Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης θεωρεί ότι στην ποίηση αυτό που μετρά περισσότερο δεν είναι το «τι» αλλά το «πώς»

Το Κρατικό Βραβείο Ποίησης που έλαβε πρόσφατα ο Παναγιώτης Νικολαΐδης, με όποια σημασία κι αν δίνει κανείς σε τέτοιου είδους «θεσμικές» διακρίσεις, ήρθε σαν επιστέγασμα μιας συνεπούς και ήδη αναγνωρισμένης λογοτεχνικής πορείας. Προκάλεσε όμως κι έναν αυθημεραίο κονιορτό, κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με ελατήριο μια παλιότερη σκεπτικιστική του τοποθέτηση για τον θεσμό. Σαφώς, αυτό που προέχει είναι πάντα το αισθητικό κριτήριο και στην προκειμένη περίπτωση κυρίαρχο ζητούμενο (πρέπει να) είναι το βιβλίο «Ριμαχό», στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται μια ποιητική περσόνα, που μάς σύστησε πριν από μισό αιώνα ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης και δανείστηκαν αργότερα ποιητές όπως ο Παντελής Μηχανικός, ο Κώστας Βασιλείου, ο Σάββας Παύλου. Στην περίπτωση του Νικολαΐδη, ο Ριμαχό είναι εκφραστής μιας καταστατικής λούπας με χρονικό σημείο αναφοράς τη συμφορά του 1974, η οποία εκβάλλει συνεχώς σ’ ένα διεκδικητικό Τώρα.

Τι σε οδήγησε στην περσόνα του Ριμαχό; Ίσως θα σε εκπλήξει, αλλά δεν ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο έχοντας στο οπτικό μου πεδίο την περσόνα του Ριμαχό, ούτε βέβαια επιχείρησα να επιβάλω στην τόσο ρευστή διαδικασία της γραφής έναν τόσο ισχυρό διακειμενικό διάλογο εξαρχής. Αυτό θα πλήγωνε, κατά την άποψή μου, την ελευθερία της σκέψης και του λόγου μου και θα με οδηγούσε αναπόφευκτα σε επιτηδευμένες συγγραφικές επιλογές και πιθανότατα σ’ ένα βεβαρημένο, εγκεφαλικά και διακειμενικά, κειμενικό σώμα. Έχω την πεποίθηση ότι στην ποίηση πρέπει να μπαίνεις γυμνός κι ότι το κάθε ποίημα είναι μια βουτιά στον γκρεμό της ύπαρξης και της γλώσσας. Κι ίσως για τούτο ο δικός μου Ριμαχό επιτυγχάνει να διαφοροποιηθεί από τους προηγούμενους και να μιλήσει για τα σύγχρονά μας φλέγοντα ιστορικοκοινωνικά  προβλήματα, σ’ έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο.

Σε ποιο σημείο, δηλαδή, εισήγαγες τον Ριμαχό; Όταν ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου ήταν έτοιμο, είχα την ιδέα να εισαγάγω την περσόνα του Ριμαχό, δίνοντας έτσι θεματική και διακειμενική συνοχή στο βιβλίο. Το προσωπείο, παραδοσιακό λογοτεχνικό τέχνασμα αντικειμενικότητας και αληθοφάνειας, εφαρμόζεται μ’ ένα ειρωνικό, αντιθετικό παιγνίδι: από τη μια για να δημιουργήσω μια πλαστή αποστασιοποίηση από το λογοτεχνικό έργο, αναθέτοντας την ευθύνη της κριτικής ή ειρωνικής ή καυστικής οπτικής σ’ ένα τρίτο πρόσωπο, κι από την άλλη να παρέχω στοιχεία που τον ταυτίζουν με μένα και καταργούν την αποστασιοποίηση.

