Είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς Έλληνες ηθοποιούς, με σπουδαία καριέρα και διακρίσεις στην τηλεόραση, τον κινηματογράφο και το θέατρο. Στην πρώτη του συνεργασία με κρατική σκηνή, συμμετέχει αυτό το καλοκαίρι στην παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος με τις Τρωάδες του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη, υποδυόμενος τον Ποσειδώνα.
Η τραγωδία παρουσιάζεται στην Κύπρο και το Κούριο στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος και προορίζεται ν’ ανέβει τον Αύγουστο και στην Επίδαυρο. Ο Αντώνης Καφετζόπουλος, πάντως, ανήκει στις εξαιρέσεις των ηθοποιών που δεν αισθάνονται επιπρόσθετο δέος όταν παίζουν στο αργολικό θέατρο, καθώς θεωρεί ότι προέχει ο σεβασμός απέναντι στο μνημείο. Εξάλλου, ο ίδιος αισθάνεται δέος όπου κι αν παίζει καθώς θεωρεί ότι στο θέατρο τη διαφορά την κάνει πάντα η αγάπη του κοινού.
– Τι μάς διδάσκει ο Ευριπίδης στις Τρωάδες; To έργο γράφτηκε εν θερμώ ως απευθείας σχόλιο για κάτι που συνέβη στην εποχή του. Η ιδιομορφία του ευριπίδειου λόγου είναι ότι εμπεριέχει έναν σαρκασμό. Εξιστορώντας την άλωση της Τροίας από τους Έλληνες, προβαίνει σε μια ευθύβολη κριτική για την πολιτική των Αθηναίων της εποχής του που κατέλαβαν μια ανεξάρτητη ελληνική πόλη, τη Μήλο, σφάζοντας τους ενήλικες και εξανδραποδίζοντας τα γυναικόπαιδα. Πρωταγωνίστριά του είναι μια γυναίκα από την πλευρά των ηττημένων, η Εκάβη. Στην ερμηνεία του αρχαίου δράματος, το μεγάλο ενδιαφέρον συχνά στρέφεται στον ή στην ηθοποιό που θα πρωταγωνιστήσει.
– Έχει σημασία αν ο ρόλος είναι πρωταγωνιστικός ή όχι όταν πρόκειται για αρχαίο δράμα; Όχι. Όλοι είναι σημαντικοί. Εγώ δεν παίζω τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Υποδύομαι τον Ποσειδώνα, που βγαίνει στην αρχή και εξιστορεί την υπόθεση θέτοντας τα πράγματα στην ηθική τους βάση, κατά τον Ευριπίδη, ότι δηλαδή όποιος προβαίνει σε τέτοιες φρικιαστικές πράξεις αργά ή γρήγορα θα το βρει μπροστά του. Υπό μια έννοια, είναι πρωταγωνιστικός ο ρόλος. Στο σύντομο διάστημα που βρίσκεται μόνος στη σκηνή εισαγάγει το διακύβευμα. Αυτοί οι ρόλοι είθισται να ανατίθενται σε πρωταγωνιστές- και ορθώς. Χρειάζεται η εμπειρία και τα εφόδια που έχει κανείς για να ανταπεξέλθει. Πραγματική πρωταγωνίστρια, όμως, είναι η Εκάβη κι έχουμε το μεγάλο προνόμιο να έχει αναλάβει τον ρόλο η Ρούλα Πατεράκη.
– Πώς βλέπετε την Εκάβη της; Είναι μια σπουδαία ηθοποιός και μου κάνει κέφι και ως άνθρωπος. Ταιριάζω με τη Ρούλα, μ’ αρέσει να τη βλέπω, κάθομαι κάθε μέρα στην πρόβα και την παρακολουθώ. Την κοιτάζω πάντα με τρυφερότητα και δεν χάνω ποτέ το ενδιαφέρον μου. Γνωρίζει κάθε φορά σε βάθος το κείμενο που πρόκειται να αποδώσει, αντιλαμβάνεται το νόημα των πραγμάτων. Κι αυτό δεν το κάνει ποτέ βαρετό.
