Περπατώντας στη λεωφόρο Νίκης της Θεσσαλονίκης το προηγούμενο σαββατοκύριακο, κοντά στο «Garcon Brasserie», στη γωνία με την Αγίας Σοφίας, ξεκίνησα ν’ ακούω απ’ το Spotify τα τραγούδια του Κωνσταντίνου Βήτα από την «Ομόνοιά» του (της Αθήνας) – ακουμπάνε εξωγήινα κι αυτές του οι μουσικές-ανέγγιχτα κομμάτια της ψυχής που δεν φανταζόσουν ποτέ πως κατοικούσαν εντός ενός σύμπαντος με απροσδιόριστες δυνατότητες και προοπτικές, υποδεικνύοντας έναν ίσιο δρόμο σε μια ευθεία γραμμή γεμάτη όμως από υπόκωφες στροφές.

Και θυμήθηκα εκείνη τη συνάντησή μας, πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια, σ’ ένα σπίτι που έμενε τότε, κοντά στην Ακρόπολη, ισόγειο, με χαμηλό φωτισμό, με λίγα βιβλία, ελάχιστα cds και μυρωδιές φρεσκομαγειρεμένων χορταρικών στον ατμό, καθισμένοι δίπλα δίπλα σ’ ένα μονόχρωμο καναπέ που κοιτούσε σ’ ένα τοίχο χωρίς πίνακες, να μιλάμε για την αγάπη.

«Αυτή είναι το ζητούμενό σου;». «Βλέπω την αγάπη σαν ένα δρόμο, όχι όμως με την έννοια του “σ’ αγαπώ, μ’ αγαπάς”. Απ’ τη στιγμή που ξεκινάει κάποιος να σέβεται και να εκτιμά λίγο τον εαυτό του, αυτήν αναζητά. Η αγάπη είναι ένας δύσκολος δρόμος, αλλά μ’ ενδιαφέρει πολύ αυτός ο δρόμος – είναι μία επαναστατική πράξη, καλυτερεύει τον κόσμο γύρω μας, μαλακώνει τα πράγματα…». «Έσπασαν πολλά κομμάτια μέσα σου μέχρι να την ανακαλύψεις;». «Δεν έχω ανακαλύψει κάτι. Προσπαθώ». «Τι σημαίνει αυτό το συναίσθημα για σένα;». «Μου έχει διώξει το φόβο – τον οποιοδήποτε φόβο είχα μέσα μου. Γίνομαι πιο ευρυγώνιος με την αγάπη».

Μου είχε μιλήσει για την παιδική του ηλικία, για το πόσο κακός μαθητής ήταν, για τη δυσλεκτικότητά του, για την μη επικοινωνία του με τους συμμαθητές του, για τη μουσική που δεν ήταν ποτέ στα πλάνα του, για το ξεκίνημά του σε περιοδικά ως γραφίστας και σελιδοποιός παράλληλα με την καθημερινή του δουλειά σε κάποια πιτσαρία, στα μάρμαρα και σε μάντρες.

«Μπορεί να ζει κάποιος χωρίς όνειρα;». «Όνειρα έκανα μέχρι 25 χρόνων – είχα βάλει κάποιους στόχους να κατακτήσω ορισμένα πράγματα. Ξέρεις, ήταν πολύ δύσκολο, γενικά, να επιβιώσω – κατάγομαι, άλλωστε, από πολύ φτωχή οικογένεια. Για να πάρω, για παράδειγμα, το πρώτο μου ποδήλατο ή την πρώτη μου κιθάρα δούλευα τα Καλοκαίρια στα εργοστάσια. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα γίνω κάτι, ότι θα γίνω κάποιος. Ούτε και τώρα, όμως, πιστεύω ότι είμαι τίποτα σπουδαίο – αισθάνομαι σαν οποιοδήποτε άλλον άνθρωπο, δεν νιώθω ότι κάνω κάτι ξεχωριστό στη ζωή μου».

