Ο interviewer, κινηματογραφιστής και συγγραφέας σκιαγραφεί την αντιφατική προσωπικότητα του σπουδαίου Θεσσαλονικιού ποιητή.

«Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία, απ’ το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε» έλεγε ο μεγάλος μας ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο οποίος ωστόσο ξεχώριζε θέλοντας και μη. Ιδιοφυής, βιτριολικός, αιρετικός, λιτός και πληθωρικός, λυρικός αλλά και βιωματικός, αντιδραστικός και ταυτόχρονα σκαπανέας του πνεύματος, ένας άνθρωπος γεμάτος ασυμβίβαστες αντιθέσεις και παραδοξότητες. Μια ταπεινή αναλαμπή της ιδιοσυγκρασίας του φιλοδοξεί να προσφέρει στο κοινό το θεατρικό έργο του Αντώνη Μποσκοΐτη «Το Ταγκαλάκι». Πρόκειται για τη θεατροποίηση μιας επικών διαστάσεων συνέντευξης που του είχε παραχωρήσει ο Χριστιανόπουλος πριν από δέκα χρόνια. Με αφορμή την παρουσίαση της παράστασης στην Κύπρο, ο δημοσιογράφος καταθέτει την οπτική του πάνω στη φλογερή και πολύπτυχη περσόνα του ποιητή, εκτιμώντας ότι επρόκειτο για ένα μόνιμο πειραχτήρι.

Το βρίσκεις άβολο να υποδύεσαι τον εαυτό σου; Αν ήταν κάτι άλλο δεν θα το έκανα. To κάνω ακριβώς επειδή υποδύομαι τον εαυτό μου, δηλαδή έναν δημοσιογράφο. Το έκανα και στο σινεμά πρόσφατα στην ταινία μικρού μήκους «A La Carte» με τον Χρήστο Στέργιογλου, όπου πάλι έπαιζα τον δημοσιογράφο. Η πλάκα είναι ότι πήρα και βραβείο ερμηνείας. Ο Στέργιογλου το 1ο κι εγώ το 2ο. Εντάξει, δεν είμαι ηθοποιός. Δεν πρόκειται να κάνω στροφή στην καριέρα μου (γέλια).

Ο δικός σου ο ρόλος εδώ ποιος είναι; Να κάνεις τις πάσες στον Χριστιανόπουλο; Όχι, έχουμε και μία διαδρασούλα. Κατά κάποιον τρόπο, είναι όλη η συνέντευξη όπως έγινε, αλλά με το κείμενο εμπλουτισμένο με ιστορίες που άκουσα από τον Θωμά Κοροβίνη, την Εύη Κουτρουμπάκη και γενικώς από ανθρώπους που ήταν κοντά στον Χριστιανόπουλο. 

Πόσο «Χριστιανόπουλος» είναι ο Χάρης Φλέουρας στο σανίδι; Όταν σκέφτηκα να κάνω το θεατρικό, το πιο δύσκολο κομμάτι ήταν το ποιος θα ενσαρκώσει τον Χριστιανόπουλο. Γνώριζα από πριν τον Χάρη. Του το πρότεινα από την αρχή και τελικά δεν έπεσα καθόλου έξω. Καταρχάς, φυσιογνωμικά παραπέμπει τρομερά στο Χριστιανόπουλο. Θυμάμαι μια κοπέλα που ήρθε και μου είπε ότι σκιάχτηκε γιατί είδε στον Χάρη το βλέμμα του ποιητή. Είναι ηθοποιός με περγαμηνές, μαθητής του Ντάριο Φο και της Φράνκα Ράμε, με μεγάλη θητεία στο θέατρο δίπλα σε αξιόλογους σκηνοθέτες. Το έχει πολύ και με την κινησιολογία. Δεν μιμείται, παίζει με το σώμα ολόκληρο. Θαρρείς ότι γίνεται ο Χριστιανόπουλος στα 70 λεπτά που διαρκεί η παράσταση.

