Κωνσταντία Σωτηρίου, «Brandy Sour», εκδόσεις Πατάκη, 2022

Με το σπονδυλωτό μυθιστόρημα «Brandy Sour» η Κωνσταντία Σωτηρίου έκανε το αναμενόμενο άλμα στη συγγραφική της πορεία. Και αναφέρομαι στο στιλιστικό – υφολογικό και γενικά αισθητικό επίπεδο. Διότι ο κύριος κορμός των θεματικών στοχεύσεων της παραμένει αναλλοίωτος, κυπρογενής και κυπροκεντρικός.

Τι προηγήθηκε και τι άλλαξε λοιπόν; Εκείνο που προηγήθηκε είναι η γυναικεία οπτική γωνία θέασης των δρωμένων στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Κύπρου μέσα από την τριλογία «Η Αϊσέ πάει διακοπές», (2015) «Φωνές από χώμα», (2017) και «Πικρία χώρα» (2019). Στα τρία αυτά αφηγήματα, που ειδολογικά γειτνιάζουν περισσ

ότερο με τη νουβέλα παρά με το μυθιστόρημα, δεσπόζει η γυναικεία ματιά, τόσο από αισθητικής όσο και από θεματικής άποψης.

Το νέο, τέταρτο πεζογραφικό έργο της Κ.Σ. πληροί επαρκέστερα τις ειδολογικές προδιαγραφές και τα χαρακτηριστικά στοιχεία του μυθιστορήματος. Ο θεμέλιος λίθος πάνω τον οποίο οικοδομείται η όλη μυθιστορηματική πλοκή είναι το ξενοδοχείο «Λήδρα Πάλας».

Ένα εμβληματικό σημείο αναφοράς για την Κύπρο των δύο τελευταίων αιώνων, 20ου και 21ου, πολιτικά, κοινωνικά μα και πολιτισμικά. Οι 22 ιστορίες του βιβλίου από αυτό τον συγκεκριμένο χώρο ελαύνονται, σε αυτό διαδραματίζονται και συχνά σε αυτό καταλήγουν.

Σεμνύνομαι να σημειώσω πως κατά κάποιο τρόπο είχα προβλέψει τη νέα συγγραφική εξέλιξη της Κ.Σ. Παρουσιάζοντας το τρίτο βιβλίο της τριλογίας «Πικρία χώρα» από αυτήν εδώ τη στήλη, ανάμεσα σε άλλα, παρατηρούσα: «Δεν γνωρίζω ποια θα είναι τα επόμενα συγγραφικά βήματα της Κ.Σ. Εκείνο που, σχεδόν με βεβαιότητα, εικάζω είναι ότι αυτά τα βήματα θα συνιστούν μετάβαση σε κάτι άλλο από αυτά με τα οποία μας έχει συνηθίσει. Και η μετάβαση αυτή θα εξυπακούει όχι μόνο θεματικούς, αλλά και υφολογικούς ορίζοντες» (Φιλ. 27 Ιουλίου 2020). Όντως, η εξέλιξη των συγγραφικών πραγμάτων δικαιώνει την εκτίμηση αυτή. Μα παν’ απ’ όλα δικαιώνει την ίδια την Κ.Σ. που πραγματοποίησε αυτό το παραπέρα βήμα στη συγγραφική της πορεία.

Όλα τα έργα της Κ.Σ. διακρίνονται πάντα για την αυστηρή, διάφανη και απόλυτα συγκροτημένη αρχιτεκτονική δόμησή τους. Την ίδια ώρα η συμμετρία που τηρείται σε αυτά είναι αριστοτεχνική. Τίποτε δεν υπολείπεται, τίποτε δεν περισσεύει και οι αναλογίες τηρούνται ευλαβικά. Όλα τα πιο πάνω βρήκαν άρτια την έκφρασή τους και στο «Brandy Sour» και μάλιστα σε υπέρτατο βαθμό.

