Η Μαργαρίτα Θεοδωράκη αποφασίζει να μιλήσει πρώτη φορά τόσο ανοιχτά για τις μεγάλες αλήθειες της ζωής της. Τόσο τις φωτεινές, όσες και τις σκοτεινές.
– Εκείνο το κλασσικό πια τραγούδι του πατέρα σου, «η Μαργαρίτα, η Μαργαρώ», πιστεύεις πως θα σε ακολουθεί για πάντα; Για πάντα! Ήμουνα τριών ετών όταν το έγραψε ο μπαμπάς μου, κι έγινε τεράστια επιτυχία. Τότε, ωστόσο, όσο ήμουνα μικρή, ντρεπόμουν αφάνταστα και μόλις τ’ άκουγα κρυβόμουνα· είχε λόγια αγάπης κι έλεγαν οι άλλοι: «Εσύ, λοιπόν, είσαι η Μαργαρίτα η Μαργαρώ;». Τώρα, φυσικά, μ’ αρέσει που μου το λένε· είναι ένα τραγούδι που πάντα αρέσει κι έχει περάσει και στις νέες γενιές. Πάντα θα μ’ ακολουθεί και πάντα θα τ’ ακολουθώ.
– Ποια είναι η πρώτη εικόνα που έχεις στο μυαλό σου από τα παιδικά σου χρόνια; Στο Παρίσι, με τη μαμά μου, όταν ήμουνα ενός-δύο ετών. Έχω κάτι εικόνες στο μυαλό μου απ’ το νηπιαγωγείο εκεί, μ’ έναν φίλο μου μαύρο που καθόταν δίπλα μου και παίζαμε, και με τη μαμά μου να στρώνει τα σεντόνια βάζοντας κι εμένα ανάμεσα. Επίσης, αφότου επιστρέψαμε στην Ελλάδα, το 1962, έχω στη μνήμη μου τη γιαγιά μου τη Σμυρνιά, τη Μαργαρίτα, στο σπίτι μας, στη Νέα Σμύρνη, που μ’ έβαζε στο καρεκλάκι και με τάιζε… Μέχρι το 1967 η παιδική μου ηλικία ήταν πολύ ομαλή, πολύ ήσυχη, πολύ ρουτινιάρικη, πολύ αγαπησιάρικη. Από το 1967 κι έπειτα, τα γεγονότα ανέτρεψαν αυτή την «κανονικότητα»: Μπήκε ο μπαμπάς στην παρανομία, χάθηκε για ένα διάστημα, στην αρχή μας έλεγαν πως τον πήγαν στο Λονδίνο, στις 21 Αυγούστου του 1967 τον έπιασαν και τον έβαλαν στην Ασφάλεια, στις φυλακές Αβέρωφ, σε απομόνωση, οπότε μάθαμε -δεν θυμάμαι πώς- πως ο μπαμπάς είναι στη φυλακή, και ενώ το Δεκέμβριο του ’67 ο Παπαδόπουλος αμνήστευσε πολλούς πολιτικούς κρατουμένους και περιμέναμε κι εμείς τον μπαμπά, με το γιορτινό τραπέζι στρωμένο με όλα τα καλά, τελικά μας ειδοποίησαν πως δεν τον απελευθέρωσαν, κάτι που τελικά συνέβη στα τέλη Γενάρη. Αλλά, κι όταν πια ήρθε, τον έβαλαν σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Βραχάτι, για τρεις μήνες. Ύστερα τον άρπαξαν και τον πήγαν στη Ζάτουνα· τον ακολουθήσαμε -πήγα και για ένα χρόνο σχολείο εκεί, στο μονοθέσιο-, μετά γυρίσαμε στην Αθήνα, ο μπαμπάς στον Ωρωπό, κι ύστερα από έξι μήνες πήγαμε στο Παρίσι – στα αναφέρω όλα αυτά επιγραμματικά, για να καταλάβεις πως η ζωή μας τότε ήταν ένα συνεχές πήγαινέλα αφότου ο μπαμπάς ξεκίνησε τον αντιδικτατορικό αγώνα. Κι αυτά, ξέρεις, είναι γεγονότα που, παρόλο που ήμουνα πολύ μικρή τότε, τα έχω πολύ έντονα στη μνήμη μου, χαράχτηκαν μέσα μου· έμαθα να ζω μέσα σε αγώνες και αλλάζοντας συνέχεια τόπους, ταξιδεύοντας.
