«Ήταν ένας πραγματικός θεός -ένας θεός!-, καθώς πίσω του, έτσι όπως ήταν ο ήλιος, του δημιουργούσε ένα φωτοστέφανο. Η ομορφιά του, αρρενωπή, και ο λόγος του καθημερινός – καθόλου στόμφος», θα έγραφε για τον -πραγματικά διεθνή- Σπύρο Φωκά, ο Γιάννης Δαλιανίδης στην αυτοβιογραφία του, για τον πρωταγωνιστή που έφυγε την Παρασκευή απ’ τη ζωή, μετά τα πολύ σοβαρά προβλήματα υγείας, αλλά και οικονομικά, που αντιμετώπιζε τα τελευταία χρόνια.
«Είναι πολύ ζόρικα τα πράγματα στην Αμερική! Καταρχήν, για να μπορέσεις να περάσεις από μία οντισιόν, πρέπει να έχεις ατζέντη. Και για να έχεις ατζέντη πρέπει να είσαι “κάποιος”, διαφορετικά δεν πρόκειται να ασχοληθεί κανείς μαζί σου. Φοβάμαι ότι οι περισσότεροι Έλληνες ηθοποιοί έχουν άγνοια κινδύνου και θεωρούν λ.χ. ότι είναι υποτιμητικό να δουλέψουν ως γκαρσόνια, μέχρι να τους έρθει η… ευκαιρία. Όσοι έχουν γερό στομάχι και μπορούν να περιμένουν, έχουν πιθανότητες να πετύχουν! Εγώ, βρέθηκα από σύμπτωση στο Hollywood, επειδή έτυχε να τους κάνω για το “Διαμάντι του Νείλου”. Έμεινα δέκα χρόνια εκεί – και πάλι λέω στον εαυτό μου “πολύ άντεξες!”. Δεν μπορούμε οι Ευρωπαίοι να συμβαδίσουμε με την νοοτροπία των Αμερικανών που πιστεύουν στη θεωρία “money talks”! Εκεί, δεν σε ρωτούν ποιος είσαι και τι κάνεις, αλλά πόσα χρήματα βγάζεις».

Σοβαρός, λιτός, σεμνός κυρίως, ο Σπύρος Φωκάς είχε ένα δωρικό παίξιμο που ταίριαζε απόλυτα στο εκπληκτικό του παρουσιαστικό – γι’ αυτό και δημιούργησε τον δικό του μύθο, αξιοκρατικά, έξω από τα σύνορα της Ελλάδας. Άλλωστε, για έναν Έλληνα ηθοποιό, όπως ήταν εκείνος, το να συμπρωταγωνιστήσει σε αμερικάνικη ταινία δίπλα σε διεθνούς φήμης καλλιτέχνες, ιδιαίτερα την εποχή εκείνη που ξεκίνησε ο Σπύρος Φωκάς την καριέρα του, έμοιαζε άπιαστο όνειρο.
Κι όμως, κατάφερε να λάμψει το άστρο του στο «Διαμάντι του Νείλου», του 1985, δίπλα στον Μάικλ Ντάγκλας, στην Κάθλιν Τέρνερ και στο Ντάνι ντε Βιτο, στο «Ράμπο ΙΙΙ» δίπλα στον Σταλόνε, ενώ είχαν προηγηθεί, ανάμεσα σ’ άλλες, οι ταινίες «Όταν θέλει η γυναίκα», πλάι στην Λάιζα Μινέλι, «Ο Ρόκο και τα αδέλφια του» του Λουκίνο Βισκόντι, με συμπρωταγωνιστές τον Αλέν Ντελόν, τον Ρενάτο Σαλβατόρι, την Κλαούντια Καρντινάλε, μία ταινία που απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, ενώ η πρώτη ξενόγλωσση ταινία στην οποία πρωταγωνίστησε, ήταν η «Morte di un amico», του 1960, ιταλικής παραγωγής.
Ο ίδιος ο Σπύρος Φωκάς ποτέ δεν αποδέχθηκε πάντως τον τίτλο του «γόη» που του απέδιδαν. Πάντα έλεγε «απλώς έχω μία ευχάριστη παρουσία…», ενώ σε όλη την κινηματογραφική καριέρα του έπαιξε με επιτυχία σε περισσότερες από 100 ταινίες και σήριαλ – οι περισσότερες από τις ταινίες του για την Ιταλία και την Αμερική, ελάχιστες για τον ελληνικό κινηματογράφο, όπως ήταν οι «Στεφανία», «Φόβος», «Ντάμα σπαθί», «Εγωισμός», ενώ αξίζει να αναφερθεί ότι έγινε ιδιαίτερα γνωστός και αγαπητός, και από τις εμφανίσεις του σε διάσημα θέατρα του εξωτερικού.