Πώς πιστεύεις ότι μια ιδιοσυγκρασιακή προσωπικότητα όπως ο Ντίνος Χριστιανόπουλος θα αντιδρούσε αν έβλεπε αυτή την παράσταση; Αυτό είναι κάτι που σε βασανίζει από την πρώτη στιγμή που πας να κάνεις κάτι εν τη απουσία του. Ειδικά όταν πρόκειται για τον Χριστιανόπουλο. Πέρα από τη συνέντευξη, είχαμε και μερικές τηλεφωνικές συνομιλίες και θυμάμαι ένα χαρακτηριστικό περιστατικό. Με πήρε μια φορά τηλέφωνο και μου ζήτησε να πάρω χαρτί και μολύβι για να μου κράξει την May Roosevelt, που είχε βγάλει έναν δίσκο με μουσική πάνω σε ποιήματά του, σε απαγγελία του ιδίου. Εννοείται ότι δεν μπορούσα να δημοσιεύσω τον λίβελο που μου είπε από το τηλέφωνο. Είκοσι μέρες μετά με ξαναπαίρνει και με ρωτά: «γράψατε εκείνο το κείμενο που σας είπα;» Εγώ άρχισα να ψάχνω δικαιολογίες, δεν πρόλαβα και τέτοια. «Καλύτερα» μου λέει «γιατί το Σάββατο προλογίζω τον δίσκο της May Roosevelt»! Ήταν άνθρωπος των αντιφάσεων, εντελώς απρόβλεπτος. Άρα, δεν μπορείς να ξέρεις. Μπορεί να μ’ έπαιρνε με τις πέτρες, μπορεί και να το καταφχαριστιόταν.

Ποια στοιχεία έπρεπε να έχει ένας άνθρωπος για να τον συμπαθήσει; Δεν ξέρω. Πάντως, εγώ ως interviewer έχω μια ευχέρεια, μια ικανότητα ας πούμε, να βρίσκω το «κουμπί» κάποιων ιδιαίτερων ανθρώπων και να μου ανοίγονται.

Πώς τα κατάφερες και σου ανοίχτηκε στην εν λόγω συνέντευξη του 2013; Όταν πήγα στο σπίτι του στις Σαράντα Εκκλησιές, από το τηλέφωνο μου είχε πει ότι θα με δεχόταν για μισή ώρα και δεν είχε χρόνο. Ήταν λίγο βαρύς. Τελικά, κάθισα δυόμιση ώρες, δεν μ’ άφηνε να φύγω. Τα πήγαμε πολύ καλά και νομίζω ότι ένας λόγος ήταν ότι εγώ δεν τον κοίταζα σαν ιερό τοτέμ. Δεν το έχω κιόλας αυτό, να πηγαίνω και να κοιτάζω σαν χάνος. Κάναμε μια κανονική κουβέντα, υπέροχη, που ήταν συνέχεια μιας άλλης μικρής κουβέντας που είχαμε κάνει πάλι τετ-α-τετ το 2011, όταν παρευρέθηκε σε συναυλία τραγουδιών του Τσιτσάνη με τη Μαρίζα Κωχ. Τότε είχαμε μιλήσει για το ρεμπέτικο. Δεν ξέρω αν δύο χρόνια μετά με θυμόταν, πάντως το ίδιο ωραίο πνεύμα συνεχίστηκε και στη μεγάλη κουβέντα μας. Κάτι βασικό είναι ότι εγώ δεν ήξερα τότε πού και πότε θα δημοσιευόταν. Την ήθελα για το αρχείο μου. Φεύγοντας τού λέω: «κύριε Χριστιανόπουλε χωρίς να ξέρετε μού χαρίσατε ένα θεατρικό μονόλογο». Κι απαντά: «Αυτό έλειπε τώρα να με κάνεις και θεατρικό». Τελικά, όντως, έγινε το θεατρικό, ακριβώς μια δεκαετία μετά.

