Η ντίβα του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού ζει φέτος το πιο διαφορετικό καλοκαίρι της ζωής της.
Αν δεν έχεις αισθανθεί «πιστός» στο κλαρίνο και στο τουμπερλέκι, αν από τις γκρίζες πλαστικές καρέκλες που τοποθετούνται απ’ το πρωί της μεγάλης γιορτής απέναντι απ’ το «παλκοσένικο», φάτσα με τους τραγουδιστές που κάθονται στις δικές τους ξύλινες καρέκλες με τα κεντημένα σταυροβελονιά μαξιλαράκια, κι αν την ασφαλτένια «πίστα» με τα ανοιγμένα χέρια και τα ιδρωμένα ανοιχτά πουκάμισα και μέτωπα δεν την έχεις δει να γεμίζει από τα γαρίφαλα που αφήνονται με ευλάβεια στα πόδια των κλαρινόβιων, τότε ελληνικός Δεκαπενταύγουστος δεν ξέρεις τι θα πει.
«Το καλοκαίρι έχει 92 ημέρες, είναι ζήτημα αν κάθομαι κάθε χρόνο τις δέκα -και λέω πάντα “δόξα τω Θεώ” για την αγάπη του κόσμου. Έχω γυρίσει όλη την Ελλάδα, όλα αυτά τα χρόνια που δουλεύω, είναι κουραστικό -γιατί θέλω να οδηγώ και μόνη μου-, αλλά είναι ωραίο. Φέτος, βέβαια, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, είναι πρωτόγνωρα για όλους μας με τα μέτρα για τον κορωνοϊό», ξεκινάει να μου λέει η Γωγώ.
– Πώς είναι η κατάσταση μέχρι σήμερα; Είναι αρκετά δύσκολη. Πλέον το πρόβλημα είναι βιοποριστικό -είμαστε εξήμισι μήνες πια χωρίς μεροκάματο. Κάναμε κάποια μεροκάματα στις αρχές Ιουλίου, μας ξανακόψανε πάλι και δεν ξέρουμε πια πόσο θα διαρκέσει αυτό- αναλογικά, δηλαδή, έχουμε μείωση 90%, στην καλύτερη περίπτωση, σε σχέση με άλλες χρονιές. Δουλεύω 22 χρόνια πια συνεχώς, είναι η πρώτη φορά που γίνεται αυτό, κι είναι η πρώτη φορά που δεν θα τραγουδώ κάπου τον Δεκαπενταύγουστο.
– Οι μουσικοί σου πώς το αντιμετωπίζουν; Προσπαθούν να βρουν και να κάνουν άλλες δουλειές για να επιβιώσουν- αλλά δεν υπάρχουν και άλλες δουλειές πια! Η κατάσταση είναι τραγική. Προσωπικά, άλλοτε είμαι ήρεμη, άλλοτε έχω αρκετά νεύρα -οπότε σηκώνομαι απ’ το σπίτι, φεύγω, περπατάω και ξεχνιέμαι-, άλλοτε με πιάνει μεγάλη στεναχώρια. Καρτερώ. Να δω πώς θα έρθουν τα πράγματα.