Η εποχή μας είναι επιδεκτική σε νέες μυθολογίες; Ο μύθος σε οποιαδήποτε μορφή είναι βαθιά ριζωμένος μέσα στα γονίδια του ανθρώπου, αλλά και στο συλλογικό μας υποσυνείδητο. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, που αποτέλεσε διαχρονικά κλειδί για την κατανόηση τόσο του πολιτισμικού μας παρελθόντος, όσο και για την κριτική ερμηνεία του κοινωνικοπολιτικού παρόντος. Γι’ αυτό κάθε εποχή είναι επιδεκτική σε νέες μυθολογίες, αλλά και σε επανερμηνείες και αναθεωρήσεις, καθώς ο μύθος ενσωματώνεται κάθε φορά σε διαφορετικό περιβάλλον, παράγοντας διαρκώς νέες σημασίες.

Εκτός από επανερμηνείες προκύπτουν και παρερμηνείες; Το ζήτημα της μαζικής τύφλωσης ατόμων και λαών από φαύλους μύθους είναι κάτι το οποίο πρέπει να μας προβληματίσει ιδιαίτερα. Τα σκοτεινά παραδείγματα των Ναζί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και των όπου γης ρατσιστών και θρησκευτικά φανατισμένων σήμερα, είναι πολύ ισχυρά και πρέπει να λειτουργούν αφυπνιστικά. Στην εποχή μας, λοιπόν, που όλοι οι παλιοί κοινωνικοί μύθοι έχουν καταρρεύσει, η ανθρωπότητα μπορεί και πρέπει να στηριχθεί στις αρχές του Διαφωτισμού, τον μόνο οικουμενικό μύθο που προϋποθέτει τις αξίες του ανθρωπισμού, της κοινωνικής ισότητας και της δικαιοσύνης.

Γεννήθηκες το 1974. Αισθάνεσαι το ορόσημο να σε καταπονεί επιτακτικά; Η δική μου γενιά μεγάλωσε μέσα στον φόβο. Παρά το γεγονός ότι γεννήθηκα τρεις μήνες πριν από το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή του 1974, εντούτοις ο ασυνείδητος βρεφικός φόβος, οι μεταγενέστερες αφηγήσεις φίλων και συγγενών, αλλά και η ίδια η επισφαλής, κυπριακή, μεταπολεμική πραγματικότητα τραυμάτισαν βαθιά την παιδική μου ψυχή και όραση. Ζούμε όλοι σε μια πατρίδα που το 1974 δέχτηκε εισβολή από τους Τούρκους, υπήρξαν νεκροί και αγνοούμενοι, υπάρχουν ακόμη πρόσφυγες που έχασαν τις περιουσίες τους. Ζούμε σε μιαν ημικατεχόμενη πατρίδα που δέχεται συνεχώς απειλές και εξευτελισμούς από τον κατακτητή και κάθε πρωί βλέπουμε τη σημαία της κατοχής πάνω στον Πενταδάχτυλο. Όλα αυτά τα τραγικά και τρομακτικά γεγονότα έχουν στοιβαχθεί μέσα μου και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τόσο τον άνθρωπο, όσο και τον ποιητή που είμαι σήμερα. Αυτή, εξάλλου, είναι η ιστορική και κοινωνική μας πραγματικότητα, η οποία συνδέεται αναπόφευκτα και φυσικά -όχι επιτακτικά- με την ιστορική και τη συγγραφική μνήμη. Ο δεσμός του ποιητή με την εποχή του, λέει ο Σεφέρης, «δεν είναι ο διανοητικός ή και ο αισθηματικός ακόμη δεσμός που συνδέει τους ανθρώπους σε μια πολιτική διαδήλωση, αλλά ένας ομφάλιος λώρος, όπως το έμβρυο με τη μητέρα του, ένας δεσμός καθαρά βιολογικός. Αλλά για να μπορέσει να δουλέψει ο καλλιτέχνης, πρέπει να είναι ελεύθερος».

Νοείται ποίηση χωρίς τραύμα, αλώβητη; Η ποίηση και η τέχνη γενικότερα δεν είναι, κατά την άποψή μου, μία αυταρχική, μονοκόμματη και προκαθορισμένη εμπειρία, αλλά είναι μια εμπειρία χειροποίητη και ελεύθερη που προϋποθέτει την αναζήτηση και την περιπλάνηση σε πολλούς δρόμους. Ο κάθε καλλιτέχνης, επομένως, έχει τον δικό του τρόπο και δρόμο, ο οποίος είναι απόλυτα σεβαστός. Για μένα, ωστόσο, το ποίημα ξεκινά από το τραύμα- σωματικό, ψυχικό, πνευματικό, κοινωνικό, ιστορικό. Το βιωμένο και τελειωμένο ποίημα είναι ταυτόχρονα αυτή η πληγή, αλλά και η επούλωσή της.

