Αισιόδοξη από ιδιοσυγκρασία και ψύχραιμη από άποψη, η Μαρίνα Βρόντη «σταυρώνει τα δάχτυλα» και μετρά αντίστροφα για την πρώτη επιστροφή στη σκηνή μετά τη «μαχαιριά στην καρδιά» που επέφερε το lockdown.

Αυτή τη φορά κρατάει την μπαγκέτα του σκηνοθέτη στην κωμωδία του Ντ. Σ. Τζάκσον «Η ρομαντική μου ιστορία», που αγγίζει θέματα που ταλανίζουν τη γενιά της και δίνει μια πρισματική εικόνα των σημερινών ερωτικών συναλλαγών. Βρήκε έτσι την αφορμή να μοιραστεί μαζί μας τη δική της ρομαντική ιστορία, αλλά και την πιο αφυπνιστική της εμπειρία στο θέατρο μέχρι σήμερα.

– Η μεταφορά ενός ξένου έργου σε άλλη γλώσσα πιστεύεις ότι το αδικεί σε κάποιο βαθμό; Ή υπό προϋποθέσεις μπορεί και να του δώσει ώθηση; Εξαρτάται πάντα απ’ τη μετάφραση. Αν είναι αυτό που λέμε «παλιακή» δεν θα φτάσει ποτέ στο κοινό όπως του αξίζει. Αν όμως έχει βρει τα πατήματα της υπόθεσης στη γλώσσα που μεταφράζεται, τότε μπορεί να σταθεί το ίδιο όπως στη μητρική του γλώσσα. Άρα, ναι υπό προϋποθέσεις.

– Πού συναντιούνται οι άνθρωποι στις μέρες μας; Στις μέρες μας θα ήταν καλό να μη συναντιούνται. Τι λυπηρό! Αλλά ας προσποιηθούμε πως οι καιροί είναι αλλιώτικοι και πως συναντιούνται σε μπαρ, στο φουαγιέ ενός θεάτρου – ναι θα μου άρεσε αυτό- αλλά δυστυχώς οι άνθρωποι σήμερα συναντιούνται στα social media. Ναι μπορεί να τη θεωρείς μία συνηθισμένη απάντηση αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Όλα ξεκινάνε με ένα hi ή μια καρδούλα… γραφικό; Μπορεί! Αλλά ίσως όλοι για ένα «καλησπέρα» κι ένα «hi» ζούμε. Μοναξιά τεραστίων διαστάσεων!

– Η ηλικιακή ομάδα 35-40 θεωρείται παραγωγική, αλλά κι ευάλωτη, με πολλές ευθύνες και βάρη. Ποιες οι ψυχολογικές συνέπειες αυτής της πραγματικότητας; Ακριβώς επειδή είναι παραγωγική σηκώνει τόσα βάρη. Αρχίζεις να ανησυχείς για το τι έκανες πριν και πως ίσως δεν προλάβεις στα 40 σου να είσαι επιτυχημένος. Με ό,τι ορίζει η κοινωνία ως «επιτυχία». Να έχεις ένα σπίτι, ένα αυτοκίνητο, η καριέρα σου να είναι στο πικ της, να παντρευτείς! Αλλά όλα αυτά στην πραγματικότητα δεν είναι απαραίτητα για να είσαι επιτυχημένος. Επιτυχημένος είναι ο ευτυχισμένος άνθρωπος. Τίποτα παραπάνω. Κι εκεί ξεκινάνε οι ψυχολογικές συνέπειες. Γιατί δεν ξέρουμε τι είναι ευτυχία. Δεν το ξέρουμε. Η ευτυχία δεν είναι σαν τις ρομαντικές ή τις χριστουγεννιάτικες ταινίες. Είναι δύσκολη. Ευτυχία είναι να βλέπεις μες στα μάτια του άλλου τη χαρά που σε συναντά, αλλά και στα δικά σου να κατοικεί γιατί αλλιώς κάποιος δεν χάρηκε για τη συνάντηση. Τι λέω;

