Για την Ευτυχία Παναγιώτου το ποίημα γράφεται ιδανικά στο σημείο συνάντησης αντίθετων ροπών. Το τέταρτο βιβλίο της με τίτλο «Μύθοι για το τέλος του κόσμου» είναι μια ποιητική σύνθεση όπου ένα πρόσωπο συγκεντρώνει κείμενα αγνώστων από ετερόκλητες πηγές, που συνιστούν μαρτυρίες για έναν κόσμο σε αποσύνθεση. Τα αντιγράφει σε νέο περιβάλλον συναρμολογώντας, ανασυνθέτοντας και αποκαθιστώντας ποιητικά τα κείμενα.
–Με ποιον τρόπο το βιβλίο διαπραγματεύεται την πίεση ενός ενδεχόμενου τέλους του ανθρώπινου είδους; Το πρόσωπο στο βιβλίο μου θησαυρίζει, σαν ταπεινός συλλέκτης, κείμενα από διαφορετικές πηγές (επιγραφές, χειρόγραφα, το διαδίκτυο), μαρτυρίες αγνώστων για το τέλος του κόσμου (τους). Συγκινημένο από την ιστορία του πόνου που εκτυλίσσεται μπροστά του (τη φυλετική και έμφυλη βία, την οικολογική καταστροφή, ορατές και αόρατες εξουσίες κ.ά.) αρχίζει να αντιγράφει τα σπαράγματα, να κρατάει ένα συλλογικό αρχείο. Η πράξη όμως της πιστής αντιγραφής, που θα έφτανε να επικαλεστεί και το τέλος της ανθρωπότητας, διασαλεύεται από την επιθυμία του ν’ αλλάξει τη ροή της αφήγησης, να διασώσει τα σπάνια ίχνη της ανθρώπινης συνείδησης, όπως ριζώνει συχνά στον ποιητικό λόγο. Άλλωστε και η ποίηση, ως μορφή επικοινωνίας, μοιάζει με είδος υπό εξαφάνιση.
–Ποιος ο λόγος να γράφει κανείς σε μια εποχή έντονης απογοήτευσης; Η τέχνη έχει αυτή τη γοητεία· ζητά να δημιουργήσεις από μια αχανή ύλη εμπειριών- γνώσεων- επιθυμιών- αναμνήσεων, μοναδικές μορφές με ομορφιά, νόημα και ενότητα. Άσχετα από την αισθητική αποτίμηση του αποτελέσματος, με την πράξη της γραφής –την τόσο χρονοβόρα, τόσο επίπονη, τη σχεδόν μάταιη, αν αναλογιστούμε πόσο λίγο μετρά η ανθρώπινη ζωή σ’ έναν πόλεμο ή και μέσα στην κοινωνία– τοποθετούμε τον εαυτό μας στην αναγκαία εκείνη συνθήκη της υπέρβασης, των δικών μας ακόμη ηθικών αντιφάσεων και απογοητεύσεων, οδηγούμαστε στη χειρονομία της δημιουργίας ιστοριών, που θα σηκώσουν, έστω με στοιχεία μυθικά, το βάρος της επίγνωσης ότι δεν θα είμαστε, εμείς και οι δικοί μας άνθρωποι, για πάντα εδώ.
–Πώς αποφεύγει ένας ποιητής τις παγίδες της απομόνωσης και της αυτοαναφορικότητας; Η απομόνωση και η αυτοαναφορικότητα αποτελούν πρακτικές προϋποθέσεις της συγγραφής, στο βαθμό που ενισχύουν τη συγκέντρωση ή τη διαμόρφωση προσωπικής φωνής. Δεν συνιστούν όμως απώτερο στόχο της η προβολή ενός Εγώ ή η περιφορά μιας ατομικής περίπτωσης που μιλά από τα ηχεία ενός γυάλινου πύργου. Πέρα από το να γράφουν και να μελετούν, οι ποιητές και οι ποιήτριες πρέπει να εργαστούν, να συνυπάρξουν, να επιβιώσουν σε μια ανταγωνιστική κοινωνία, να γνωρίσουν τον κόσμο μέσα στη διαφορετικότητά του, να έρθουν σε διάλογο με τα αιτήματα της εποχής τους, να φροντίσουν μέλη της βιολογικής ή μη οικογένειάς τους να πάρουν αποφάσεις, να συγκροτήσουν έναν εαυτό και μια στάση ζωής. Υπάρχει πολύ υλικό να διαχειριστείς στη γλώσσα και δεν είναι βέβαιο ότι θα τα καταφέρεις.
–Για να «κατέβει» ένα ποίημα είναι απαραίτητο να εισέλθεις σε κάποια συγκεκριμένη πνευματική κατάσταση; Μ’ αρέσει το ρήμα «κατεβαίνω». Σαν να πρόκειται για ιδέα που κατεβάζουμε από τον ουρανό και την καταγράφουμε ή σαν αρχείο που κάνουμε download από κάποιο ψηφιακό σύννεφο. Για μένα ένα σπουδαίο ποίημα γράφεται ιδανικά στο σημείο τομής ενός κάθετου κι ενός οριζόντιου άξονα, στο σημείο συνάντησης αντίθετων ροπών, της κοινωνικής εμπειρίας και της μεταφυσικής. Ενώ αυτή η συνάντηση συμβαίνει στιγμιαία και μοιάζει λίγο με επιφοίτηση, σαν να γράφεται κάτι στον αέρα, στην ουσία έχει κατακτηθεί ήδη και σωματικά: με οχυρά ενστικτώδους αντίστασης απέναντι σε ό,τι ροκανίζει το μυαλό και στεγνώνει από τα αισθήματα, αλλά και με τη συνειδητή καλλιέργεια τόπων απόρθητων, σχεδόν απάτητων από την κοινή χρήση. Εκεί πλάθεις κάθε φορά με νέο βλέμμα τα μετέπειτα ενθύμια της ζωής (όχι κατ’ ανάγκην της δικής σου) που ζητάνε ν’ αποκτήσουν φωνή μέσα στον θόρυβο και τον παραλογισμό.
-Οι ποιητές πρέπει απαραίτητα να ζουν μια «ποιητική ζωή»; Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν μεταβάλει τη ζωή τους σε ποίημα και δεν κατέγραψαν κανένα στίχο, όπως είχε πει ο Νίκος Καρούζος για τον Σωκράτη, κι άλλοι που όρθωσαν ποιητικούς κόσμους μέσα σε μια πραγματικά άχαρη ζωή. Αυτή η σκέψη, ότι οι ποιητές και οι ποιήτριες μπορεί να ζουν κάπως διαφορετικά από τους υπόλοιπους ανθρώπους –σκέψη που θα δικαιολογούσε και την ενασχόλησή τους με μεταφορές και παρομοιώσεις και μ’ έναν μη τετριμμένο λόγο– πηγάζει ίσως από μια παλιότερη πεποίθηση που θέλει την ποίηση ν’ αντανακλά τη ζωή του/ της δημιουργού με κυριολεκτικούς όρους. Νομίζω ότι το αιτούμενο είναι ποίηση και ζωή να συναντιούνται χωρίς να φαίνονται οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των δύο. Το ποίημα, μην ξεχνάμε, διεκδικεί να γίνει νέα ζωή, νέα αφήγηση, νέο σώμα, στη συνείδηση των αναγνωστών.

Εκδ. Κέδρος
Σελ. 80
Τιμή: €9.90
Ελεύθερα, 26.11.2023