– Με ποιον τρόπο γίνεται η αναγωγή στο σήμερα; Σήμερα, υπάρχει ένας ελέφαντας στο δωμάτιο που είναι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Δεν ξέρω αν υπόλοιποι συντελεστές έχουν στο μυαλό αυτόν τον παραλληλισμό, εγώ σίγουρα τον έχω. Αν το δει κανείς σε επίπεδο αιώνα, το μυαλό μπορεί να πάει στο Πόλεμο του Βιετνάμ. Στην τρέχουσα συγκυρία, όμως, δεν μπορείς να μην το συνδέσεις μ’ αυτό που συμβαίνει με την εισβολή της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Είναι ένα αντιπολεμικό έργο που σε βάζει να δεις τα πράγματα από την πλευρά αυτών που δέχονται μια βίαιη και υπέρμετρη επίθεση από έναν ισχυρό αντίπαλο, που ακόμη κι όταν πετύχει τους στρατιωτικούς του στόχους επιδιώκει να τους εξευτελίσει επιδεικνύοντας κτηνώδη συμπεριφορά.
– Η συμμετοχή σε παραγωγές αρχαίου δράματος αλλάζει τον ηθοποιό; Καθόλου. Η δουλειά του ηθοποιού είναι πάντα μία: να προσπαθήσει να εξαπατήσει ένα κοινό που είναι πρόθυμο να εξαπατηθεί. Να κάνει για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου τους θεατές να πιστέψουν ότι πράγματι όσα διαμείβονται δεν τα λέει ο ηθοποιός που εκφέρει τα λόγια, αλλά ο χαρακτήρας- ο θεός Ποσειδώνας στη δική μου περίπτωση. Αν το πετύχεις αυτό, όλα είναι ωραία στο θέατρο.

«Η δουλειά του ηθοποιού είναι πάντα μία: να προσπαθήσει να εξαπατήσει ένα κοινό που είναι πρόθυμο να εξαπατηθεί. Να κάνει για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου τους θεατές να πιστέψουν ότι πράγματι όσα διαμείβονται δεν τα λέει ο ηθοποιός που εκφέρει τα λόγια, αλλά ο χαρακτήρας»
– Δεν έχει σημασία το γεγονός ότι οι χαρακτήρες αυτοί είναι αρχετυπικοί; Να πω την αλήθεια, αν ξύσει κανείς την επιφάνεια οποιουδήποτε καλού σύγχρονου έργου και χαρακτήρα από κάτω θα βρει αρχετυπικά χαρακτηριστικά για να στηρίξει τη δουλειά του. Πάντα σ’ ένα αρκούντως καλό έργο υπάρχουν και διακυβεύονται ηθικά διλήμματα πανανθρώπινης σημασίας.
– Δεν υπάρχουν, όμως, αταλάντευτες και αδιαπραγμάτευτες προϋποθέσεις όταν ανεβάζει κανείς αρχαίο δράμα; Όχι, φαίνεται ότι δεν υπάρχουν. Βλέπουμε αρκετά συχνά παραστάσεις που καταργούν ή καταστρατηγούν κάθε εργαλείο που χρησιμοποίησε πριν από 2500 χρόνια ένας άνθρωπος για να γράψει το έργο, προκειμένου να το δουν με νέα ματιά. Κάποιες φορές αυτό είναι πετυχημένο και ανοίγει ένα παράθυρο. Τις περισσότερες φορές, όμως, ξεφεύγουν σ’ έναν άκρατο φορμαλισμό που κατασιγάζει το ενδιαφέρον. Το κείμενο, πάντως, παραμένει πάντα από κάτω. Το ενδιαφέρον με τα κλασικά έργα θεωρώ ότι έχει να κάνει με τη διαπίστωση πόσο παρόμοιοι και προβλέψιμοι εξακολουθούμε να είμαστε οι άνθρωποι από τότε που υπάρχει γραπτός λόγος όλες αυτές τις χιλιετίες. Παρατηρεί κανείς τον Ευριπίδη και τον τρόπο που αποτυπώνει τους υπαινιγμούς του κι όσα λένε οι χαρακτήρες του τοποθετημένοι πάνω στη σκηνή για τα αδιέξοδα του είδους μας. Αυτό είναι τρομερά εντυπωσιακό και είναι ακόμη πιο εμφανές στην κωμωδία, στον Αριστοφάνη. Εκεί βλέπουμε να δρουν άνθρωποι της διπλανής πόρτας κι όχι αρχετυπικά πρόσωπα που στηρίζονται σε μύθους ή θεούς που κατεβαίνουν στη γη κι έχουν ανθρώπινα πάθη.
