Η Μαρία Κίτσου εξηγεί τον τρόπο που κατανοεί τον απύθμενο πόνο και την αυτοκαταστροφική τάση της Μήδειας.

Από μικρή επιθυμούσε ν’ ακολουθήσει επαγγελματικά έναν δρόμο όπου θα είναι σε θέση να βοηθά όσους βρίσκονται σε ανάγκη. Αφού δεν έγινε γιατρός, αποφάσισε να γίνει θεολόγος. Αλλά πριν ολοκληρώσει τις σπουδές της, μπήκε στη ζωή της το θέατρο, ανοίγοντας μέσα της ένα καταχωνιασμένο μπαούλο την ύπαρξη του οποίου αγνοούσε. Μετά τις σπουδές της στη Δραματική Σχολή του Εθνικού, ακολούθησε μια ανοδική πορεία στον χώρο του θεάτρου, αλλά της τηλεόρασης με βραβεία, διακρίσεις και σπουδαίους ρόλους. Μεγάλος σταθμός στην πορεία αυτή είναι ο ρόλος της Μήδειας που ανέλαβε αυτό το καλοκαίρι- ο πιο αγαπημένος της, όπως λέει. Μάλιστα, μέσα από αυτή την πρόκληση, είχε την ευκαιρία να βιώσει την πρωτόγνωρη εμπειρία της συνεργασίας με την ακάματη Λέα Μαλένη. Πλέκοντας το εγκώμιο της Κύπριας σκηνοθέτριας, η Μαρία Κίτσου εστιάζει στον ρόλο της Μήδειας κι εξηγεί γιατί θεωρεί το έργο αυτό του Ευριπίδη βαθιά πολιτικό και αντισυστημικό.

Πώς προσεγγίζει η παράστασή σας τη Μήδεια από ερμηνευτικής αλλά κι από σκηνοθετικής σκοπιάς; Πρόκειται ίσως για τον πιο πολυδιάστατο και πολυσύνθετο ρόλο στην αρχαία τραγωδία και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι ο πιο αγαπημένος μου. Η ερμηνευτική σκοπιά εν προκειμένω ταυτίζεται απόλυτα με τη σκηνοθετική, γιατί σ’ αυτή τη διαδρομή με τη Λέα ήμασταν απόλυτα μαζί. Η Μήδεια δεν είναι απλώς μια γυναίκα που από παράφορη ζήλια σκοτώνει τα παιδιά της. Πριν μεταμορφωθεί σε φονικό μηχανισμό, η ηρωίδα του Ευριπίδη δεν είναι παρά μια γυναίκα που σπαράζει στο κλάμα. Δεν είναι όμως μια απλή γυναίκα. Οι κραυγές πόνου της Μήδειας δεν είναι απλώς ο παθητικός θρήνος μιας εγκαταλελειμμένης συζύγου. Η οργή που νιώθει για τον άπιστο σύζυγό της, δεν έχει μόνο ως επίκεντρο τον ίδιο, αλλά στρέφεται κι εναντίον μιας ολόκληρης κοινωνίας που υποβιβάζει και προσβάλλει τη γυναίκα, μιας κοινωνίας που δεν σέβεται το γυναικείο φύλο και του φέρεται κατά τρόπο απαξιωτικό. Σύμφωνα με τη δική μας θεώρηση, η Μήδεια είναι πρώτα απ’ όλα ένα έργο βαθιά πολιτικό και αντισυστημικό.

Γιατί θεωρείτε ότι απαιτούσε γυναίκα σκηνοθέτη αυτή η πρόταση; Από την πρώτη στιγμή που ο Μάρκος Τάγαρης μού έκανε την πρόταση ν’ ανεβάσουμε τη Μήδεια φέτος, η πρώτη μου παρόρμηση και το ένστικτό μου ήταν ότι ήθελα να με σκηνοθετήσει γυναίκα σκηνοθέτις. Μόνο μια γυναίκα μπορεί να μπει στον ψυχισμό μιας άλλης γυναίκας. Εδώ βέβαια, μιλάμε για αρχέτυπα. Αλλά λίγο- πολύ ισχύει το ίδιο. Πιστεύω πως όλα βρίσκονται μέσα μας από τους προγόνους μας- γενιές και γενιές- κι έχουν εγγραφεί στο υποσυνείδητό μας. Κάθε γυναίκα κουβαλάει μέσα της υποσυνείδητα αιώνες γυναικείων ζωών και εμπειριών. Είναι κάτι μαγικό. Μόνο μια γυναίκα μπορεί να κατανοήσει την προδοσία από έναν άντρα, την εγκατάλειψη, τη μητρότητα, τον πόνο του χωρισμού. Ο άντρας, μιας και ζούμε σε πατριαρχική κοινωνία, θα τα κατανοήσει αλλιώς. Έχει άλλες προσλαμβάνουσες και δεν έχει ζήσει όσα τραγικά έχουμε βιώσει οι γυναίκες από την καταπίεση, την έλλειψη ελευθερίας, τη βία, την ανισότητα, όλα αυτά δηλαδή που αναφέρονται στη Μήδεια. Ήθελα μια γυναικεία ψυχή, μια γυναικεία καρδιά για να συνομιλήσω μαζί της στις πρόβες και βρήκα την ιδανική γυναίκα στο πρόσωπο της Λέας Μαλένη.

