Ο Ντόναλντ Μπάρθελμι (Donald Barthelme) δεν νομίζω πως έχει μεταφραστεί στα ελληνικά – αν έχει, πάντως δεν κυκλοφορούν τα βιβλία του.
Δυσκολεύομαι να εξηγήσω το γιατί καθότι αφενός ανήκει -κατά την κρατούσα άποψη- στην αγία τριάδα του αμερικανικού μεταμοντερνισμού και αφετέρου οι άλλοι δυο -ο Τζον Μπαρθ και ο Τόμας Πίντσον- έχουν μεταφραστεί κατά κόρον (και σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν). Η απορία επιτείνεται από το ότι είναι μάλλον ο πιο βατός από τους τρεις αλλά εν τέλει μετριάζεται στη σκέψη ότι διέπρεψε πρωτίστως ως διηγηματογράφος – τα οποία, ως γνωστόν, δεν πουλάνε.
Για μεγάλο διάστημα της σύντομης ζωής του (1931-1989), ο Μπάρθελμι βιοποριζόταν διδάσκοντας δημιουργική γραφή – creative writing, ξέρετε εσείς, εκείνες τις σπουδές που καταξιωμένοι Έλληνες λογοτέχνες οι οποίοι κατέκτησαν τον Όλυμπο της αφηγηματικής τέχνης εν μέρει ελέω θείας πρόνοιας και εν μέρει ρουφώντας Ντοστογιέφσκι με το μπιμπερό τους δεν χάνουν ευκαιρία να σνομπάρουν ή να λοιδορούν. Το ότι προσφάτως ενεφάνη ο πρώτος νομπελίστας απόφοιτος ακριβώς τέτοιου προγράμματος, δεν φαίνεται να αρκεί για να ανατρέψει την εν λόγω αντίληψη που ευδοκιμεί ανάμεσα σε πεζογράφους των οποίων το αναγνωστικό κοινό διακλαδίζεται στο σκαληνό τρίγωνο Καρύτση-Σόλωνος-Φίλιον.
Ο Μπάρθελμι -Ντον για τους φίλους και τις 4 πρώην συζύγους του- συμβούλευε στους φοιτητές του, έχοντας προηγουμένως κατεβάσει αρκετά ποτηράκια απ’ το αγαπημένο του Teacher’s, να αποφεύγουν να μιλούν για τον καιρό στις ιστορίες τους. Για τον συγγραφέα των πλέον πρωτοποριακών διηγημάτων του τελευταίου μισού του 20ου αιώνα, το να κάθεσαι να περιγράφεις λιοπύρια και θύελλες οδηγεί «σε εκτάσεις επί εκτάσεων κοινότοπης πρόζας». Κάποτε ένας φοιτητής τον κόντραρε. «Και τι θα ήταν ο Βασιλιάς Ληρ δίχως τον καιρό;» ρώτησε. «Εντάξει» ανασυντάχθηκε ο καθηγητής, «αν μου γράψεις τον Βασιλιά Ληρ, θα κάνω μια εξαίρεση».
Στη σκηνή της καταιγίδας, από τις πιο συγκλονιστικές στην ιστορία του θεάτρου, ο Ληρ, αποτρελαμένος πια, παραληρεί για την χαμένη του εξουσία, απαγγέλλοντας ένα σχεδόν σοσιαλιστικό λογύδριο. Μεταφράζει ο μετρ Διονύσης Καψάλης με τη διαγνωσμένη του αδυναμία (#diplis) να παραχώνει επίτηδες πρωθύστερα ρητορικά σχήματα και ετοιματζίδικες εκφράσεις κατευθείαν από το μέλλον και την τρέχουσα εγκυκλοπαιδική γνώση.
Εσείς, της γης οι κολασμένοι
Όπου κι αν είστε, φτωχοί, γυμνοί
Στην καταιγίδα που σας δέρνει
Αδιάκοπα και αλύπητα
Τι να σας κάνουν κεφάλια άσκεπα
Πλευρά σκελετωμένα και τρύπια ράκη
Στον αυθαίρετο καιρό.