Το πρόσθετο στοιχείο που εντοπίζω στο όλο αρχιτεκτονικό πλέγμα της συγγραφικής δομής έχει να κάμει με τον πλουραλισμό των αφηγηματικών γραμμών. Αυτή τη φορά η συγγραφέας δεν περιορίζεται σε 2-3 διαφοροποιημένες οπτικές θέασης, εκτείνεται σε πολύ περισσότερες. Ίσως σε 22 διαφοροποιημένες γωνίες λήψης, όσες και οι ιστορίες του βιβλίου. Έτσι το έργο γίνεται ακόμα πιο σύνθετο, όπως και η ίδια η ζωή δηλαδή.

Οι αφηγητές – πρωταγωνιστές, αφηγήτριες – πρωταγωνίστριες του νέου βιβλίου της Κ.Σ. ποικίλουν. Είναι ιστορικές προσωπικότητες της εποχής στην οποία αναφέρεται η συγγραφέας, είναι γνωστά και διάσημα πρόσωπα – επισκέπτες στο ξενοδοχείο και στον τόπο μας, αλλά είναι και άσημα άτομα που ανήκουν στους εργαζόμενους του «Λήδρα Πάλας».

Στους τελευταίους συγκαταλέγονται ο μετρ του ξενοδοχείου, ο θυρωρός, μια καμαριέρα – υπηρέτρια, ο σερβιτόρος στο μπαρ που εμπλέκεται και στον αγώνα της ΕΟΚΑ, μια καθαρίστρια και άλλοι. Στους επώνυμους ήρωες του μυθιστορήματος περιλαμβάνονται ο Εβραίος αρχιτέκτονας του ξενοδοχείου, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, ο λαϊκός ζωγράφος Μιχάλης Κκάσιαλος, ο δήμαρχος Λέλλος Δημητριάδης.

Κάθε ένα από τα 22 αφηγήματα που συναποτελούν το βιβλίο έχει δεσπόζον θεματικό μοτίβο ένα πρόσωπο και ένα ποτό. Το ιδιότυπο αυτό δίδυμο βοήθα το νήμα του συνολικού μύθου να ξετυλιχθεί. Κι αυτό γίνεται με φαντασία, ευρηματικότητα και ευαισθησία.

Τα αλκοολούχα ποτά που αξιοποιούνται συγγραφικά είναι η κουμανταρία, η ζιβανία, το κονιάκ και η μπίρα, όπως επίσης και το πασίγνωστο κοκτέιλ Brandy Sour απ’ όπου πήρε τον τίτλο του το μυθιστόρημα. Ξεχωρίζουν επίσης τα τσάγια, τα καμωμένα από τη χλωρίδα του τόπου μας όπως λεβάντα, γιασεμί, τριαντάφυλλο, ζαμπούκος και δυόσμος. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει βέβαια να γίνει και στα παραδοσιακά ροφήματα του τόπου μας αλλά και της ευρύτερης περιοχής όπως το έψημα, το αϊράνι και η σουμάδα.

Γενικά οι συνταγές και η λεπτομερής, αναλυτική καταγραφή του τρόπου παρασκευής φαγητών και ποτών είναι προσφιλές μεθοδολογικό εργαλείο στο συγγραφικό εργαστήρι της Κ.Σ., αφού απαντάται και σε προηγούμενα βιβλία της. Οι συνταγές γενικά αξιοποιούνται ως εφαλτήριο για αφηγηματικά άλματα στην ιστορία και την παράδοση και συνήθως διανθίζουν τον κεντρικό μύθο με το ηχόχρωμα, τις γεύσεις και τα αρώματα μιας εποχής.

Συνολικά, το «Brandy Sour» θεωρώ πως είναι ένα βιβλίο με αξιώσεις, αισθητικές, ιστορικο-πολιτικές και κοινωνικές. Σε αντίθεση με την τριλογία που προηγήθηκε, η οποία είχε σχετικά περιορισμένη χρονολογική εμβέλεια, το σπονδυλωτό αυτό μυθιστόρημα ξεκινά από τα τελευταία προανεξαρτησιακά χρόνια και φτάνει μέχρι τις μέρες μας.

Αυτή η χρονολογική έκταση δίνει στη συγγραφέα την ευχέρεια να ξεδιπλώσει περισσότερο τις λογοτεχνικές αρετές της, βγαίνοντας από τα όρια της λογοτεχνίας του τραύματος, όπως συνηθίζεται να αποκαλείται η περίοδος πέριξ του 1974 και η λογοτεχνική μετάπλασή της.

[email protected]