– Ποια είναι τα σημαντικότερα προβλήματα που έχει να διαχειριστεί ένας 40άρης σήμερα; Το τι θα πουν οι άλλοι! Τι θα πούνε μωρέ οι άλλοι. Αυτά που λένε για όλους: Μάνα μου τον τάδε… μάνα μου ρε…. Εν έσιει δουλειάν, εχώρισεν, εν μόνος του, μα είδες τον που έφυεν τζια επλήρωσεν μόνον τα δικά του. Αυτά και πολλά άλλα μικροαστικά. Ο 40άρης προσπαθεί στην πραγματικότητα να διαχειριστεί τον εαυτό του και να βγάλει αμέσως μια ταμπέλα με το ποιος είναι. Ε, λοιπόν εγώ που σε δύο έτη κλείνω τα 40 έχω να πω πως δεν είμαστε ένα πράγμα. Είμαστε πολλά. Χιλιάδες. Έλεγα κάποτε εγώ θα γίνω μία ηθοποιός της Επιδαύρου… μετά κάτι δεν πήγαινε με μένα και την Επίδαυρο καλά… λέω καλά θα γίνω εμπορική… είμαι εμπορική… δεν είμαι κουλτουριάρα…. Δεν θα γίνω θεατράνθρωπος. Θα είμαι απ’ αυτές που παίζουν σ’ αυτά. Τι χαζή που ήμουνα… Αφού είμαι όλα αυτά. Θα με δεις στις ταβέρνες, στα πάρκα να κάθομαι, να χορεύω με το ίδιο πάθος και τσιφτετέλια και βαλσάκια. Ν’ ακούω το ίδιο ευχάριστα και Σοστακόβιτς και Άντζελα Δημητρίου. Τι είναι δηλαδή ο άνθρωπος για να του βάλουμε ταμπέλα; Μαγαζί που πουλάει ψιλικά; Η απενοχοποίηση του ποιοι είμαστε είναι η μεγαλύτερη ελευθερία. Είχα μια φίλη που μου έλεγε πρέπει να αποφασίσεις ποια είσαι. Μπερδεύεις τους ανθρώπους. Ε, ας μπερδεύονται είμαι όλα κι είμαι τίποτα. Κάπου στα 40 σου είναι καλό να ελευθερωθείς από αυτές τις τζιριτζάτζουλες.

– Είναι πιο δύσκολη η μοναξιά σ’ αυτή την ηλικία; Είναι. Αλλά κάποιες φορές είναι και λυτρωτική. Εξαρτάται από τον άνθρωπο.

– Οι επόμενοι 35άρηδες, αυτοί που έπονται, πιστεύεις ότι θα είναι σε πιο δυσχερή θέση; Α, καλά αυτοί έχουν να διαχειριστούν το γεγονός πως κάποια στιγμή θα πρέπει ν’ ακουμπήσεις τον άλλον και μέσα από το μακιγιάζ και τα φίλτρα. Τουλάχιστον εμείς τα βάζουμε, αλλά ξέρουμε πως ήταν και χωρίς. Θα είναι μια γρήγορη γενιά. Μπορεί να μη δυστυχήσουν τόσο με τα μέσα τους. Ξέρεις γιατί; Γιατί είναι σε άγνοια κι η άγνοια κάνει τους ανθρώπους «ευτυχισμένους». Η γνώση πάλι… άσε.