Δηλαδή, το είχες αποφασίσει από τότε ότι θα γινόταν θεατρικό; Από την ώρα που έκανα τη συνέντευξη, ναι. Αν έχω κάνει στη ζωή μου, πες, 1500 συνεντεύξεις, δέκα ή είκοσι από αυτές γίνονται μονόλογοι. Μια ήταν αυτή με την Εύα Κουμαριανού, που έγινε το έργο «Την λένε Εύα» και συνεχίζεται για 7η χρονιά. Μια άλλη είναι αυτή του Χριστιανόπουλου. Ακόμη μια που μπορώ να θυμηθώ είναι με την Καλή Καλό, την παλιά ηθοποιό που στα 96 της είναι ακόμη εν ζωή. Για να καταλάβεις, αυτή η γυναίκα μού μιλούσε μεταξύ άλλων για τη γνωριμία της με τον Αττίκ (!). Στο τέλος μου είπε ότι αν το έκανα ποτέ μονόλογο θα ήθελε να είναι κι αυτή μαζί μου πάνω στη σκηνή, στον τελευταίο της ρόλο. Θέλω να πω ότι είναι κάποιες συνεντεύξεις που διαβλέπω εκείνη την ώρα αν έχουν το χαρακτήρα θεατρικού μονόπρακτου, ή ενός μονόλογου- ντοκουμέντου. 

-Το βλέπεις κι ως έναν τρόπο να «αναστήσεις» τον Χριστιανόπουλο; Στη Θεσσαλονίκη, όταν πρωτοπαίχτηκε η παράσταση, ήρθαν πολλοί Θεσσαλονικείς και τοπικοί παράγοντές και μου είπαν ότι δεν είχε κάνει τίποτα κάποιος ντόπιος για το Χριστιανόπουλο και το έκανε ένας Αθηναίος. Δηλαδή, δύο Αθηναίοι, εγώ κι ο Χάρης Φλέουρας, αναλάβαμε έναν φόρο τιμής στον ποιητή. Η αλήθεια είναι ότι αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον, ενεπλάκη και η Ομάδα γειτονιάς του Βαρδάρη με επικεφαλής τον Θωμά Κοροβίνη, που έγραψε και τους στίχους για το τραγούδι της παράστασης. Ήρθαν λοιπόν πολλοί άνθρωποι που τον γνώριζαν: ποιητές, λογοτέχνες, εικαστικοί. Κι έφυγαν όλοι ικανοποιημένοι, χαρούμενοι. Γέλασαν, συγκινήθηκαν, έλεγαν ότι είναι σαν να τον βλέπουν ζωντανό μπροστά τους. Ήρθαν και πολλά νέα παιδιά, πιτσιρίκια, 20-25 ετών. Θυμάμαι και μια παρέα κοριτσιών, λυκειόπαιδα πρέπει να ήταν, που μου είπαν ότι την επόμενη κιόλας μέρα θα πήγαιναν ν’ αγοράσουν όλα τα βιβλία του. 

Άρα νιώθεις ότι έχεις ήδη πετύχει… Ναι, γιατί εν πολλοίς σ’ αυτό στόχευε η παράσταση. Το ίδιο όμως κάνω και για την Νταντωνάκη, για τη Γώγου. Αποτελούν προσωπικότητες της προσωπικής μου μυθολογίας κι είναι χαρά μου να μπορώ να επικοινωνώ με τον υπόλοιπο κόσμο σχετικά με το τεράστιο έργο τους και την προσωπικότητά τους.

Αισθάνεσαι ότι ο Χριστιανόπουλος κατά κάποιον τρόπο αντανακλούσε τις ίδιες τις αντιθέσεις της Θεσσαλονίκης; Απόλυτα. Αν δεις το σπίτι που έμενε παλιά στην Άνω Πόλη, στο Τσινάρι -όχι αυτό στις Σαράντα Εκκλησιές- είναι ένα υπέροχο νεοκλασικό, χρωματισμένο, που μοιάζει πραγματικά σαν η σκιά του Χριστιανόπουλου να πέφτει πάνω σε όλη τη Θεσσαλονίκη. Εμένα αυτή την αίσθηση μου έβγαλε. Λατρεύω τη Θεσσαλονίκη και μακάρι να μπορούσα να ζω εκεί μόνιμα. Αλλά από την άλλη είναι και μια πόλη ιδιαίτερα προβληματική. Κουβαλάει όλο αυτό το συντηρητισμό, αυτό το βυζαντινορθόδοξο στοιχείο το οποίο δεν μπορείς να το βλέπεις μόνο από άποψη ιστορική, φιλολογική, αρχαιολογική, αλλά κι ως προς τις συνέπειες που έχει στις ζωές των ανθρώπων.