Α, πόσο λίγο ασχολήθηκα μ’ αυτά
Μεγαλειότητα, πάρε το φάρμακό σου
Δείξε τη γύμνια σου κι εσύ
Να αισθανθείς όπως αισθάνονται οι εξαθλιωμένοι
Κι άσε να πέσει το πλεόνασμα σ’ αυτούς
Για να φανεί στα μάτια τους ο ουρανός
Λίγο πιο δίκαιος
Δυόμιση αιώνες πριν τον Μαρξ και τρεις πριν τη μελοποίηση της Διεθνούς, ο βάρδος ασκεί κριτική στην εξουσία (που τον υπέθαλψε) από τα αριστερά. Όπως μάθαμε από τον Ερωτευμένο Σαίξπηρ, δεν ήταν δα κανένας πιονέρος της κοινοκτημοσύνης ο επαρχιώτης απ’ το Στράτφορντ˙ ήταν άνθρωπος της πιάτσας και των καπηλειών που έπιανε τον παλμό της εποχής του, έστηνε αυτί στις κουβέντες του καφενέ και μεταβόλιζε το αγοραίο zeitgeist σε αθάνατο ίαμβο.
Το Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021, γύρω στις 23:00, άνοιξαν οι κυπριακοί ουρανοί με την ένταση εκείνη που επιτρέπει στα κανάλια να περνούν μπανιστηρτζίδικα κρόουλ την επόμενη τάζοντας «εικόνες βιβλικής καταστροφής». Εν τω μεταξύ, δυο μέρες πριν, την Πέμπτη (28/1), ο ΠτΔ είχε απευθύνει διάγγελμα στον κυπριακό λαό του είδους εκείνου που επιτρέπει στην αντιπολίτευση την επομένη να προειδοποιεί ηδονικά για «λαϊκή οργή που θα ξεσπάσει».
Στο διάστημα νηνεμίας που μεσολάβησε ανάμεσα στο διάγγελμα και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, το ηλιόλουστο πρωινό της Παρασκευής (29/1), μας παραχωρήθηκε το προνόμιο παρακολούθησης διάσκεψης τύπου για την καταπολέμηση της διαφθοράς η οποία είχε προαναγγελθεί από τον Πρόεδρο ως «η μεγαλύτερη παρέμβαση που έγινε ποτέ». Πράγματι την επαύριον, στην κούρα ερωταπαντήσεων που συσφίγγει τους μυς του προσώπου και χαρίζει λαμπερή επιδερμίδα, γίναμε μάρτυρες της μεγαλύτερης παρέμβασης που έγινε ποτέ.
Ο Ευγένιος Αρανίτσης, η ιδιοφυία των γραμμάτων μας κατά τον Θάνο Σταθόπουλο, κλείνει το δοκίμιό του Λάθη τεσσάρων εποχών ως εξής: «Και νά γιατί οι ιστορικοί των επαναστάσεων, όταν φτάνει η στιγμή να περιγράψουν τα προεόρτια της αναστάτωσης, αρχίζουν με τη φράση “βαριά σύννεφα είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται στον ορίζοντα όταν…”. Βάθος συνείδησης και βαρομετρικό χαμηλό, πάνε μαζί».
Τελικά, στη ζώνη του λυκόφωτος της ιερής εβραϊκής μέρας, λίγο πριν ενσκήψει η θεομηνία, η Μετεωρολογική Υπηρεσία εξέδωσε άρον άρον -αλλά όχι ακριβώς εγκαίρως- κίτρινη προειδοποίηση «για θυελλώδεις ανέμους και καταιγίδες». Μετά τον χαλασμό του Σαββατόβραδου, την Κυριακή (31/1), το μεσημέρι που ήλιος έλαμπε, ο Διευθυντής της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας έσπευσε να διευκρινίσει πως το απόγευμα του Σαββάτου «δεν εκδώσαμε προειδοποίηση επειδή τα επίπεδα των ανέμων ήταν κάτω από τα όρια».
Κατόπι, δεν είχε τίποτα την ίδια σημασία.
Υ.γ. Ο τίτλος του άρθρου είναι από το Ισπαχάν του Ανδρέα Εμπειρίκου (άλλος μανιακός των καιρικών φαινομένων). Για όσους βαριούνται την ανάγνωση αλλά δεν αρνούνται τις χάρες της electronica, υπάρχει μελοποίηση σαμπλάρισμά του, με τη στεντόρεια φωνή του ίδιου του ποιητή, από τους fruto5 το οποίο κυκλοφορεί στο youtube. Μάλιστα, το συγκεκριμένο κομμάτι ακουγόταν συχνά-πυκνά, στη σωστή συνήθως ώρα, στο πιο ωραίο μπαρ της πόλης, σε καιρούς που «η ησυχία δεν υπήρχε ως οντότης πραγματική».
Φιλελεύθερα, 7.2.2021.