«Θυμάμαι, πριν από μερικά χρόνια, έμαθα ότι ένας νέος σκηνοθέτης που επρόκειτο να κάνει την πρώτη του ταινία, ζήτησε την συνδρομή ενός παλαιότερου για το casting και του είπε: “Γιατί δεν παίρνεις για τον πρώτο ρόλο τον Σπύρο Φωκά;”. “Μπα, μωρέ”, του απάντησε εκείνος. “Για το Hollywood καλός είναι, αλλά για εδώ δεν κάνει!”. Δεν μου συγχώρεσαν ποτέ ότι έκανα κάποια πράγματα στο εξωτερικό. Δυστυχώς, ο φθόνος είναι ένα από τα εθνικά μας προσόντα».
Ο Σπύρος Φωκάς παντρεύτηκε τέσσερεις φορές στη ζωή του -την τελευταία, στα 76 του χρόνια, το 2013, με την πιστή του σύντροφο και συνοδοιπόρο ζωής, όπως την ονόμαζε, Λίλιαν- ενώ δεν απέκτησε ποτέ του παιδιά γιατί, όπως έλεγε στις συνεντεύξεις του, «δεν του αρέσει ο κόσμος που ζει ο ίδιος και γι’ αυτό δεν ήθελε να υποχρεώσει κανένα παιδί να ζήσει σε αυτό τον κόσμο».
«Δεν ήθελα να αποκτήσω παιδιά κι αυτό ήταν κάτι που είχα ξεκαθαρίσει από την αρχή στις γυναίκες μου. Μάλιστα, έτυχε να μείνει έγκυος κάποια από τις συντρόφους μου και προτιμήσαμε να κάνει άμβλωση. Θα είχα πρόβλημα με τη συνείδησή μου, στην περίπτωση που θα γινόμουν γονιός– και δεν το έχω μετανιώσει. Όταν μάλιστα σκέφτομαι ότι ο κόσμος που ζούσα τότε, είναι παράδεισος σε σχέση με τον σημερινό, λέω στον εαυτό μου “καλά έκανες!”».
Ο Σπύρος Φωκάς έφυγε την Παρασκευή αξιοπρεπής, ολιγαρκής, κατά δήλωσή του -παρά το γεγονός πως βιοποριζόταν με τη σύζυγό του, από μία τιμητική σύνταξη (κάποια περίοδο μάλιστα ζούσαν όχι σε σπίτι, αλλά μέσα σε κοντέινερ!) εκείνος δήλωνε «αισιόδοξος και ευτυχής» με όσα είχε ζήσει στην μεγάλη καριέρα του και στη ζωή του- αφοσιωμένος πάντα στην ταυτότητά του, στις καταβολές του, αφού απαρνήθηκε πολλά που ίσως να του διευκόλυναν τη ζωή αν δεν επέλεγε να επιστρέψει στην Ελλάδα που λάτρευε και γι’ αυτήν μιλούσε στους ξένους φίλους του ηθοποιούς-σταρς με τους οποίους συνομιλούσε – ως ωραίος Έλληνας που υπήρξε, ως ένας αληθινά διεθνής σταρ που ήταν.

«Δεν είχα ποτέ καλή σχέση με το χρήμα. Δεν πίστευα ποτέ ότι το χρήμα φέρνει την ευτυχία κι αν με ρωτήσεις ποια είναι τα περιουσιακά μου στοιχεία, δεν ξέρω τι να σου απαντήσω. Μην ξεχνάς ότι εγώ ξεκίνησα σε μία περίοδο που ούτε ένσημα μας κολλούσαν, ούτε τίποτα – και ούτε καν φανταζόμασταν, δηλαδή, ότι κάποτε θα τα χρειαζόμασταν! Ήμουν, όμως, πάντα ολιγαρκής άνθρωπος. Δεν με ενδιέφερε να έχω τρία αυτοκίνητα στο γκαράζ του σπιτιού μου. Ο μόνος λόγος που θα ήθελα να έχω χρήματα, θα ήταν για να μπορέσω να πάρω τρία-τέσσερα παιδιά από ένα ορφανοτροφείο, να τα μεγαλώσω, να τα σπουδάσω, έτσι ώστε, όταν πεθάνω, να υπάρχει ένας άνθρωπος να αφήσει ένα κλωνάρι στον τάφο μου…».
Τα λόγια του Σπύρου Φωκά προέρχονται από συνέντευξή του που είχε δώσει τον Απρίλιο του 2013, στο περιοδικό Down Town Κύπρου.
xatzigeorgiou@yahoo.com
Ελεύθερα, 12.11.2023