Ο μεγαλύτερος Έλληνας ροκ σταρ γιορτάζει 50 χρόνια στο τραγούδι, συνεχίζοντας -συνεπής στις αξίες και στις αρχές του, μα, κυρίως στον ίδιο του τον εαυτό- να «στέλνει χαιρετίσματα στην εξουσία» και να «φοβάται όλα αυτά που θα γίνουν για εκείνον, χωρίς εκείνον», μαζί με το πιο φανατικό κοινό τραγουδιστή στην Ελλάδα – το δικό του!
Ο Βασίλης έχει μια «κανονικότητα» που σπανίζει. Ζει, κινείται, σκέφτεται, λειτουργεί, με τρόπο που δεν αφήνει κανένα ποτέ περιθώριο για παρερμηνείες «ύφους» και star quality που δεν τον αφορούν, απόρροια ίσως της μεγάλης του φήμης και της ακραίας -για τα δεδομένα της Ελλάδας- αποθέωσης που βίωσε σε ασφυκτικά γεμάτα στάδια και συναυλίες όπου εμφανίστηκε σε αυτό τον μισό αιώνα καριέρας – ο Βασίλης (σκέτο, χωρίς επώνυμο για τους ακροατές-φίλους του) είναι απτός και ανθρώπινος, είναι γήινος και ποιητικός, είναι σταρ και «καθημερινός», μοναχικός και κοινωνός της μουσικής του που αγκαλιάζει και ενώνει, απελευθερώνει και ευαισθητοποιεί· δεν τον αφορά η αριθμητική των πραγμάτων, οι «τύποι» και οι «κανόνες» του μουσικού «εμπορίου» των πολυπλατινένιων και των sold out, μα μόνο ό,τι εντός του πάλλεται κάθε φορά επάνω στο stage, «με τα παιδιά», με την καρδιά του που χτυπάει σα να ‘ναι 18χρονου και όχι ενός κορυφαίου της ελληνικής δισκογραφίας με ιστορία και μέλλον άλλων 50 χρόνων απογείωσης και αδελφοποιημένων ψυχών. Φοράει (σχεδόν πάντα) μαύρο φανελάκι, πίνει καφέ σκέτο, του αρέσουν οι βόλτες, έχει λατρεία στην κόρη του, θαυμάζει τη γυναίκα του, και αντιμετωπίζει -ανέκαθεν, συνέβαινε αυτό- το τραγούδι ως «τρόπο έκφρασης» και όχι ως «τρόπο κέρδους» – σπάνιο, σπανιότατο, αλλά ο Βασίλης είναι η εξαίρεση μεταξύ των Ελλήνων τραγουδιστών των «αρπαχτών» και όχι της ουσίας.
Τον είχα ρωτήσει κάποτε «γιατί τραγουδά ακόμα». Κάπως συνοφρυώθηκε σαν η ερώτηση να ήταν «γιατί ο ήλιος βγαίνει κάθε πρωί απ’ την Ανατολή;». «Μα, γιατί δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό. Επίσης, το “διαβατήριο” μού το δίνει ο κόσμος, το κοινό. Αν δεν συνέβαινε αυτό, θα καθόμουνα στ’ αβγά μου». «Ο χαρακτηρισμός του “κορυφαίου Έλληνα ροκ σταρ” πώς σου ακούγεται;». «Ποτέ δεν έβαλα ταμπέλες σε ό,τι αφορά στον εαυτό μου. Έρχομαι σε αμηχανία όταν τα ακούω αυτά που μου λες. Είμαι ο Βασίλης και τραγουδάω αυτά που αγαπώ. Αν κάποιος έχει την ανάγκη να ταξινομήσει, να βάλει σε κουτάκια αυτό που ακούει και βλέπει είναι δικαίωμά του – όμως, ποτέ μου δεν το έβλεπα έτσι».
