κάνε σινιάλο/ σ’ εκείνο το αχνό σημάδι/ που ενώνει τον ορίζοντα/ με το γιαλό/ θε να ’ρθει το καράβι// Οι Εκάβες οι Κασσάνδρες οι Ανδρομάχες/ στέκουν/ και περιμένουν». Ολιγόλεκτοι και μονολεκτικοί στίχοι ποιητικής κρυστάλλωσης, για ν’ ακουστούν ηχηρά διαπεραστικοί στους κωφεύοντες κακόφωνους καιρούς μας. 

Επισημαίνονται επίσης τα ποιήματα ποιητικής, που η ποιήτρια φιλοτεχνεί με την εξόχως ανατέμνουσα γραφίδα της και τη σύλληψη μετωνυμικών ή συνεκδοχικών ειρμών. Ενδεικτικώς προσφυείς οι «Λέξεις» «από εύφλεκτη ύλη» είτε «Η ασπαίρουσα έλαφος» με «τις άυπνες νύχτες των ποιητών» στα αντίστοιχα ποιήματα, καθώς και το υβριδικό πεζοποιητικό «Ο ποιητής-άγαλμα» με τους συγκινησιακούς κραδασμούς μιας ευφάνταστης διηγηματικής έμπνευσης.