Τελικά, αυτό το στρυφνό του χαρακτήρα του που οφειλόταν; Έχω καταλήξει ότι μάλλον έσπαγε πλάκα με όλα ο Χριστιανόπουλος. Ήταν η ποιότητα του χιούμορ του τέτοια που μπορούσε να γίνει κακός και βιτριολικός, αλλά πραγματικά πιστεύω ότι το διασκέδαζε αφάνταστα. Όταν κάποτε κάποιος του είπε ότι η Θεσσαλονίκη είναι ερωτική πόλη απάντησε: «γιατί, σε άλλες πόλεις δεν γαμάνε οι άνθρωποι;» Του άρεσε αυτό το παιχνίδι. Μπορούσε να βγάλει από τα ρούχα του από έναν θρησκευόμενο ή βαθιά συντηρητικό άνθρωπο, μέχρι τον πιο ανοιχτόμυαλο. Ήταν από τη φύση του αιρετικός, άνθρωπος των αντιφάσεων, που ήξερε ότι οι αντιφάσεις αυτές ξεβολεύουν τους άλλους, τους συνδαιτημόνες, τους συνομιλητές, τους συντρόφους, τους φίλους του. Πάνω απ’ όλα ήταν ένα «ταγκαλάκι» όπως είναι κι ο τίτλος της παράστασης. Αυτό έχει πολλές σημασίες και μία είναι το «διαβολάκι», το «πειραχτήρι». Αυτό ήταν: ένα μόνιμο πειραχτήρι. 

Τι έχει αλλάξει με την τέχνη της συνέντευξης στην εποχή του διαδικτύου; Πολύ μεγάλη κουβέντα. Εγώ, πάντως, τη συνέντευξη την αντιμετωπίζω λίγο και σαν αρχειακό υλικό. Αντιτίθεμαι στο εύκολο, το σύντομο και το γρήγορο. Από την άλλη, πιστεύω ότι ο κόσμος αν δει κάτι καλό, αν είναι μια συνέντευξη καλή και αρχίσει και τη διαβάζει, δεν θα την παρατήσει. 

Υπάρχουν προσωπικότητες σήμερα που να τέμνουν την εποχή με τον τρόπο που το έκαναν παλιότερα οι μεγάλοι ποιητές και συνθέτες; Πιθανώς να μη μπορούμε να το διακρίνουμε αυτή τη στιγμή και να το διακρίνουμε μετά από 10, 20, 30 χρόνια. Είναι και άδικο να συγκρίνουμε, εφόσον πολλοί από τους τωρινούς δεν έχουν ακόμη φτάσει στο ζενίθ της δημιουργίας τους. Ενδιαφέροντες άνθρωποι υπάρχουν. Μπορεί να είναι ένας βραβευμένος ποιητής, ή η Νατάσα Μποφίλιου που είναι μια καλλιτέχνιδα μαζικής αποδοχής κι έχει έναν πολιτικό λόγο που λείπει από τους νέους καλλιτέχνες. Υπάρχει κι ο Λεξ που είναι ράπερ με τρελό ρεύμα κι είναι κι ο ίδιος διανοούμενος. Από σκηνοθέτες εκτιμώ τον Γιάννη Οικονομίδη που έχει φτιάξει σχολή. Δεν είναι τυχαία η έκφραση «έφτιαξε σχολή», σημαίνει ότι αυτός θα μείνει, επηρέασε την ιστορία της τέχνης του. Υπάρχουν και κάποιοι μεγαλύτεροι που βρίσκονται εν ζωή. Κι εγώ απολαμβάνω την παρέα κάποιων ανθρώπων που για μερικούς απ’ αυτούς, ειλικρινά, μπορώ να σου πω ότι τρέμω στην ιδέα ότι θα φύγουν από τη ζωή.

Ελεύθερα, 24.9.2023Ελεύθερα, 24.9.2023