– Υπήρξαν φορές τότε, στα παιδικά σου χρόνια, που να είχες ευχηθεί να είχες έναν μπαμπά που να έκανε μια «κανονική» δουλειά και να ζούσατε μια «κανονική» καθημερινότητα; Μα, η ζωή μας ήταν κανονική. Ο μπαμπάς μου ήταν συνέχεια μαζί μας· ήμασταν μια παραδοσιακή οικογένεια κι ο μπαμπάς ήταν ίσως και παραπάνω παρών στη ζωή μου από όσο άλλοι μπαμπάδες: Ήμασταν μαζί σε όλες τις Πρωτοχρονιές, σε όλες τις γιορτές, στις οικογενειακές επετείους, πάντα, πάντα. Απλώς, υπήρχε αυτή η περιπλάνηση. Ο μπαμπάς ήταν πάντοτε ο προστάτης μας, κι ήμασταν πάντοτε μαζί, ακόμη και στην εξορία· η διαφορά ήταν πως καθόταν σε ένα γραφείο και αντί να παρακολουθεί τηλεόραση π.χ όπως άλλοι μπαμπάδες, εκείνος έγραφε μουσική ή πολιτικούς λόγους ή πήγαινε στα γραφεία του κόμματος αντί σε ένα καφενείο. Ό,τι κι αν γινόταν πάντως, εκτός αν έλειπε σε τουρνέ στο εξωτερικό, κάθε σαββατοκύριακο ήμασταν στο Βραχάτι, εδώ που ζω πια, και την Κυριακή πάντοτε έπαιρνε το αυτοκίνητο και μας πήγαινε εκδρομή στα βουνά της Κορινθίας, στα Τρίκαλα, στην Καστανιά, στο Λουτράκι κ.λπ. Σε όλα ήμασταν μαζί· με συζήτηση, με καβγάδες, με αγάπες – όπως μια κανονική οικογένεια.
– Πώς θα χαρακτήριζες πια αυτή τη σχέση; Φίλων; Συνοδοιπόρων; Πατέρα-κόρης; Πατέρα-κόρης. Ο μπαμπάς μου είναι ένας πολύ τρυφερός μπαμπάς, πολύ αγαπησιάρης· γιατί ξέρω κορίτσια που φοβόντουσαν τους μπαμπάδες τους. Ήταν μαλακός, αφιέρωνε χρόνο για μένα, του έφερνα π.χ έναν καινούργιο μου έρωτα και τον «υιοθετούσε» αμέσως συμφωνώντας πάντα με τις επιλογές μου, έβλεπε και βλέπει τα πράγματα θετικά, αισιόδοξα, καλά, ωραία, παρά τις αντιξοότητες του εξωτερικού περιβάλλοντος, και δεν ήταν δύσπιστος· ήταν πολύ κοντά μου γενικά συνεχώς, σε αντίθεση με τη μαμά που ήταν η αυστηρή κι έλεγε πως εκείνος «κάνει όλα τα χατίρια των παιδιών» – όπως λένε, άλλωστε, πολλές μαμάδες. Ένας καλός άνθρωπος ήταν και είναι ο μπαμπάς μου. Η μαμά μου, απ’ την άλλη, ήταν εκείνη που κανόνιζε όλα τα πρακτικά, ήταν η «αρχηγός»· στα του σπιτιού, στα χρήματα, στις δουλειές, σε όλα όσα απαιτείτο πρακτικότητα.