– Το θέατρο είναι φάρμακο και για τη μοναξιά μας; Ε, δεν είναι; Όταν έχεις αναφορές σ’ αυτό που βλέπεις είναι σαν κάποιος να σε παρηγορεί. Κι όλοι θέλουν παρηγοριά κι αυτοί που έρχονται κι αυτοί που φεύγουν κι οι έχοντες τη γνώση κι οι έχοντες την άγνοια. Είναι σαν να σ’ αγκαλιάζει κάποιος. Εγώ έτσι νιώθω. Και πίστεψέ με όλοι το ξέρουν πως δεν αγκαλιάζω. Αλλά, το θέατρο θα σε γιατρέψει –πώς το λέει το τραγούδι- «και τ’ όνειρό σου το παλιό θα ζωντανέψει»…

– Ποια είναι η δική σου «Ρομαντική Ιστορία»; Χα, χα! Πως θα πέθαινα σε μια στιγμή εύκολα για μια ιδέα αρκεί να βρω έναν άνθρωπο να με πείσει γι’ αυτήν. Εγώ ήμουν ένα κορίτσι φτωχό, πλούσιο, φτωχό, πλούσιο και πάλι φτωχό. Κι οι γνώσεις που έλαβα δεν ήταν αρκετές πριν φύγω για τις σπουδές μου για να με κάνουν διάνοια. Αλλά διάβασα πολύ. Με δίδαξαν τα βιβλία και πιστεύω πως τα βιβλία με γλύτωσαν από μεγάλες κακοτοπιές. Δεν έγινα διάνοια, φυσικά, όπως θα ήθελα. Αλλά ερωτεύτηκα τις λέξεις και κατανόησα καλύτερα τον κόσμο. Και φυσικά έλαβα γνώση και πέρασα δύσκολα. Ο Βέρθερος ας πούμε αγάπησε και δεν έλαβε πίσω την αγάπη και πνίγηκε. Εγώ θα πέθαινα για τον Βέρθερο. Αλλά κατοικεί σε βιβλίο. Ξέρω ‘γω; Αυτή είναι μάλλον η Ρομαντική μου Ιστορία.

– Το θέατρο απαιτεί πλήρη αφοσίωση; Η πλήρης αφοσίωση σε κάτι πιστεύεις ότι είναι δίκοπο μαχαίρι; Ναι θέλει. Και ναι στοιχίζει. Σε προσωπικό επίπεδο. Εννοώ στα άλλα τα εκτός. Σε θέλει εκεί στην πρίζα. Συνέχεια. Σε μια συνεχή αναζήτηση για τα πάντα. Αν δεν το έχεις λύσει μέσα σου νωρίς, θα βασανίζεσαι. Εννοώ αν δεν δεχτείς πως η ζωή σου είναι εκεί, θα περάσεις δύσκολα κι εσύ και οι γύρω σου. Εγώ το ανακοινώνω πάντα. Στην αρχή δεν το πιστεύουν, μετά το ζουν και φεύγω.

– Φαντάζεσαι τον εαυτό σου μακριά από το θέατρο; Τρελάθηκες; Χαχαχα… γελώ νευρικά και με φόβο. Με τίποτα.

– Θυμάσαι τη στιγμή που πήρες την οριστική απόφαση να ακολουθήσεις αυτόν τον δρόμο; Τι σε επηρέασε; Όχι, δεν τη θυμάμαι. Πάντα αυτό ήθελα. Μου άρεσε το θέατρο. Έβλεπα τον πατέρα μου στις επιθεωρήσεις, διάβαζα βιβλία, άκουγα, έκανα ολόκληρα έργα στις αδερφές μου το βράδυ πριν κοιμηθούμε με τις κούκλες και τ’ αρκουδάκια. Έφτιαχνα κόσμους και φωνές και φώτα και ό,τι θες. Κάτι νύχτες ζόρικες οι ρόλοι μου και οι ιστορίες μου ήταν βάλσαμο. Μ’ επηρέασε ο πατέρας μου και η πόλη μου. Ήταν πολύ θεατράλε η πόλη μου.