– Αν δεν είναι «σταρ» αυτός που θυμάμαι να αποθεώνουν στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, στο Παναθηναϊκό Στάδιο ή στο Καυτανζόγλειο με 50 και 100 χιλιάδες κόσμου να περιμένουν ουρές απέξω στις συναυλίες του, τότε ποιος είναι; … Είμαι ένας καλός τραγουδιστής.
– Εσύ, πως ένιωθες ανεβαίνοντας στη σκηνή, με τόσες δεκάδες χιλιάδες κοινού από κάτω, σε στιγμές μεγάλης αποθέωσης; Αυτό με κάνει ευτυχή. Και συνεχίζει να μου δίνει ακόμη μεγαλύτερη ευθύνη ώστε, κάθε φορά που βγάζω κάτι, να είναι πάντα κοσκινισμένο και περασμένο και από το συναίσθημά μου, αλλά και από τη συνείδησή μου.
– Δεν έχασες τον εαυτό σου εκείνα τα χρόνια; Γνώρισαν αμέσως επιτυχία οι δίσκοι που έβγαλα κι έτσι δεν χρειάστηκε να κάνω κάποιο συμβιβασμό στις επιλογές μου. Τα «όχι» μου στις «σειρήνες» είχαν περιεχόμενο και αποτέλεσμα. Απ’ την άλλη, τι είναι ο «εμπορικός»; Γιατί κι εγώ πολύ εμπορικός θεωρούμαι.
– Όλη αυτή η μεγάλη δημοσιότητα δεν σε έφερνε σε δύσκολη θέση; Στην αρχή κολακεύτηκα. Το ευχαριστιόμουν που περπατούσα στο δρόμο και με χαιρετούσαν. Αλλά ποτέ δεν ήμουν ο «Παπακωνσταντίνου». Μ’ έλεγαν πάντα «Μπίλυ», «Βασιλάκη» και «Γεια σου, αρχηγέ». Μετά δυσκολεύτηκα, γιατί οι εκδηλώσεις λατρείας είχαν γίνει υπερβολικές. Με ρωτούσαν, για παράδειγμα, τι να κάνουν, πώς να φερθούν στην κοπέλα τους, μου εκμυστηρεύονταν πολύ προσωπικά τους θέματα – γιατί πάντα βλέπω τα παιδιά στις εμφανίσεις μου. Δεν μπορούσα να τα βγάλω πέρα. Ή θα τρελαινόμουν ή θα έπρεπε να το πάω αλλιώς. Ύστερα ήρθαν και οι ενοχές τού ποιος είμαι εγώ, γιατί να με βλέπουν έτσι.
– Αισθανόσουν ενοχές ακόμα κι όταν έβγαλες τα πρώτα σου λεφτά απ’ τη δουλειά σου; Και αυτό. Μαζί με τη δόξα -που πίστευα πως δεν την άξιζα- ήρθαν και τα λεφτά. Χωρίς να είναι πολλά βέβαια, γιατί εμείς δεν τραγουδάμε σε μπουζούκια με γαρδένιες, πιάτα και σαμπάνιες. Ναι, ένιωσα ενοχές και για τα χρήματα.