– Μέσα στο αυτοκίνητο, σ’ αυτές τις ωραίες παιδικές εκδρομές, τι μουσική ακούγατε; Μέσα στο αυτοκίνητο δεν ακούγαμε μουσική, αλλά τραγουδάγαμε. Αυτό το έχω ζήσει πολύ! Απ’ την άλλη, μέσα στο σπίτι, έβαζε τα μεγάφωνα τέρμα και ακούγαμε κλασσική μουσική· Βάγκνερ, Μπετόβεν, όπερες, μεγάλες ορχήστρες και βέβαια τη μουσική του στην οποία έκανε διορθώσεις. Ωστόσο, τον θυμάμαι πάντα, όταν δούλευε, να είναι τελειομανής· δεν ήταν απλό να φτιάξεις μια παρτιτούρα με εκατό όργανα, θέλει πολλή δουλειά και πολλή συγκέντρωση. Αλλά έγραφε συνεχώς. Του φέρνουν μέχρι σήμερα κάποια έργα του που βρίσκουν από το ίδρυμα Λίλιαν Βουδούρη όπου έχει συγκεντρωθεί όλο του το έργο και πολλά από αυτά δεν τα θυμάται καθόλου· κι είναι αριστουργήματα! Βλέπει τις νότες σήμερα, και τα τραγουδάει…
- Απομονωνόταν όταν έγραφε; Ήθελε ησυχία. Χρειαζόταν ένα πιάνο, ένα τραπέζι, τις παρτιτούρες του, πολλά μολύβια, γόμα και ξύστρες· από εκείνες τις μεγάλες ξύστρες. Πολλά βέβαια τραγούδια του θυμάμαι πως τα έγραφε στο δρόμο· επάνω στο πακέτο απ’ τα Assos που είχε, σχημάτιζε ένα πεντάγραμμο κι έγραφε. Και τη «Δραπετσώνα» έτσι την έγραψε. Θυμάμαι πως του είχε δώσει ο Λειβαδίτης το ποίημα και έγραψε τη μελωδία επάνω στο πακέτο των τσιγάρων του. Μετά είχε έρθει στο σπίτι, καθαρόγραψε τη μουσική και το τραγούδησε· ήταν ήδη έτοιμο.
– Έχει αγαπημένα του τραγούδια; Ναι. Το «Χάθηκα» π.χ το αγαπάει πολύ, που είναι σε ποίηση του αδελφού του, από τους «Λιποτάκτες».
– Εξέφρασες ποτέ γνώμη για κάποια μουσική του, να πεις, για παράδειγμα, «αυτό, μπαμπά, δεν μ’ αρέσει»; Όχι, όχι. Δεν υπήρξε λόγος. Στη δημιουργία, άλλωστε, πρέπει να είσαι απόλυτος, να μην επηρεάζεσαι· θα πάει η γυναίκα του ζωγράφου και θα του πει «άλλαξε την απόχρωση»;
– Πότε αντιλήφθηκες πρώτη φορά ότι δεν είχες να κάνεις με μία «τυπική» περίπτωση συνθέτη αλλά με έναν ογκόλιθο της μουσικής; Εγώ μεγάλωσα με έναν άνθρωπο που έγραφε τραγούδια, που μετά πήγαινε στις διαδηλώσεις, που τον έδερναν, που γυρνούσε στο σπίτι χτυπημένος και ξυπνούσε το επόμενο πρωί για να ξαναγράψει τραγούδια· ζούσα με έναν δημιουργό, με έναν μοναδικό -όπως τον είχα εγώ στο μυαλό μου- άνθρωπο που τον ήξερε όλος ο κόσμος και που δεν ήταν σαν τον μπαμπά της φίλης μου που ήταν ασφαλιστής. Ως εκεί, όμως. Μεγάλωσα με το να θεωρείτο «φυσιολογικό» στην οικογένεια το να σου μιλάει ο κόσμος στο δρόμο, να σε φωνάζει με το μικρό σου όνομα, να συνδιαλέγεται ο μπαμπάς με μεγάλες προσωπικότητες όπως -αυθόρμητα θυμάμαι τώρα- τον Πάμπλο Νερούδα, προκειμένου να διαλέξουν μαζί τα ποιήματά του που θα μελοποιούσε· δεν με παραξένευε τίποτα, γιατί μέσα σε αυτή τη συνθήκη μεγάλωσα. Το ότι είναι τρανός, κορυφαίος και με τεράστιο έργο το κατάλαβα μεγαλώνοντας, μετά την εφηβεία μου· διαβάζοντας γι’ αυτόν και ακούγοντας τι έλεγαν κι οι άλλοι.