– Η Επίδαυρος τι σημαίνει για σας; Εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι είναι προτιμότερο να παραμείνει αρχαιολογικός χώρος ή τουλάχιστον να μην ανεβαίνουν τόσο συχνά παραστάσεις; Λίγο- πολύ προς τα εκεί βαδίζουμε. Δεν είπα κάτι παράξενο. Οι ιθύνοντες προς τα εκεί προσανατολίζονται κι είναι καλό πίσω από τη γραφειοκρατία να υπάρχει και μια ανάληψη ευθύνης. Θέατρο στην Επίδαυρο παίζεται κάθε Παρασκευή και Σάββατο το καλοκαίρι, τις υπόλοιπες μέρες και τον υπόλοιπο χρόνο λειτουργεί ως αρχαιολογικός χώρος με κάποιες εξαιρέσεις υπό αυστηρούς κανόνες. Έχω δει με τα μάτια μου πιο παλιά να συμβαίνουν απαράδεκτα πράγματα και στο κοίλον και στην ορχήστρα. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι δυνατόν να μην επιβαρύνουν τον αρχαιολογικό χώρο τόσες χιλιάδες άνθρωποι που έρχονται ταυτόχρονα. Η λελογισμένη και με σεβασμό χρήση είναι μονόδρομος. Η Επίδαυρος είναι πρώτιστα ένα μνημείο, δεν γίνεται να καρφώνεις σκηνικά δεξιά κι αριστερά. Ευτυχώς αυτό δεν συμβαίνει πια, έχουμε έρθει στα συγκαλά μας σε πολλά θέματα. Σε κάποια άλλα πάλι, όχι.
– Δεν έχει σημασία το να παίζει ένας ηθοποιός στον χώρο αυτό; Για τους περισσότερους ηθοποιούς, ίσως. Για μένα, όχι ιδιαίτερα. Tην πρώτη φορά που πήγα ως μαθητής στην Επίδαυρο η συγκίνηση ήταν τόσο μεγάλη που δεν επαναλήφθηκε ποτέ. Έκτοτε, πήγα και ξαναπήγα ως ηθοποιός αλλά αυτό που με συγκινεί περισσότερο είναι το γεγονός ότι άνθρωποι που μιλούσαν μια συγγενή γλώσσα με τη δική μου δημιούργησαν αυτόν τον χώρο πριν από 2500 χρόνια ως συνοδευτική υποδομή για την ψυχαγωγία όσων επισκέπτονταν το Ασκληπιείο, το περίφημο αρχαίο νοσηλευτικό ίδρυμα. Ήταν βασικά ένας χώρος θεραπείας. Αντιλαμβάνομαι ότι για τους ηθοποιούς που πατάνε σ’ αυτό το μέρος εξακολουθεί σήμερα να υπάρχει μια θεραπευτική διάσταση, αλλά για έναν ηθοποιό θεραπευτικό είναι να παίζει σε οποιαδήποτε παράσταση.
– Ποιο ρόλο παίζει η διανομή; Είναι το πιο δυνατό χαρτί για την επιτυχία μιας παράστασης; Έτσι όπως εγώ αντιλαμβάνομαι τις παραστάσεις, ναι. Δεν είναι καθολική αυτή η άποψη. Κάποιοι θεωρούν ότι πιο σημαντική είναι η ματιά του σκηνοθέτη, ο τρόπος που βλέπει το έργο και κυρίως ο τρόπος που το «ξαναβλέπει» πάνω στη σκηνή. Για μένα, προέχει το νήμα που ενώνει το κοινό με τους ηθοποιούς. Αυτή η σχέση. Νομίζω ότι η ηθοποιία είναι το άπαν.