– Με ποια συναισθήματα αντιμετώπισες τη ματαίωση της παράστασης και τις πρώτες μέρες της αποχής; Μαχαίρι στην καρδιά. Κι εγώ και οι συνεργάτες μου. Μας κόπηκαν τα πόδια. Αλλά να σου πω. Είπα είναι για όλους, Μαρίνα, δεν είναι μόνο για σένα. Δεν σε τιμωρεί κάποιος. Μετά τραβούσε το πράγμα και λέω μάλλον μάς τιμωρεί εμάς τους καλλιτέχνες όντως κάποιος. Ακόμα δεν έχω ανέβει στη σκηνή. Ακόμα δεν έχω δει έργο μου να ζωντανεύει από εκείνη τη μέρα. Φοβάμαι, αλλά ελπίζω.

– Πώς αφομοιώνεις γενικότερα τα απρόσμενα συμβάντα στη ζωή σου; Με ψυχραιμία και δράση. Λέω: «λοιπόν Μαρίνα κοίτα έτυχε αυτό. Πάρε τα πόδια σου και κάνε κάτι. Μην κάθεσαι σαν χάνος».

– Ένιωσες ποτέ ότι έχει πιέσει τον εαυτό σου περισσότερο απ’ όσο πρέπει; Ναι.

– Πότε ήταν αυτό και πώς το διαχειρίστηκες; Δεν μπορώ να σου το πω αυτό. Θα εκθέσω κόσμο (γέλια). Αυτά τα πράγματα είναι καλό να μένουν στα καμαρίνια!

– Ποιο πράγμα που σου έχει μάθει το θέατρο θα ιεραρχούσες ως το σημαντικότερο; Την αλήθεια.

– Δηλαδή, προηγουμένως ζούσες στο ψέμα; Προηγουμένως νόμιζα πως αυτό που μετέφερα στη σκηνή ήταν αληθινό. Αλλά πολλές φορές στη ζωή μας φοράμε μια μάσκα για άμυνα. Για να μην μπει πιο μέσα κάποιος και δει τι πραγματικά σκεφτόμαστε. Στη σκηνή δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Θα σε προδώσει. Ακόμα κι αν κάνεις ένα σχήμα και η φωνή σου είναι παραμορφωμένη πρέπει να κουβαλάς μια αλήθεια. Αλλιώς πώς θα βρει ο θεατής το κομμάτι του εαυτού του σε μια ερμηνεία; Πώς θα τον αγγίξεις μέσα από τα μάτια; Είναι σημαντική η αλήθεια. Χωρίς αυτήν είσαι ένα σακί με πατάτες που περιφέρεται. Αυτή η ανάγκη για το αυθεντικό πέταξε από πάνω μου και τις μάσκες που ίσως δανειζόμουν καμιά φορά για να υπάρξω σ’ ένα σύνολο ανθρώπων.

– Ποια θα έλεγες ότι ήταν η πιο αποκαλυπτική, αφυπνιστική στιγμή σου σ’ αυτή την πορεία; Η μέρα που γνώρισα τον μέντορά μου. Ήταν το φως. Ήταν το σκοτάδι. Ήταν σαν ένα τεράστιο παράθυρο για μένα. Πέταξε από πάνω μου όλο το κόμπλεξ που κουβαλούσα από το νησί. Τον καθωσπρεπισμό. Μέχρι τη μέρα που τον γνώρισα δεν μπορούσα να βρίσω. Δεν μπορούσα να δω κάτι σέξι στη σκηνή. Ντρεπόμουν, πόσο μάλλον να το παράγω. Επίσης, νόμιζα πως ήμουν μόνο ηθοποιός για δραματικούς ρόλους. Ήμουν στο στούντιο του κοντά τρία χρόνια. Μεταμορφώθηκα. Ελευθερώθηκα. Μου έμαθε πως ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι ελεύθερος. Με έσπρωξε πέρα από τα όριά μου. Βγήκα από τη βολή μου. Ήταν απέραντος ο δρόμος που μου άνοιξε. Χωρίς αυτόν θα ήμουν ακόμα με τη μακριά μαύρη φούστα και τα μαζεμένα μου μαλλιά σε μία άκρη της σκηνής. Με γυάλισε. Με ανακάλυψε. Κι εγώ μαζί του τον εαυτό μου.