Ανατρέχω στα μουσικά μου αρχεία και πλησιάζοντας στον Βαρδάρη απ’ την Δωδεκανήσου με το σινεμά «Λαϊκόν» (που έκλεισε) και το «Ίλιον» (που κατεδαφίστηκε) απέναντι, εναλλάσσω στ’ αφτιά μου τα πιο αγαπημένα μου δικά του: «Οι καρδιές μας χτυπούν σαν παιδιά που ορίζουν το τέλος / όλ’ αυτά που `χες πει, τώρα μοιάζουν μ’ ένα έρημο μέρος / και σαν χρόνος γυρνά όλο αυτό που ποτέ δεν τελειώνει / ένα τρένο περνά και στο τέλος της γης ξημερώνει», «Όλα σου τα συγχωρώ ψυχή μου / δεν μπορώ να τα κρατώ μεσ’ στη ζωή μου», «Κάποιοι θα πάρουν κάτι από εσένα / θα αναγκαστείς να πληρώσεις και κάτι έξτρα / θα μείνεις φτωχός μα θα ‘χεις εμένα, όπου κι αν είσαι εδώ ή στα  ξένα», «Πες μου αν μ’ αγαπάς, δώσμου μια ευκαιρία για να μείνω / αστροναύτης σκέφτομαι όλο πιο πολύ θέλω να γίνω / να σε πάω μακριά μες στο γαλαξία ν’ αρμενίζεις / και φωτογραφίες να τραβάς τη γη όταν γυρίζεις». «Είσαι αισιόδοξος, Κωνσταντίνε;». «Πολύ! Δεν ήμουνα, έγινα με το χρόνο. Το θεωρώ βλακεία να μην είναι κάποιος αισιόδοξος, είναι χάσιμο χρόνου». «Πότε το κατάλαβες αυτό;». «Όταν βγήκα απ’ το σκοτάδι». «Ήταν επώδυνη αυτή η διαδικασία;». «Είναι πολύ άσχημο να ζεις σ’ ένα πηγάδι… Θέλησα πολύ να βγω έξω, κι όταν βγήκα ήμουνα πολύ ευγνώμων. Έστω κι ας μην είχα τίποτα, κι ας έβλεπα μόνο ένα σύννεφο στον ουρανό. Η ζωή που ζούμε είναι πάρα πολύ δύσκολη, αλλά νομίζω ότι μόνο η αισιοδοξία θα φέρει την επανάσταση και τις σωστές αλλαγές που πρέπει να γίνουν στον πλανήτη μας. Πιστεύω στο καλό -ότι υπάρχει το καλό!- και δεν υπάρχει μόνο το κακό που δημιουργούν οι άνθρωποι». «Πού βρίσκεται το καλό;». «Μέσα μας. Το καλό υπάρχει όταν αρχίσεις να αντιλαμβάνεσαι την αγάπη. Αυτή είναι η αρχή για να ξεκινήσεις να σέβεσαι τον εαυτό σου, το χώρο που είσαι, το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεσαι και αργότερα τα πάντα. Είναι η αρχή για να αρχίσεις να εκτιμάς». «Μόνοι μας βγαίνουμε απ’ το σκοτάδι ή χρειαζόμαστε βοήθεια;». «Μόνοι μας. Η θέλησή μας αρκεί όταν μας αγκαλιάζει το σκοτάδι».

Νοητικά τον είχα ευχαριστήσει για άλλη μια φορά, έτσι όπως έδυε ο ήλιος πίσω από τις πολυκατοικίες της κακόφημης συνοικίας που βρισκόμουν ήδη, θυμίζοντάς μου πως ό,τι κι αν γίνει -αναγκαστικά- θα ξημερώσει σε λίγες ώρες.

Κι όπως είχα αγωνία για τη συνάντηση της επόμενης μέρας σ’ ένα ραντεβού που δεν είχε ποτέ οριστεί, στην πόλη που θεμελίωσα τα πιο πληγωμένα κομμάτια της δεκαετίας των είκοσί μου χρόνων, σε ένα parking της οδού Αφροδίτης -εκεί όπου κάποτε ήταν σε σειρά τα πορνεία της πόλης, προτού βυθιστεί η περιοχή στην απαξίωση και ζωντανέψει ξανά τα τελευταία τρία χρόνια με την άνθηση των new age διαμερισμάτων-παλιών γραφείων που έγιναν Airbnb πολυτελείας-, αντίκρυσα αυτό το graffiti της φωτογραφίας για τον κύριο Ντίνο και το ποιητικό του πεδίο στην περιοχή. Τόσες μέρες έλεγα να πάω να δω τι απέγινε ο τάφος του -αν υπήρχε ακόμα «ζωντανός»- μα το απέφευγα σαν διαίσθηση εγκατάλειψης. Αλλά, να, που ήρθε αυτό ξαφνικά μπροστά μου. Σαν προμήνυμα επόμενης επίσκεψης.

[email protected]

Ελεύθερα, 26.5.2024