– Ποιους θυμάσαι από αυτές τις μεγάλες προσωπικότητες που συναντούσε κατά καιρούς ο πατέρας σου στο σπίτι σας; Οι πολύ καλοί φίλοι του πατέρα μου ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Μιχάλης Κακογιάννης· με αυτούς ήταν πολύ κοντά, έζησε πολλά μαζί τους. Για μένα π.χ ήταν φυσικό να έρθει στο σπίτι μας ο Ρίτσος, ο Καμπανέλλης, η Φαραντούρη, ο Φλωράκης, με τον οποίο μάλιστα ο μπαμπάς είχε μια πατρική σχέση· έκαναν και ταξίδια μαζί, μέχρι και στην Βαϊκάλη πήγαν, στη Σιβηρία, υπήρχε πολλή αγάπη μεταξύ τους. Όλο αυτό, για μένα, ήταν καθημερινότητα· ήταν η ζωή μου. Κι όλοι αυτοί, στα παιδικά και εφηβικά μου μάτια, ήταν απλά «οι φίλοι του πατέρα μου» όχι «οι σπουδαίοι» και «οι τρανοί» του πνεύματος.
- Δεν ήξερα πως ήταν τόσο πολύ φίλοι ο μπαμπάς σου με τον Χατζιδάκι… Κάτι που δεν ξέρουν επίσης πολλοί, είναι πως ο μπαμπάς μου με τον Χατζηδάκι ήταν φίλοι απ’ το Γυμνάσιο. Τότε, στον Εμφύλιο, που ο μπαμπάς κρυβότανε, πολλές φορές τον έπαιρνε ο Χατζιδάκις σε διάφορα σπίτια για να φάει· είχε υπό την προστασία του τον μπαμπά, τον πρόσεχε πολύ. Τότε που υπήρχε ο «ανταγωνισμός» Χατζιδάκι-Θεοδωράκη, οι δυο τους ήταν φίλοι! (γελάει). Είχαν τρομακτική λατρεία μεταξύ τους και έκαναν, θυμάμαι, μεταξύ τους αναλύσεις ο ένας για το έργο του άλλου· άνθρωποι υψηλού επιπέδου και στις μεταξύ τους σχέσεις – τι ωραία που μίλαγαν! Το ξέρεις ότι κάθε πρωί τους άκουγα που μιλούσαν μαζί στο τηλέφωνο; Για δεκαετίες! Και ξεκινούσαν πάντα από τα πολιτικά· τι είχε γίνει την προηγούμενη μέρα. Πολλούς δεν χώνευε ο Χατζιδάκις, δύσκολα έκανε φίλους· τον μπαμπά, όμως, τον αγαπούσε, τον θεωρούσε «οικογένειά» του.
– Τι ήταν το επώνυμό σου στη ζωή σου, Μαργαρίτα; Με κολακεύει που είμαι η κόρη του Μίκη Θεοδωράκη, είναι τιμή μου· είμαι περήφανη γι’ αυτό. Νιώθω πολύ τυχερή!
– Η καθημερινότητά σου τώρα πώς είναι; Ζω μόνη μου. Στο Βραχάτι Κορινθίας. Ζω μόνη με τα ζώα μου· τα παιδιά μου ζούνε στην Αθήνα, όπως και οι γονείς μου. Στον κήπο τώρα έχω 52 σκυλιά και 35 γάτες, οι οποίες μπαίνουν και μέσα στο σπίτι· να, τώρα που μιλάμε, είναι εδώ, μέσα στο σαλόνι, καμιά δεκαπενταριά. Αυτά τα ζώα τα βρήκα στο δρόμο -βασανισμένα, κακοποιημένα- και τα φροντίζω. Αυτό το είχε κι ο μπαμπάς μου πάντα – κι εγώ, μικρή ακόμη, ζήλευα. Έχω δεθεί πολύ με τα ζώα, έχω μάθει απ’ τα ζώα· η ζωή μου είναι τα ζώα!