– Το να παίζεις ή το να σκηνοθετείς απολαμβάνεις περισσότερο; Εξαρτάται τι παίζω και τι σκηνοθετώ. Όποιο εκείνη τη στιγμή είναι πτήση.

– Τι είναι αυτό που σε γεμίζει από τη στιγμή που τελειώνει μια παράσταση και μετά; Η κατάθεση που έγινε. Το μοίρασμα. Είναι σαν τις γέννες μάλλον. Έτσι θα νιώθουν κι οι μάνες μόλις γεννήσουν.

– Πιστεύεις κι εσύ ότι το κοινό έχει αλλάξει; Προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο; Προς το καλύτερο. Έχουν επιλογές, ξέρουν τώρα πια. Πως υπάρχει και αυτό το θέατρο. Και το άλλο. Και το παρακάτω. Όχι, το κοινό είναι καλύτερο. Συζητά, διαφωνεί, θαυμάζει. Όλα τα είδη. Αν είναι χειρότερο δεν το ξέρω. Δεν το είδα. Πάντα το αγαπούσα. Ρώτα κάποιον άλλον.

– Πώς θα χαρακτήριζες τη διαχείριση και τη συμμόρφωση των χώρων θεαμάτων απέναντι στα μέτρα κατά της πανδημίας; Αναγκαίο κακό. Οι χώροι συμμορφώθηκαν κι ας πεθαίνουν αργά και βασανιστικά… Είναι σαν ένα θεατρικό που ενώ μπορεί κάποιος να πυροβολήσει τον ήρωα και να πεθάνει αμέσως του κόβουν σιγά- σιγά τα δάχτυλα, μετά το πόδι, μετά του χαλάνε λίγο την ακοή και μετά μένει έτσι ένα πράμα παραμορφωμένο να σε κοιτά. Πολύ σπλάτερ μάλλον τα βλέπω. Έστω, όμως, αυτό το 50% πληρότητα να μην το πάρουν πίσω, γιατί μετά δεν θα υπάρχει ούτε το παραμορφωμένο πράμα.

– Πώς ήταν η συνεργασία με τον Βασίλη Χαραλάμπους, τη Νίκη Δραγούμη και την Άντρια Ζένιου; Ε, λοιπόν ήμουν πολύ τυχερή. Τους χάρισε τόσο ταλέντο το σύμπαν! Και μου το χάρισαν όλο. Οι πρόβες ήταν ένα πάρτι που είχε τα πάντα. Τι ωραία που πέρασα με αυτούς τους συναδέλφους δεν φαντάζεσαι.

– Προτιμάς να συνεργάζεσαι με ανθρώπους που έχετε δουλέψει και δοκιμαστεί μαζί ή σε εξιτάρει και το… άγνωστο; Προτιμώ αυτόν που κάνει για τον ρόλο. Κι αυτόν που ξέρω αλλά κι αυτόν που δεν ξέρω. Θέλω να κάνει για τον ρόλο.

– Την ανασφάλεια την επιζητείς ή τη θεωρείς αναγκαίο κακό; Μα δεν είναι στα λεξικά δίπλα από τη λέξη ηθοποιός; Ε, λίγο που είναι αναγκαίο κακό, λίγο που την επιζητώ, εδώ είμαι πάντως.

– Θα κατέτασσες τον εαυτό σου στους αισιόδοξους; Έξω είμαι η πηγή της αισιοδοξίας. Μέσα είμαι… άσε πάω να πω γνωμικό και δεν μου βγαίνει. Κάποτε έτσι, κάποτε αλλιώς.