– Η σχέση του θεάτρου με το κοινό δεν έχει αλλάξει σήμερα; Όχι. Κάθε άλλο. Πάντα το κοινό κινητοποιείται από κάτι για να πάει στο θέατρο. Υπάρχει μια μικρότερη μερίδα που θα πάει βρέξει- χιονίσει. Είναι οι άνθρωποι που κρατούν ζωντανό το θέατρο παγκοσμίως. Αλλά υπάρχει κι ένα ευρύ κοινό που καμιά φορά πηγαίνει γιατί είδε κάποιον στην τηλεόραση και θέλει να τον δει από κοντά στη σκηνή. Αυτό δεν είναι κακό. Είναι μέρος του τρόπου με τον οποίο είναι δομημένες οι κοινωνίες μας. Μακάρι να έρχονται οι άνθρωποι στο θέατρο για οποιονδήποτε λόγο. Έχω μεγάλη, δαρβινικής φύσης, εμπιστοσύνη, στο γούστο και την κρίση του κοινού. Εν τέλει είναι αυτό που θα αναδείξει το τι αξίζει πραγματικά.

– Τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας του τρόπου ζωής, παρατηρούμε ότι η προσοχή και η συγκέντρωση διαταράσσεται και υπάρχει μια εντυπωσιοθηρία κι ίσως ο θεατής πλέον να δυσκολεύεται να παρακολουθεί παραστάσεις μεγάλης διάρκειας ή που εστιάζουν περισσότερο στον λόγο… Ναι, αλλά μερικές φορές αυτό συμβαίνει δικαίως. Κι εγώ ως θεατής έχει τύχει να βαρεθώ αφόρητα σε παραστάσεις στις οποίες ο λόγος από λέξεις, προτάσεις, έννοιες υποβαθμιζόταν γρήγορα σ’ έναν «θόρυβο υποβάθρου». Έτσι, σταματούσα να καταλαβαίνω οτιδήποτε. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις το κοινό βαριέται και καλά κάνει.
– Δηλαδή, λέτε ότι κοινό έχει πάντα δίκιο; Όχι πάντα, αλλά μακροπρόθεσμα είναι ο παράγοντας που εξελίσσει τα πράγματα. Ένα επαρκές κοινό κόβει σαν ξυράφι οτιδήποτε περιττό και κρατάει το καλό. Όταν λέω «επαρκές» δεν αναφέρομαι στην ιδανική κοινωνία όπου όλοι είναι ειδήμονες και μελετητές της ιστορίας και της φιλοσοφίας. Θα αναφέρω ένα παράδειγμα. Υπάρχει μια σχεδόν μεταφυσική αντίληψη ότι τα αριστουργηματικά δημοτικά τραγούδια τα έφτιαξε η δημώδης μούσα, κάποιος αόρατος θεός που ενέπνευσε ευαίσθητους ανθρώπους και τα μετέφεραν στα καθ’ ημάς. Αυτό όμως που πραγματικά συνέβη είναι ότι ένας μουσικός κάπου, σε μια πλαγιά, έπαιξε μια μελωδία κι ένας άλλος πρόσθεσε τον στίχο κι όλο αυτό με εξελικτικό τρόπο και με την παρέμβαση του κοινού που αποδοκίμαζε ή επιδοκίμαζε, κατέληξε σ’ αυτά τα διαχρονικά αριστουργήματα. Είναι ένα κατασκεύασμα του κοινού, δηλαδή του κοινού γούστου. Αυτό το ξεκαθάρισμα πολιτιστικού προϊόντος γίνεται και στο θέατρο. Μην κοιτάτε που ο κόσμος τρέχει να δει κάποιον που ξέρει από την τηλεόραση. Αν αυτός έχει το ταλέντο και την ικανότητα ν’ ανταπεξέλθει στο θέατρο, το κοινό θα τον αγκαλιάσει. Αλλιώς, αργά ή γρήγορα θα τον απορρίψει.
– Έχει το θέατρο ανάγκη υπεράσπισης, συνηγορίας από τους καλλιτέχνες; Όχι, το θέατρο έχει ανάγκη στήριξης κυρίως από το κοινό. Ό,τι άλλο κι αν κάνουμε γύρω από αυτό είναι δευτερεύον. Το πρωτεύον είναι να διατηρηθεί το κοινό. Στην Ελλάδα το έχουμε πετύχει χωρίς να έχουμε κρατικοδίαιτο θέατρο, πέρα από τις κρατικές σκηνές. Εγώ για πρώτη φορά στη ζωή μου δουλεύω τώρα με κρατική σκηνή, το ΚΘΒΕ. Προηγουμένως ούτε καν με ΔΗΠΕΘΕ δεν δούλευα- ίσως μόνο μια φορά. Σημασία έχει να υπάρχουν άνθρωποι διατεθειμένοι να πληρώσουν εισιτήριο, η τιμή του οποίου πολύ σοφά διατηρείται σε λογικά πλαίσια. Όσο υπάρχει αυτό, δεν θα ανησυχούσα καθόλου για το θέατρο.