Πώς θα χαρακτηρίζατε τη συνεργασία μαζί της; Aπό τις καλύτερες που είχα στη ζωή μου, επαγγελματικά και μη. Αυτή- και μόνο αυτή- θέλησα να με σκηνοθετήσει στη Μήδεια. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο, που δεν έχω ξαναβιώσει. Ένιωθα ότι έκανα masterclass με διεθνούς φήμη σκηνοθέτη. Η Λέα είναι ένας απίστευτα πολυτάλαντος άνθρωπος, με βαθιά γνώση της ανθρώπινης ψυχολογίας. Είναι ο πιο οργανωμένος, μεθοδικός, εργατικός και αφοσιωμένος άνθρωπος στο αντικείμενό του που γνωρίζω. Στη δουλειά της έχει απίστευτη λατρεία. Μπορεί να δουλεύει με απίστευτη μέθοδο 24 ώρες το 24ωρο -χωρίς υπερβολή- και χωρίς κούραση. Είναι μια ευφυέστατη σκηνοθέτις με σπουδαίες σπουδές και παραστάσεις στο ενεργητικό της. Ένιωσα την απόλυτη μαθητεία κοντά της.

Ποια στοιχεία ξεχωρίσατε σ’ αυτή; Ξέρει να σε καθοδηγεί, να σε «πωρώνει», να σε εμπνέει, να σε ιντριγκάρει. Είναι πραγματικά κορυφή στη δουλειά της. Σου βγάζει τον καλύτερο εαυτό σου, πράγματα που δεν ήξερες ότι κουβαλάς κι όλα αυτά με την απόλυτη ευγένεια και καλοσύνη και κυρίως με σεβασμό και αγάπη προς τους συνεργάτες της. Μάς ένωσε όλους υποδειγματικά. Της έχουμε λατρεία! Νιώθω ευλογημένη απ’ αυτή τη συνεργασία. Θα μπορούσα να μιλάω ώρες για την Λέα. Θα ήταν τεράστια χαρά για μένα να με ξανασκηνοθετήσει. Έχω ήδη κάποιες ιδέες και σίγουρα έχουμε μέλλον μαζί.

Είναι μοναδικό συναίσθημα να παρασύρεσαι σε καινούργιους κόσμους και να συμπαρασύρεις κι άλλους μαζί σου. Κι αν τύχει και νιώσεις αυτό το μοναδικό συναίσθημα ότι μαζί με εσένα έχουν αλλάξει και οι άλλοι που πριν παρέσυρες, δεν υπάρχει μεγαλύτερο δώρο

Πώς συνομιλεί η πρόταση αυτή με τα καυτά θέματα της εποχής; Τα πρώτα λόγια της Μήδειας όταν εμφανίζεται στο κοινό, δεν αποτελούν θρήνο για τον έρωτα που την πρόδωσε, αλλά για τη θέση τη γυναίκας στην κοινωνία. Ένα καίριο κατηγορητήριο για τη νομική και κοινωνική θέση της γυναίκας, ένα ξέσπασμα για την αποτίναξη των ζυγών. Αν και παιδοκτόνος και ένοχη για το πιο βαρύ στον κόσμο έγκλημα, παρουσιάζεται στα μάτια μας ως θύμα μιας κοινωνίας μεγάλων φυλετικών διακρίσεων και ανισοτήτων. Η Μήδεια αντιδρά μπροστά σ’ αυτή την κοινωνική αδικία. Ο Ευριπίδης τονίζει την ανθρώπινη πλευρά της, για να μας κάνει να ταυτιστούμε μαζί της. Γι’ αυτό και συντάσσει όλο της το παρελθόν και τις θυσίες που έκανε για τον Ιάσονα. Είναι ο μόνος που παρουσιάζει τον μυθικό ήρωα ως έναν υποκριτή, άνδρα αχάριστο που υπερασπίζεται μια βρώμικη υπόθεση.