– Συνεχίζεις να αντιμετωπίζεις τα οικονομικά προβλήματα για τα οποία μίλησες πρόσφατα και δημόσια; Φυσικά. Δεν άλλαξε τίποτα. Είμαι 62 ετών, δεν δουλεύω, ούτε παίρνω δικαιώματα· είμαι στην κατάσταση στην οποία βρίσκονται πολλοί άνθρωποι σήμερα στην Ελλάδα, πολλοί από τον καλλιτεχνικό χώρο. Ούτε επίδομα παίρνω, ούτε τίποτα.
- Στο μυαλό του κόσμου ακούγεται παράξενο η κόρη του Μίκη Θεοδωράκη να έχει οικονομικά προβλήματα… Γιατί θεωρούν πως ο πατέρας μου είναι πλούσιος. Ε, δεν είναι πλούσιος! Τι να κάνουμε; Αυτοί που κέρδισαν τα πολλά λεφτά από τη μουσική είναι οι τραγουδιστές και πολύς κόσμος θεωρεί -λανθασμένα- πως όποιος βρίσκεται μέσα σ’ αυτό το χώρο είναι και πάμπλουτος. Τα λεφτά που έπαιρναν οι τραγουδιστές από τα μαγαζιά που τραγουδούσαν, δεν τα πήρε ποτέ ο πατέρας μου. Και, εν πάσει περιπτώσει, ο πατέρας μου έχει είκοσι χρόνια να δουλέψει. Όταν δούλευε -και όταν δούλευα κι εγώ- ήμασταν μια χαρά· δεν αντιμετωπίσαμε ποτέ πρόβλημα, δεν είχα άγχος πώς θα πληρώσω τους φόρους, τη ΔΕΗ και τον ΦΠΑ. Δυστυχώς, όμως, έτσι είναι πολύς κόσμος σήμερα.
– Σήμερα, πώς είναι η υγεία του μπαμπά σου; Εύθραυστη. Είναι κατάκοιτος στο κρεβάτι με πολλά προβλήματα· καρδιά, πνεύμονες κ.λπ. Είναι ένας άνθρωπος 96 ετών, ταλαιπωρημένος πολύ, αλλά όλο τη «σκαπουλάρει». Ωστόσο, πνευματικά είναι διαυγής: Συνεχίζει να διαβάζει βιβλία, παρόλο που έχει χάσει το ένα του μάτι, ακούει πολλή μουσική απ’ το iPad του, επικοινωνούμε στο messenger, μπαίνει στο YouTube για ν’ ακούσει μουσική, ενώ διαβάζει καθημερινά και πολλές εφημερίδες. Το απόγευμα παρακολουθεί τηλεόραση με τη μαμά και ξεκουράζεται.
– Τι παρακολουθεί στην τηλεόραση; Ως επί το πλείστον τού αρέσουν οι ταινίες δράσης. Πάντα το έκανε αυτό· επειδή ήταν πολύ συγκεντρωμένος είτε στη μουσική είτε στην πολιτική, το βράδυ ήθελε να χαλαρώνει, να ξαλαφρώνει, να μην σκέφτεται. Γι’ αυτό και απέφευγε και τις ειδήσεις. Προτιμούσε να δει π.χ ποδόσφαιρο. Κάτι ανάλαφρο πάντως.
– Νομίζεις πως στον ενδεχόμενο θάνατό του θα περισσεύει η υποκρισία; Οι πολύ δικοί του άνθρωποι, αλλά και οι εχθροί του, οι ανταγωνιστές του, δεν υπάρχουν πια· έχουν φύγει όλοι. Από εκεί κι έπειτα, θεωρώ πως όλοι οι Έλληνες τον αγαπάνε! Με πραγματική αγάπη. Κι αν γίνονται κάτι κουτσομπολιά τελευταία λόγω εμού, και με διάφορες άλλες σαχλαμάρες, ο Θεοδωράκης είναι «δικός τους», τον λατρεύουν χωρίς καμιά υστεροβουλία. Και λυπάμαι που ενώ είναι αυτός ο καλλιτέχνης που είναι -μη λέω τα αυτονόητα- υπάρχουν πολλοί που τον αγνοούν τελείως. Αυτούς τους ξέρω, λοιπόν. Κι αυτωνών, ναι, η υποκρισία θα περισσεύει, γιατί δεν φέρονται σωστά.