– Εσείς πώς εξηγείτε την υπερπροσφορά θεάτρου στην Ελλάδα και ειδικότερα στην Αθήνα; Το εμπορικό θέατρο ευημερεί, έτσι εξηγείται. Το γεγονός ότι υπάρχουν θέατρα που ευημερούν κι ότι υπάρχει κόσμος που θα πληρώσει για να τα συντηρήσει, δίνει σοβαρό κίνητρο στους παραγωγούς να πειραματιστούν, αλλιώς θα τα έκλειναν και θα άνοιγαν σούπερ μάρκετ. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν είναι του θεάτρου, τους γνωρίζω όλους έναν προς έναν. Με κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις όπως τον μακαρίτη τον Λεμπέση, ή τον Τάγαρη που καμιά φορά καμαρώνει όταν βλέπει μια καλή παράσταση, οι υπόλοιποι παραγωγοί είναι επιχειρηματίες, χωρίς βαθιά σχέση με το θέατρο. Ως εκ τούτου, αυτό που τους ωθεί για ανοίγματα, να δοκιμάζουν άλλα πράγματα, να αγκαλιάζουν ομάδες, κινήσεις και σκηνοθέτες, είναι η ευημερία των κεντρικών μαγαζιών. Αν δεν υπήρχε η σχέση του κοινού με το εμπορικό, το mainstream θέατρο, δεν θα είχαμε και εναλλακτικό. Θα ήμασταν όπως στη δεκαετία του ’70 όταν ξεκίνησα, που οι τολμηρές ομάδες ήταν θνησιγενείς. Τη διαφορά κάνει η αγάπη του κοινού, ο κόσμος που πληρώνει εισιτήριο για να μπορούν να ορθοποδήσουν και μικρότερες ομάδες, να δοκιμάσουν πράγματα και να πάρουν ένα μέρος από το κοινό που ενδιαφέρεται για κάτι παραπάνω.
– Τι σημαίνει για μια κοινωνία η προσφορά θεάτρου και η ύπαρξη θεατρόφιλου κοινού; Πολλά και τίποτα. Συνήθως, αυτό που είναι η κοινωνία εκφράζεται με κάποιο τρόπο και στις τέχνες. Και το αντίθετο: αυτό που εκφράζουν οι τέχνες δίνει κάπως τον τόνο στην κοινωνία. Είναι αλληλένδετα. Όπως κάθε φορά λέμε ότι έχουμε την κυβέρνηση που μας αξίζει, έτσι έχουμε και το θέατρο, τη μουσική, τη λογοτεχνία που μας αξίζει. Στην Ελλάδα -το υποτιμάμε καμιά φορά αυτό- υπάρχει ποικιλομορφία και δημιουργικότητα στις τέχνες, ειδικά στη μουσική, το τραγούδι. Το σουξέ είναι σουξέ, αλλά ξεπηδούν συνεχώς ή επανέρχονται σχολές και παραλλαγές.

«Πέρασα την εφηβεία μου κατά τη διάρκεια της δικτατορίας κι είδα με τα μάτια μου τη μνημειώδη ανοχή που επέδειξε η ελληνική κοινωνία στη χούντα. Πού πήγαν όλοι εκείνοι οι άνθρωποι; Τους κατάπιε η γης; Έγιναν όλοι ΠΑΣΟΚ; Μην τρελαθούμε.»