Ποιος είναι στόχος του Ευριπίδη, πιστεύετε; Φέρνοντας στο φως όλο το παρελθόν της, μάς κάνει να επιζητούμε τη δικαίωσή της. Γι’ αυτό το λόγο και ο Χορός, που απαρτίζεται από γυναίκες από την Κόρινθο, θα υποστηρίξει μια βάρβαρη γυναίκα εναντίον του δικού του βασιλικού Οίκου. Ο στόχος του είναι να παρουσιάσει το έγκλημα της Μήδειας ως αποτέλεσμα ενός προβληματικού συστήματος, που μετατρέπει τον καταπιεσμένο σε εγκληματία, το θύμα σε θύτη, τη μητρότητα σε κατάσταση αδιέξοδη και την καθημερινή συζυγική ζωή σε κόλαση. Αυτές είναι οι ολέθριες συνέπειες της περιθωριοποίησης και του αποκλεισμού.

-Τι οδηγεί τη Μήδεια στα άκρα; Για να μπορέσει να φτάσει στο τέρμα της εκδίκησης, είναι αναγκασμένη προηγουμένως να υποστεί συναισθηματικό ακρωτηριασμό. Πριν η ίδια σκοτώσει τα παιδιά της πρέπει να δολοφονήσει μέσα της το μητρικό στοιχείο: «σήμερα ξέχνα πως είναι τα παιδιά σου κι έπειτα θρήνησε τα». Ο μοναδικός τρόπος να κατανοήσουμε την προσήλωσή της στον σκοπό αυτό είναι να αντιληφθούμε τη σημασία που είχε για τον αρχαϊκό άνθρωπο η διαιώνιση της γενιάς του από αρσενικούς απογόνους. Όπως επισημαίνει ο Φιστέλ ντε Κουλάνζ στην «Αρχαία Πόλη», η γαλήνη του νεκρού εξαρτάται από τις πρέπουσες τιμές και την ταφή που του αποδίδουν οι απόγονοι του. Ο νεκρός μπορεί και ευδαιμονεί μετά θάνατο μόνο χάρη στις σπονδές που του αποδίδουν οι αρσενικοί του γόνοι. Με τη δολοφονία των παιδιών και της νέας του γυναίκας, Γλαύκης, η Μήδεια διακόπτει οριστικά τη συνέχεια της γενιάς του Ιάσονα και κατορθώνει να του στερήσει την ψυχική του ανάπαυση μετά τον θάνατο. Η εκδίκηση της Μήδειας θα τον ακολουθεί ακόμα και στον τάφο. 

Τι επιδιώκει να αναδείξει ο ποιητής οδηγώντας την εκεί; Ο Ευριπίδης δεν κρίνει τη Μήδεια, αντίθετα, από τις σωζόμενες τραγωδίες, είναι ο μοναδικός δολοφόνος που μένει ατιμώρητος και θριαμβευτής. Τον ενδιαφέρει περισσότερο να παρουσιάσει στους συμπολίτες του τη ρευστότητα των καταστάσεων μεταξύ ψυχής και ισχύος, παρά να αποδώσει δικαιοσύνη. Αφήνοντας ατιμώρητη τη Μήδεια υπενθυμίζει στους συμπολίτες του –και διαχρονικά και σ’ εμάς– πως ποτέ δεν πρέπει να παρασυρθούμε από την αλαζονεία της ισχύος όπως ο Ιάσονας. Ποτέ δεν μπορείς οριστικά να πεις πότε ο υποτελής, ο ταπεινωμένος, το θύμα, ο οποιοσδήποτε βρίσκεται σε θέση στέρησης έχει πράγματι απολέσει το πεδίο δράσης και επιλογών. Το αντίθετο· όσο πιο περιορισμένος και σε δεινή θέση είναι ένας άνθρωπος, η αντίδραση του θα είναι ανάλογη της δεινότητάς του: βίαιη και θηριώδης. Δεδομένου πως η Μήδεια διδάχτηκε το 431 π.Χ., λίγο πριν την έναρξη της πελοποννησιακής σύρραξης, με τα γνωστά αποτελέσματα για την πόλη και την ηγεμονία της Αθήνας, μπορούμε σήμερα να δούμε πόσο δίκιο είχε ο Ευριπίδης και πόσο λίγο τον κατανόησαν οι συμπολίτες του.