Όλα οφείλονται στην αλήθεια! Αν είσαι αληθινός, δεν μπορείς να μην συγκινείσαι. Η ευαισθησία δεν συνηθίζεται ούτε αυξομειώνεται με τα χρόνια. Ακόμη ανεβαίνω στη σκηνή και χτυπάει τόσο δυνατά η καρδιά μου, σα να ‘ναι η πρώτη μου φορά
Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, αυτός που γνωρίζω εγώ, μου έκανε «δώρο» κάποτε εν αγνοία του, ύστερα από άλλη μία συνέντευξή μας, το ωραιότερο βράδυ της ζωής μου, σε ένα ταβερνάκι με ψάρια φρέσκα χόρτα και σαλάτα χωριάτικη, επάνω σε ένα τραπέζι δίπλα στη θάλασσα, στο «λαϊκό» Λαύριο με τα φουγάρα και το κύμα που χτυπούσε στα βότσαλα δίπλα, σαν εικόνες της δεκαετίας του ’70 και του ‘80, με την Ελένη, την Νικολέττα και το σκυλί τους, τους απλούς ανθρώπους που τον έλεγαν «Βασίλη», με μια οικειότητα και ειλικρινή διάθεση που σπανίζει. Τότε τον θαύμαζα. Σήμερα πια τον αγαπώ. Και αισθάνομαι πως αυτά τα 50 χρόνια που θα γιορτάσουμε μαζί του στις 7 Ιουλίου, στη Λευκωσία, θα ‘ναι ένα ιδιαίτερο «χρόνια πολλά» «στους κουρσάρους που σαλτάρισαν/ στους προφήτες που σαλπάρισαν/ στους παπάδες που κολάστηκαν/ στους ροκάδες που κουράστηκαν». Σε σένα και σε μένα, σε αυτό που ήμασταν, σε αυτό που θα θέλαμε να είμαστε και σε αυτό που ελπίζουμε πως δεν χάθηκε (ακόμα) – με soundtrack των ονείρων και της ζωής μας όλης, τη φωνή του Βασίλη. Πάντα.
– Είσαι «ο ευσυγκίνητος ροκ σταρ» που διάβασα κάπου να λένε για σένα; Μπα… Όλα οφείλονται στην αλήθεια! Αν είσαι αληθινός, δεν μπορείς να μην συγκινείσαι. Η ευαισθησία δεν συνηθίζεται ούτε αυξομειώνεται με τα χρόνια. Ακόμη ανεβαίνω στη σκηνή και χτυπάει τόσο δυνατά η καρδιά μου, σα να ‘ναι η πρώτη μου φορά! Έχω ακόμα την αγωνία αν όλα πάνε καλά, αν το κοινό θα είναι εντάξει – παρακολουθώ τα πάντα μέσα στα δύο πρώτα τραγούδια. Όταν πια ησυχάζω, αρχίζω να αποδίδω και να φτιάχνω μια συναισθηματική ατμόσφαιρα. Μόνο τότε.
– Η υστεροφημία σε αφορά; Δεν ήταν επιδιωκόμενό μου αυτό. Αλλά ύστερα από τόσα χρόνια μάλλον τα ‘χω καταφέρει. Ασυνείδητα βέβαια.
– Γιατί αποφεύγεις τόσο πολύ τις συνεντεύξεις, τις φωτογραφίσεις, τις παρουσιάσεις δίσκων; Αυτά συνιστούν «καριέρα». Αλλά εγώ δεν κάνω «καριέρα». Κάνω πορεία ζωής.

10 TRIVIA ΓΙΑ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ
- Το 1972 καταγράφεται η πρώτη επαγγελματική συμμετοχή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου σε δίσκο, στην «Ελληνική χώρα», όπου ερμήνευσε τα τραγούδια «Ντιρλαντά» και «Ο Σταμούλης ο λοχίας», ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησαν και οι δύο πρώτοι δικοί του δίσκοι βινυλίου 45 στροφών: «Σε είδα κι αναστήθηκα / Χελιδονάκι» και «Δυο φίλοι / Φίλοι καλοί μου κι αδερφοί». Ο πρώτος του ολοκληρωμένος δίσκος κυκλοφόρησε το 1975, με τίτλο «Τα αγροτικά».