- Σε παρακολουθούσα πριν από κάποια χρόνια στον κήπο του Μεγάρου Μουσικής, για τα 90χρονα του πατέρα σου, πόσο πολύ χόρευες, πόσο εξωστρεφής ήσουν…Έτσι είναι ο χαρακτήρας σου; Μ’ αρέσει πολύ να χορεύω· χορεύω υπερβολικά. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, δεν υπήρχε περίπτωση στο σπίτι που μένω τώρα να μην ήταν και άλλοι πέντε έξι άνθρωποι -είτε από την οικογένειά μου, είτε φίλοι μας-, να κάνουμε πάρτυ, να μαγειρεύουμε και να χορεύουμε. Έχω ζήσει μαζί με πολύ κόσμο, χορεύοντας. Έχω δε κι ένα τζουκ μποξ με πολλά απ’ τα τραγούδια του πατέρα μου, του Τσιτσάνη, του Χιώτη, του Ζαμπέτα, κάτι δισκάκια των 45 στροφών, και βάζω όλα αυτά τα παλιά, τα λαϊκά. Και χορεύω!
– Έζησες ποτέ «σκοτεινές» περιόδους στη ζωή σου; Συνέχεια. Μην με βλέπεις έτσι… Είμαι ένα άτομο καταθλιπτικό. Κι ο πατέρας μου. Από τη μια υπάρχει πολλή εξωστρέφεια κι απ’ την άλλη υπάρχει πολλή κατάθλιψη· πολύ άγχος, πολλή μαυρίλα.
– Αναφέρεται ένα περιστατικό στο βιβλίο…Μια τραγική ιστορία… …Θα σου πω. Το βιβλίο ξεκινάει με μια απόπειρα αυτοκτονίας και τελειώνει με μια απόπειρα. Αναφέρομαι σ’ αυτά. Γιατί ήμουνα αυτοκτονικό άτομο. Δυστυχώς! Το έζησα πολύ έντονα αυτό· το να κάνω απόπειρες αυτοκτονίας. Μαυρίλα. Πολλή μαυρίλα. Τα τελευταία χρόνια -ευτυχώς- δεν έχω αυτά τα υπαρξιακά προβλήματα, αυτό το δράμα· αυτό το μαύρο δράμα.
- Ο μπαμπάς σου πώς αντιμετώπιζε αυτές τις απόπειρές σου; Ο μπαμπάς έχει διαβάσει αυτό το βιβλίο πέντε φορές, και το ξαναδιαβάζει. Μου λέει: «Ανακαλύπτω τον εαυτό μου, μέσα από εσένα, με συγκινείς αφάνταστα». Τον συγκλονίζει το βιβλίο. Μια φορά που πήγα στο σπίτι, μου είπε: «Σκέφτομαι με το κεφάλι μου τις αυτοκτονίες, ρε Μαργαρίτα…». Έχει πολύ πόνο αυτό! Τον τρόμαξε πολύ αυτό. Τον μπαμπά μου -που ήταν κι αυτός έτσι- τον «έσωσε» η δουλειά του· η μουσική τον «έσωζε» πάντα, τα ξέχναγε όλα αυτά κι έβλεπε την θετική πλευρά των πραγμάτων.