– Τι σου λείπει πιο πολύ αυτές τις μέρες; Τώρα που μιλάμε είναι 9 το βράδυ. Αυτή την ώρα είτε θα ήμουν στο δρόμο για τη δουλειά, είτε σε κάποιο ξενοδοχείο να ετοιμάζομαι, γιατί αύριο είναι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, μεγάλη γιορτή, και σίγουρα θα ήμουν σε κάποιο πανηγύρι, θα με περίμενε τόσος κόσμος να με αγκαλιάσει, να με ακούσει, να χορέψουμε αντάμα. Η χρονιά πέρσι, όπως και κάθε προηγούμενη χρονιά, ήταν γεμάτη από όμορφες στιγμές, με πολλή αγάπη, με μικρά παιδάκια να με τραβάνε στο χορό– αυτά φέρνω στο νου μου… Παρόλ’ αυτά τώρα είμαι στο σπίτι. Πώς να στο εξηγήσω, μου λείπει ο κόσμος μου, μου λείπει το τραγούδι! Από τη μία σκέφτομαι «μπορεί, όντως, να μας έχουν σώσει από την αρρώστια και πρέπει να είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτό», όμως είναι άδικο γιατί κλείνουν μόνο έναν κλάδο. Και πίσω από αυτόν τον κλάδο είναι κι άλλα 100 παρακλάδια: Ο άνθρωπος που θα μας νοικιάσει το χώρο, οι πωλητές με τους πάγκους έξω από το πανηγύρι που πουλάνε τις πραμάτειες τους, οι άνθρωποι που θα φέρουν τις καρέκλες και τα τραπέζια, τα γκαρσόνια, οι άνθρωποι που θα φροντίσουν για την κάβα, οι κοπέλες με τα λουλούδια, οι άνθρωποι που θα φέρουν τα ξύλα για να φτιάξουν το πάλκο ώστε να βγω εγώ επάνω και να τραγουδήσω, είναι ο ηχολήπτης, ο φωτιστής, ο ηλεκτρολόγος, οι μουσικοί- και όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν πίσω τους άλλους τόσους ανθρώπους, τις οικογένειές τους. Δεν είναι απλό. Και, προσωπικά, για μένα, δεν είναι μόνο οικονομικό το θέμα μου- γιατί η δουλειά μου είναι η ζωή μου! Γι’ αυτό και δεν ανέβασα ποτέ το μπάτζετ μου, τα τελευταία 10 χρόνια που με ξέρεις, που γνωριζόμαστε- άλλωστε, δεν είμαι καμιά λαϊκή τραγουδίστρια για να βγάζω τα μεγάλα μεροκάματα, είμαι δημοτική τραγουδίστρια.
– Τι θα κάνεις, φέτος, την τόσο διαφορετική για σένα, μέρα του Δεκαπενταύγουστου; Θα ξυπνήσω το πρωί, θα πάω εκκλησία, μετά θα μαζευτούμε στο σπίτι με την οικογένειά μου, θα φάμε, θα κουβεντιάσουμε και θα αναπολήσουμε παλιές όμορφες στιγμές. Θα είναι κάπως στενάχωρη μέρα νομίζω, γιατί κανέναν άλλον Δεκαπενταύγουστο δεν κάθισα στο σπίτι μου άπραγη. Αλλά κάνω το σταυρό μου και λέω ότι έχουμε -η οικογένειά μου, οι άνθρωποι που αγαπώ- την υγειά μας και είμαστε καλά. Θέλω να πιστεύω πως θα ξεπεράσουμε και αυτή τη δυσκολία.
– Σε ποιους τραγουδάς τώρα πια; Κοίτα, το να τραγουδάς στον δικό σου άνθρωπο, μπορείς να το κάνεις κάθε μέρα. Το θέμα είναι ότι θες το κοινό σου, τον κόσμο αυτό που σε περικυκλώνει, που χορεύει, που σου δείχνει την αγάπη του, τη χαρά του και τον πόνο του. Το μαράζι της μάνας μου ήταν πάντα που δεν τραγουδάω στο σπίτι- ε, τώρα το αναπληρώνω κάπως.
– Ποιο είναι το αγαπημένο σου τραγούδι; … Είναι ένα του συγχωρεμένου του Γιώργου του Τζαμάρα, του νονού μου, που ο τίτλος του είναι «Εγώ καλά ήμουν στο χωριό» (μου το τραγουδάει).
– Απ’ τα μεγάλα σου σουξέ; Θα διάλεγα αυτό (τραγουδάει ξανά): Θέλω να ‘μαστε μαζί συνέχεια, συνέχεια / απ’ το βράδυ ως το πρωί συνέχεια, συνέχεια / σ’ ένα δωμάτιο οι δυο να μη χωρίζουμε λεπτό. / Θέλω να ‘μαστε μαζί συνέχεια, συνέχεια / απ’ το βράδυ ως το πρωί συνέχεια, συνέχεια / να μ’ αγαπάς να σ’ αγαπώ, να ‘μαστε πάντα εσύ κι εγώ».
– Θα μου πεις και τον «Άγιο» που τόσο μ’ αρέσει; Αμέ! «Μα, δε σου κάνω τον άγιο, αχ, αμάρτησα! / Για μια νύχτα παράνομα, αχ, περπάτησα…».
Φιλελεύθερα, 9.8.2020.