– Πιστεύεις ότι η αισιοδοξία είναι κάτι βάσιμο ή απλώς μια αντανακλαστική αντίδραση, μια άμυνα; Δεν ξέρω. Τώρα που με ρωτάς δεν ξέρω. Μια μέρα τότε που ήμουν νεαρή ξεκίνησε ως άμυνα και μου ‘κατσε. Μια μέρα που ξεκίνησε ως βάσιμο, ήρθε ο covid και μου είπε απαγορεύονται τα θεάματα.

– Έπεται η συμμετοχή σου στην παραγωγή «Οι γαμπροί της Ευτυχίας». Πώς αντιμετωπίζεις αυτή την καλλιτεχνική πρόκληση; Με κέφι και περιέργεια. Καταρχάς είναι η πρώτη φορά που θα ανέβω στη σκηνή μετά την πανδημία. Καταλαβαίνεις πόσο πολύ το θέλω. Μεγάλωσα με τον ελληνικό κινηματογράφο. Ο παππούς μου ο Αριστείδης παρακολουθούσε τις ελληνικές ταινίες που έβαζε η τηλεόραση καμιά Κυριακή μεσημέρι και καθόμουνα να τις δω κι εγώ. Γέλαγε με την καρδιά του! Όταν ο Αχιλλέας μου πρότεινε το ρόλο της Ευτυχίας χάρηκα ιδιαίτερα. Πρώτον που με εμπιστεύτηκε και δεύτερον που θα έπαιρνα μια γεύση αυτής της εποχής. Μετά τους «Γαμπρούς» θα είμαι με την Alpha Square στο «Ο Άι Βασίλης είναι λέρα» των Ρέππα – Παπαθανασίου, σε σκηνοθεσία Αντρέα Αραούζου. Και λίγο πριν αποχαιρετήσω το δίσεκτο αυτό, σαδιστικό, έτος 2020, ανεβάζουμε με την ΕΘΑΛ την «Ψιλικατζού» της Κωνσταντίνας Δελημήτρου σε σκηνοθεσία Αχιλλέα Γραμματικόπουλου.

– Προτιμάς, πια, να παίζεις ή να σκηνοθετείς κωμωδία; Ως θεατής τι προτιμάς να βλέπεις; Προτιμώ; Μπορώ να προτιμώ; Δεν ξέρω. Είναι ένα τεράστιο ερώτημα αυτό. Μου αρέσουν όλα τα είδη θεάτρου. Αρκεί να με πείσουν. Να με ταξιδέψουν, να με διασκεδάσουν. Έχω δει έργα που δεν πέρασαν μέσα μου αλλά γέλασα με την ψυχή μου. Μεγάλη θεραπεία. Άλλα επίσης μου άλλαξαν τη ζωή. Με προβλημάτισαν τόσο που άλλαξα ιδέες, μυαλά, σώμα. Ό,τι θες. Δεν είναι σπουδαίο που πλέον υπάρχουν τόσα διαφορετικά είδη θεάτρου να παρακολουθήσει κανείς; Έχει για όλα τα γούστα, κωμωδίες, δράματα, θρίλερ, κοινωνικά, παράλογα, αστυνομικά και άπειρα άλλα που μπορώ να σου πω… 

– Πιστεύεις ότι η κωμωδία μπορεί να αναδείξει το σκοτεινό μας πρόσωπο; Είναι το καλύτερο όχημα. Η κωμωδία μπορεί. Σου λέει τα πιο σκληρά πράγματα κι εσύ γελάς. Κι όταν τελειώσει ο ήχος του γέλιου, λες: «Κοίτα να δεις! Έτσι είμαστε, μα είναι δυνατόν;» Η κωμωδία σου λέει αλήθειες σαν να σου έδωσαν ένα φάρμακο μέσα στο φαγητό σου. Δεν ήθελες να το φας, αλλά το ‘φαγες και δεν το κατάλαβες. Και πέρασες καλά κι ίσως αναρρώσεις!

* «Η ρομαντική μου ιστορία», ΕΘΑΛ, από 27/10, 25877827, soldoutticketbox.com

Φιλελεύθερα, 25/10/2020