Τι είναι αυτό που τιμωρεί τελικά η Μήδεια; Πιο πολύ κι από τον Ιάσονα τιμωρεί την ίδια την κοινωνία. Μια κοινωνία που στέλνει αλόγιστα τα παιδιά της στον πόλεμο και υπερηφανεύεται να βλέπει τα άψυχά τους σώματα ξαπλωμένα στις ασπίδες.

Ποιο ήταν κλειδί για να σκιαγραφήσετε τον χαρακτήρα; Υπάρχει κάτι που σας βοήθησε να κατανοήσετε λίγο περισσότερο τις πράξεις της; Ο πόνος της προδοσίας και η απόγνωση που επιφέρει η ματαίωση και η ακύρωση είναι σημάδια ανεξίτηλα για κάποιον που τα έχει βιώσει. Και νομίζω πως όλοι λίγο- πολύ τα έχουν βιώσει, μόνο που τον καθένα τον λυγίζουν σε διαφορετικό βαθμό. Επιπλέον, δεν έχουμε όλοι το ίδιο ευαίσθητο ή λεπτό δέρμα. Σε άλλους οι πληγές επουλώνονται σαν να μην έγιναν ποτέ και σε άλλους αφήνουν βαθιές ούλες, που όχι απλώς δεν φεύγουν, αλλά με το πέρασμα του χρόνου βαθαίνουν και διαγράφονται ακόμα πιο έντονα. Υπό αυτό το πρίσμα, λοιπόν, μπορώ να κατανοήσω τον απύθμενο πόνο που υπάρχει μέσα της και την αυτοκαταστροφική της τάση. Γιατί εν τέλει αυτό που σκοτώνει είναι αυτό που αγαπάει πιο πολύ.

-Εσείς νιώσατε ποτέ μια τόσο έντονη ανάγκη να εκδικηθείτε; Η αλήθεια είναι πως όχι. Δεν έχω νιώσει μια τόσο ακραία ανάγκη. Έχω θυμώσει, μ’ έχουν αδικήσει, αλλά πιστεύω στη Θεία Δικαιοσύνη. Ό,τι κακό σού κάνουν το βρίσκουν από αλλού. Δεν θα μπορούσα να εκδικηθώ. Πιστεύω στη συγχώρεση και στην αγάπη, στο έλεος και στο ότι όλα για κάποιο λόγο γίνονται. Είμαι οπαδός του ρητού: «Όταν σου συμβαίνει κάτι κακό, όταν σε βλάπτουν, δεν ξέρεις από ποια χειρότερη τύχη σε γλίτωσε η καλή σου μοίρα». Πιστεύω στη Θεία Πρόνοια. «Έστι δίκης οφθαλμός, ος τα πάνθ’ ορά».

Είστε θυμωμένη με κάτι; Ναι, είμαι θυμωμένη. Πολύ θυμωμένη με την άνοδο του ρατσισμού και του φασισμού. Με την έλλειψη κράτους δικαίου. Είμαι θυμωμένη με το προσφυγικό, με το ναυάγιο στην Πύλο, με τα pushbacks, με το έγκλημα στα Τέμπη, με τη φτώχεια, με την αναλγησία, με τις απίστευτες ελλείψεις στην υγεία. Και με πολλά άλλα.

Θεωρείτε υπό προϋποθέσεις την οργή και εποικοδομητική; Φυσικά. Η οργή ξεσηκώνει, αφυπνίζει, βγαίνουν οι άνθρωποι στους δρόμους, διεκδικούν το δικαίωμά τους να παλεύουν για μια καλύτερη ζωή.

Ο έρωτας είναι και δύναμη καταστροφής; Ο έρωτας είναι σαν την ύπαρξη: γεννιέται, ανθίζει, μαραίνεται, πεθαίνει. Και κάπου στο ενδιάμεσο πληγώνει και πληγώνεται, καταστρέφει και καταστρέφεται, αναγεννιέται από τις στάχτες του και πάλι από την αρχή.

Έχω θυμώσει, μ’ έχουν αδικήσει, αλλά πιστεύω στη Θεία Δικαιοσύνη. Ό,τι κακό σού κάνουν το βρίσκουν από αλλού. Δεν θα μπορούσα να εκδικηθώ. Πιστεύω στη συγχώρεση και στην αγάπη, στο έλεος και στο ότι όλα για κάποιο λόγο γίνονται.