– Υπάρχουν περιθώρια για αισιοδοξία σε σχέση με το πού βαδίζει η Ελλάδα και ο κόσμος; Πάμε ντουγρού για τον γκρεμό. Δεν είμαι αισιόδοξος. Ωστόσο, η επιμέρους πορεία είναι ανοδική. Υπάρχει βελτίωση, αν αναλογιστεί κανείς τη βία και την κτηνωδία που υπήρχε πριν μερικές χιλιάδες ή εκατοντάδες χρόνια, πριν θεσπιστούν οι πρώτοι κανόνες και ξεπηδήσουν οι πρώτες δημοκρατίες, ή αργότερα σε εποχές που το δίκαιο του ισχυρού ήταν κυρίαρχο παρά τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις (αυτό είναι και το θέμα του έργου που παίζουμε). Βελτίωση υπάρχει και σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μεσαίωνα, με την κτηνωδία που διώκονταν άνθρωποι δι’ ασήμαντον αφορμή και συχνά για τελείως ιδεοληπτικούς ή θρησκοληπτικούς λόγους. Υπάρχει βέβαια ένα μεγάλο κομμάτι της ανθρωπότητας σήμερα που ζει σε συνθήκες που δεν έχουν σχέση μ’ αυτές που ζούμε εμείς. Οι Έλληνες μπορεί να μην υπήρξαμε αποικιοκρατική δύναμη, αλλά με κάποιον τρόπο μεγαλώσαμε κάτω από την ομπρέλα, την προστασία ή την εκμετάλλευση μιας αποικιοκρατίας, συνεπώς έχουμε κι εμείς ευθύνη. Η συνολική κατάσταση βελτιώνεται. Αυτό που ραγδαία επιδεινώνεται είναι η ικανότητα των πολιτικών ηγεσιών παγκοσμίως να δουν 50 χρόνια μπροστά και να καταλάβουν ότι ο πλανήτης είναι πεπερασμένος, ένα κλειστό σύστημα και δεν υπάρχει άλλο για να την κοπανίσουν οι ελίτ.
– Πώς σχολιάζετε την ακροδεξιά τάση που φανέρωσε πρόσφατα η κάλπη στην Ελλάδα, σε σχέση και με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη; Δεν ξέρω για την Ευρώπη, αλλά στην Ελλάδα πάντα ξέραμε ότι υπήρχε ένα σημαντικό κομμάτι πολιτών που εμπνέεται από ακροδεξιές και ακραίες εθνικιστικές ιδέες. Το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα λίγο- πολύ εξακολουθεί να μας γαλουχεί με εθνικιστικά και αλυτρωτικά αφηγήματα. Προσωπικά, το φαινόμενο δεν με εκπλήσσει. Από τα σύννεφα πέφτουν όσοι δεν έβλεπαν τόσα χρόνια ότι ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα της δεξιάς, όπως η Νέα Δημοκρατία ή παλιότερα η ΕΡΕ, δεν μπορεί να συγκρατεί πάντα τους ακροδεξιούς που έχουν δική τους φωνή και με τον έναν ή τον άλλον τρόπο κάποια στιγμή αυτή θα εκφραστεί. Εκφράστηκε, δυστυχώς, κάποια στιγμή με τη Χρυσή Αυγή. Και λέω «δυστυχώς» γιατί αντί της Χ.Α. θα μπορούσε η τάση να εκφραστεί σ’ ένα ιδεαλιστικό ακροδεξιό κόμμα που δεν θα προέβαινε σε τραμπουκισμούς και πράξεις βίας, με συμμορίτικες λογικές. Αυτό κάποια στιγμή αναχαιτίστηκε, κάποιοι πήγαν φυλακή και τώρα η τάση προσπαθεί να βρει διέξοδο με φυγόκεντρο τρόπο σε άλλα μορφώματα. Ελπίζω η Δημοκρατία μας να αποδειχτεί αρκετά ανθεκτική ώστε τουλάχιστον να κρατήσει απ’ έξω το στοιχείο της βίας. Πέρασα την εφηβεία μου κατά τη διάρκεια της δικτατορίας κι είδα με τα μάτια μου τη μνημειώδη ανοχή που επέδειξε η ελληνική κοινωνία στη χούντα. Πού πήγαν όλοι εκείνοι οι άνθρωποι; Τους κατάπιε η γης; Έγιναν όλοι ΠΑΣΟΚ; Μην τρελαθούμε.
- INFO Τρωάδες, Διεθνές Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος, Τρωάδες του Ευριπίδη από το ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη, 14 & 15 Ιουλίου, Αρχαίο Θέατρο Κουρίου, 9μ.μ. SoldOutTickets
Ελεύθερα, 9.7.2023