- Το 1974 είχε την πρώτη του σημαντική γνωριμία: Με τον Μίκη Θεοδωράκη στο Παρίσι, με τον οποίο συνεργάστηκαν επαγγελματικά δύο χρόνια αργότερα. Το 1975 γνωρίστηκε και με τον Μάνο Λοΐζο -μία σχέση που εξελίχθηκε σε βαθιά φιλία, ενώ έχει πει για εκείνον και το χαρακτηριστικό: «Αν δεν ήμουν γιος του πατέρα μου, θα ήθελα να ήμουν γιος του Μάνου Λοΐζου»- και συμμετείχε, αρχικά, στην ηχογράφηση του δίσκου του «Τα τραγούδια του δρόμου», ενώ την ίδια περίοδο συνεργάζεται και με τον Θάνο Μικρούτσικο. «Με τον Θάνο Μικρούτσικο γνωριστήκαμε σε μια συγκέντρωση και με μια χειραψία γίναμε φίλοι, λες και είχαμε ζήσει μια ζωή μαζί. Συνεργασίες, άπειρες συναυλίες μαζί, πρωί πρωί σε εργοστάσια, σε απεργίες…», θα έλεγε για τον κορυφαίο συνθέτη, λίγες μέρες μετά τον θάνατό του. Το 1979, εξάλλου, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου θα ερμήνευε ποίηση του Νίκου Καββαδία στον δίσκο – ορόσημο της ελληνικής δισκογραφίας «Σταυρός του Νότου», σε μουσική του Θάνου Μικρούτσικου – ένα δίσκος και μια συνεργασία που θα έβαζαν τον κορυφαίο Έλληνα ροκ σταρ στα μεγάλα «σαλόνια» πια της ελληνικής δισκογραφίας.
- Οι δίσκοι του Βασίλη «Βασίλης Παπακωνσταντίνου» (1978) και «Φοβάμαι» (1982), αρχίζουν να καθιερώνουν τον Βασίλη σε συγκεκριμένο ροκ είδος μουσικής και ηλεκτρικό ύφος, που συνοδευόταν πάντα με «ψαγμένο» αιχμηρό-ποιητικό στίχο. Εκείνη την περίοδο ο Βασίλης γνωρίζεται και με τον Νικόλα Άσιμο και συμμετείχε στον πρώτο του δίσκο «Ο Ξαναπές».
- Ωστόσο, οι δίσκοι και τα τραγούδια του σε αυτά τα 50 χρόνια παρουσίας του στην ελληνική μουσική δεν αφορούν μόνο ηλεκτρικούς ροκ ρυθμούς και δυναμικές εκρήξεις, αλλά διαθέτουν και μια ευαίσθητη, ρομαντική και ερωτική πλευρά. Πολλά από τα τραγούδια του μπορούν να χαρακτηριστούν «ερωτικά», ενώ δεν είναι λίγες οι μπαλάντες που έχει τραγουδήσει μέσα στα χρόνια, πάντα με τον δικό του, ιδιαίτερο και χαρακτηριστικό τρόπο. Θυμηθείτε το «Σ’ ακολουθώ» – ένα από τα 10 πιο εμπορικά ερωτικά τραγούδια στην σύγχρονη ιστορία της ελληνικής μουσικής, σύμφωνα με τον επίσημο κατάλογο ελληνικής δισκογραφίας του Πέτρου Δραγουμάνου…
- Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου αρχίζει να εδραιώνεται πια και ως ένας κατ’ εξοχήν «συναυλιακός» καλλιτέχνης. Τον Απρίλιο του 1985, 16.000 θεατές συγκεντρώθηκαν στην πρώτη του μεγάλη προσωπική συναυλία στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Το επανέλαβε τον Ιούνιο του 1987 στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Από τότε οι συναυλίες του -κάθε χρόνο, ιδίως τα Καλοκαίρια, σε όλη την Ελλάδα, την Κύπρο και τον κόσμο- αποτελούν γεγονότα και σημεία αναφοράς της μαζικότητάς τους.
- Σε αυτούς τους συναυλιακούς χώρους και στα ασφυκτικά γεμάτα πάντα στάδια «γεννήθηκαν» συνθήματα που παραμένουν ζωντανά έως σήμερα να ακούγονται δυνατά από το φανατικό του κοινό στις live εμφανίσεις του, όπως το -κλασικό πια- «Βασίλη, ζούμε για να σ’ ακούμε», το «Τελεία και παύλα, Βασίλη είσαι κ@@λα», το «Βασίλη έλα, μας πιάνει τρέλα», το «Στον τάφο μου επάνω δεν θέλω εγώ καντήλι, μονάχα ένα στέρεο ν’ ακούω το Βασίλη», αλλά και ο θρυλικός στίχος – σύνθημα «Δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη».
- Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου έχει ερμηνεύσει σε αυτά τα 50 χρόνια πορείας του πάνω από 1000 τραγούδια, έχει συμμετάσχει σε σχεδόν 200 δίσκους (προσωπικούς και συμμετοχές) και έχει τραγουδήσει περισσότερους από 200 συνθέτες και στιχουργούς. Όταν είχαν γίνει σχετικές ψηφοφορίες μεταξύ των χιλιάδων θαυμαστών του Βασίλη, από τα (πολύ ενημερωμένα πάντα και με πλούσιο υλικό) fan clubs του, πρώτο σε προτιμήσεις, από όλα αυτά τα τραγούδια που έχει ερμηνεύσει σε αυτό τον μισό αιώνα παρουσίας του στο τραγούδι, βρέθηκε το τραγούδι «Βικτώρια», σε μουσική του ίδιου και στίχους του Άλκη Αλκαίου: «Στη Λεωφόρο σε ζητώ και στη Βικτώρια / κι από το στέκι μας περνάω το παλιό / ξέρεις καλά πως πια δεν έχω περιθώρια / ξέρω καλά πως θα σαλτάρω αν δε σε βρω…».
- Τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο, έχει ταυτιστεί με τα μεγάλα Φεστιβάλ της ΕΔΟΝ, στις πάντα sold out συναυλίες του στο νησί. Άλλωστε, ποτέ στο παρελθόν δεν έκρυψε την Αριστερή του «ταυτότητα», χωρίς, ωστόσο, αυτή να αφορά σε συγκεκριμένο κόμμα ή κομματικό σχηματισμό. «Η Αριστερά δεν παίρνει επιθετικό προσδιορισμό», έχει πει. «Ή είναι Αριστερά ή δεν είναι. Είμαι με την Αριστερά, δε χωράει “δήθεν” στην Αριστερά {…} Είμαι έξαλλος που η ελληνική Αριστερά είναι διαιρεμένη σε τόσο κομμάτια. Τους καταλογίζω ευθύνες και θα τους καταλογίσει και η ιστορία ευθύνες. Έπρεπε να ήταν μαζί, ενωμένοι».
- Άγνωστο περιστατικό με τον Δημήτρη Μητροπάνο, όπως το περιέγραψε ο ίδιος – απόρροια κι αυτό των Αριστερών του πεποιθήσεων: «Με τον Δημήτρη γνωριστήκαμε στον στρατό. Ήμουν μέσα στη χούντα φαντάρος, παρουσιαστήκαμε μαζί στην Τρίπολη. Όταν ήρθαν τα πολιτικά φρονήματα εγώ έγινα οδηγός τανκ και ο Μητροπάνος μουλαράς. “Εγώ τουλάχιστον αγάπησα το μουλάρι μου, εσύ το τανκ το αγάπησες;”, μου είπε κάποτε σκωπτικά».
- Πληροφορία bonus: Στο σπίτι του δεν ακούει μουσική. Μόνο για ενημέρωση ή για κάποια νέα του δουλειά. Και, σίγουρα, δεν ακούει ποτέ στο σπίτι του τραγούδια δικά του.
- Info: Η μεγάλη επετειακή συναυλία για τα 50 χρόνια του Βασίλη Παπακωνσταντίνου θα γίνει την Παρασκευή 7 Ιουλίου, στις 19:00, στον Τάφρο της Πύλης Αμμοχώστου, στη Λευκωσία, στα πλαίσια του 35ου Παγκύπριου Φεστιβάλ Νεολαίας και Φοιτητών της ΕΔΟΝ. 22766459.