– Εσύ, πώς «σωζόσουν» κάθε φορά απ’ τις απόπειρες; Ήμουνα πολύ τυχερή. Θα μπορούσα να είχα πεθάνει πάρα πολλές φορές. Πλύσεις στομάχου, τα χέρια μου…Τι να πω. Μια τρέλα. Μια παράνοια. Μετά το νοσοκομείο βέβαια, πάντα ξελαμπικάρει το μυαλό· όταν ξυπνάς και είσαι ζωντανός. Γιατί δεν ήταν της πλάκας αυτά. Δηλαδή, όταν παίρνεις 50 αγχολυτικά χάπια, αυτά τα πολύ βαριά, και μ’ ένα ουίσκι μαζί -γιατί ήξερα τη «συνταγή»-, μπορεί να πεθάνεις άμα δεν σε προλάβουν. Σε παίρνει ο ύπνος, πέφτουν οι παλμοί και τελειώνεις. Αλλά πάντα με προλαβαίνανε. Τη γλίτωνα. Το ζήσανε πολλοί φίλοι μου αυτό που ήταν δίπλα μου… Ήμουνα σε αφασία. Ή που έπρεπε να μείνω ένα βράδυ για να με ελέγχουν. Αυτή η τάση να θέλω «να την κάνω»…Υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων που το ‘χει αυτό το πράγμα· το ‘ψαξα. Ατόνησε, βέβαια, όλο αυτό όταν πια έκανα τα παιδιά μου.
- Οι ψυχολόγοι σε βοήθησαν, κατά καιρούς; Έχω πάει σε όλους τους σπουδαίους από μία φορά. Ο Γιωσαφάτ, όμως, ήταν αυτός που με συγκλόνισε από μια κουβέντα που μου ‘πε.
– Τι σου είπε; Επειδή όλα έχουν σχέση με τον έρωτα, μου είπε πως όλη μου τη ζωή κυνηγάω το ιδανικό, που είναι η μάνα μου – όχι ο πατέρας μου. Επειδή η μάνα μου ήταν η «σκληρή», αυτή που θα έδινε την τιμωρία, αυτή που θα με μάλωνε, παρόλο που με αγαπούσε πολύ, εγώ ήθελα πάντα να «κατακτήσω» τη μάνα μου. Γι’ αυτό και οι άντρες της ζωής μου είναι σε χαρακτήρα το καρμπόν της μάνας μου… Πάνε, όμως, πια αυτά, πάει, πέρασαν…
– Είσαι ευτυχισμένη σήμερα; Όχι. Δεν έχω το δικαίωμα να ‘μαι ευτυχισμένη. Η ζωή μου είναι τα ζώα κι είμαι ταγμένη σ’ αυτά· υποφέρω τόσο πολύ μ’ αυτό που συμβαίνει με τα αδέσποτα στην Ελλάδα, με τα βασανιστήρια που τους κάνουν, τα πατημένα ζώα – δεν τρώω κρέας από ιδεολογία, ούτε καν τα κουνούπια δεν σκοτώνω· δεν έχω το δικαίωμα να σκοτώσω… Όχι, λοιπόν, δεν μπορώ να είμαι ευτυχισμένη. Δεν είμαι ευτυχισμένη! Έχω περιμαζέψει κάποια ζώα εδώ, κι όλο σκέφτομαι ότι απέξω είναι χιλιάδες άλλα που υποφέρουν απ’ την πείνα, το κρύο, τις αρρώστιες, τη δίψα· που υποφέρουν απ’ το φόβο για τους ανθρώπους… Πρέπει οι άνθρωποι να μάθουμε να σεβόμαστε τα ζώα!
– Τελικά, αγαπήθηκες στη ζωή σου όσο θα ‘θελες, Μαργαρίτα; Απ’ τον μπαμπά μου, απ’ τη μαμά μου, απ’ τον αδελφό μου, απ’ τα παιδιά μου, από κάποιους λίγους φίλους – αυτοί μου φτάνουν.
Κεντρική φωτο: Πορτρέτο της Μαργαρίτας Θεοδωράκη (Φωτογραφία: Αγγελική Παπαϊωάννου).
Info: Το βιβλίο της Μαργαρίτας Θεοδωράκη «Αναμνήσεις ενός κοριτσιού», κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ιανός.
xatzigeorgiou@yahoo.com
Φιλελεύθερα, 21.1.2021.