Ποιο θεωρείτε το καθοριστικότερο προσόν για έναν ηθοποιό; Την αντίληψη, την ευαισθησία και την ενσυναίσθησή του. Να έχει τη δύναμη και το σθένος να πέφτει και να σηκώνεται σε κάθε πρόβα, σε κάθε παράσταση. Και κυρίως να έχει τις κεραίες του ανοιχτές για ό,τι συμβαίνει γύρω του.

Γιατί γίνατε καλλιτέχνης; Από μικρή ήθελα να ακολουθήσω ένα επάγγελμα που να είμαι σε θέση να βοηθώ τους ανθρώπους που βρίσκονται σε ανάγκη. Στην εφηβεία ήθελα να γίνω γιατρός με απώτερο σκοπό να ενταχθώ στους «Γιατρούς χωρίς σύνορα». Στην πορεία, η σχέση μου με τη θετική κατεύθυνση δεν ευοδώθηκε κι έτσι ακολούθησα τη θεωρητική δέσμη. Κι από εκεί στόχευσα στη Θεολογική Σχολή  όπου και πέρασα. Και κάπου εκεί μπήκε το θέατρο στη ζωή μου, μέσα από τη συμμετοχή μου στην «Αντιγόνη» του Ανουίγ με την ομάδα του Πανεπιστήμιου. Τότε ήταν σαν να άνοιξε ένα καταχωνιασμένο μπαούλο που μέχρι τότε δεν είχα ιδέα ότι κατείχα, ένα κράμα από κρυμμένο θησαυρό και από το κουτί της Πανδώρας. Από τότε αυτό το μπαούλο δεν έκλεισε. Για να είμαι ειλικρινής δεν θα ήθελα να κλείσει και ποτέ. Γιατί είναι μοναδικό συναίσθημα να παρασύρεσαι σε καινούργιους κόσμους και να συμπαρασύρεις κι άλλους μαζί σου. Κι αν τύχει και νιώσεις αυτό το μοναδικό συναίσθημα ότι μαζί με εσένα έχουν αλλάξει και οι άλλοι που πριν παρέσυρες, δεν υπάρχει μεγαλύτερο δώρο.

Πώς ανακαλύπτει κανείς τον εαυτό του; Κατ’ αρχάς αντλώντας απ’ όπου μπορεί κι όσο μπορεί αγάπη και αποδοχή. Για να είναι σίγουρος πως όταν θα χρειαστεί να ζητήσει βοήθεια θα την έχει. Η πορεία προς την ανακάλυψη του εαυτού δεν έχει τέλος. Κι όπως ακριβώς συμβαίνει στο θέατρο, έχει τόση χαρά όσο και πόνο. Και χρειάζεται παρέα. Δεν πιστεύω πως μόνος κανείς μπορεί να τα καταφέρει. Το γεγονός ότι αυτοπροσδιοριζόμαστε από τους άλλους είναι δεδομένο.

Ποιο πάθημά σας θεωρείτε το πιο πολύτιμο μάθημα; Αυτό θα είμαι σε θέση να το απαντήσω λίγο πριν από το τέλος. Για την ώρα παίρνω μαθήματα καθημερινά προσπαθώντας να μην τα λογαριάζω ως παθήματα.

Ποιο είναι το μεγάλο στοίχημα για το θέατρο στην εποχή μας; Κατ’ αρχάς να επιβιώσει. Να προσαρμοστεί στις τεράστιες αλλαγές που συμβαίνουν στην εποχή μας, χωρίς όμως να χάσει την ουσία του. Να εξακολουθεί να απευθύνεται στο κοινό και να ενδιαφέρει, να προκαλεί συζητήσεις, σκέψεις, στοχασμούς, αναθεωρήσεις.

Ποια είναι η χρησιμότητα της τέχνης; Να σοκάρει, να κινητοποιήσει, να προκαλέσει ρήξη; Μπορεί να τα κάνει όλα αυτά, αλλά δεν πετυχαίνει τίποτα αν στο τέλος δεν είναι σε θέση να μετατοπίζει παγιωμένες πεποιθήσεις που βασίζονται στη συνήθεια και τον εθισμό που αυτή επιφέρει.

Το όνειρο ή η πραγματικότητα έχει προτεραιότητα; Θα απαντήσω με κάτι που έγραψε η Ευγενία Φακίνου κι έκτοτε εντυπώθηκε βαθιά μέσα μου. «Υπέταξε τα πάθη της και τα όνειρά της τα έθαψε βαθιά μέσα της. Αλλά τα πάθη και τα όνειρα παίρνουν πάντα εκδίκηση.»

Ελεύθερα, 10.9.2023