Μπορεί το κληρονομημένο τραύμα να είναι πιο επώδυνο από το βιωμένο; Το βιωμένο τραύμα της εισβολής του 1974 ήταν και είναι για τους ανθρώπους που το έζησαν ένα γεγονός συγκλονιστικό και κάθετο, που ανατάραξε τον κόσμο τους. Παράλληλα, η εισβολή είναι, ακόμη μέχρι σήμερα, το καθοριστικό ιστορικό γεγονός που σημάδεψε ανεξίτηλα και επηρεάζει ακόμη κάθε πτυχή της κυπριακής καθημερινότητας. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, αυτοί που δεν έζησαν τα τραγικά γεγονότα είναι φυσικό να βιώνουν τα πράγματα διαφορετικά από εκείνους που τα έζησαν, καθώς η χρονική και εμπειρική απόσταση επιδρά διαφορετικά. Ποιήματα για το τραύμα έγραψαν και γράφουν ακόμη ποιητές της γενιάς της Εισβολής που έζησαν τα γεγονότα, της γενιάς της Κατοχής και της Αφθονίας αλλά και νεότεροι. Στην ποίηση, ωστόσο, αυτό που μετρά περισσότερο δεν είναι το τι, ούτε η ποσότητα του πόνου που νιώθει ή εκφράζει ο ποιητής, αλλά η αισθητική μετουσίωσή του σε ποίημα, δηλαδή το πώς.

Πιστεύεις ότι η λεγόμενη «Γενιά της Εισβολής» έχει ανταποκριθεί στις επιταγές των καιρών; Νομίζω ναι. Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, πως το ιστορικό γεγονός της εισβολής έχει ονοματίσει τη γενιά αυτή και αποτέλεσε, σύμφωνα με έγκυρους μελετητές, «μία από τις κυριότερες εξωτερικές συνθήκες για να αναδυθεί στην Κύπρο η γενιά αυτή», χωρίς να αποκλείονται, ωστόσο, και σημαντικές περιπτώσεις ποιητών της εν λόγω γενιάς όπου το τραύμα δεν αποτελεί θεματική δεσπόζουσα του έργου τους. Θεωρώ, λοιπόν, ότι η Γενιά της Εισβολής έχει ανταποκριθεί στις επιταγές των καιρών, καθώς έχει καταθέσει σημαντικά έργα που αποτυπώνουν το ανοικτό τραύμα, παρά το γεγονός ότι η πρώιμη και ανώριμη ακόμη ποιητική κατάθεσή τους δεν δικαιώνεται αισθητικά, καθώς δεν επιτυγχάνει να τιθασεύσει τον απροσμέτρητο πόνο και την οργή του ανοικτού τραύματος του πραξικοπήματος και της εισβολής. Έχω την άποψη ότι, παρά την πολύ αξιόλογη ποιητική κατάθεσή της, η Γενιά της Εισβολής δεν έχει καταφέρει -μέχρι σήμερα τουλάχιστον- να ξεπεράσει την προηγούμενή της λογοτεχνική γενιά της Ανεξαρτησίας, αλλά και ακόμη παλαιότερους δημιουργούς (π.χ. Κώστας Μόντης, Παντελής Μηχανικός) πάνω στη δεσπόζουσα θεματική του τραύματος.

Τι αναμένεις από την επόμενη ποιητική γενιά, δηλαδή από τα παιδιά της γενιάς της εισβολής; Δεν αναμένω τίποτα κι από κανέναν. Αυτό που ελπίζω είναι οι ποιητές και ποιήτριες να ακολουθήσουν τον δικό τους προσωπικό δρόμο, να κάνουν τις δικές τους αισθητικές και θεματικές επιλογές και προπαντός να παραμείνουν πιστοί στον εαυτό τους και στην τέχνη τους. Στη λογοτεχνία δεν υπάρχουν «πρέπει», καθώς οποιαδήποτε αισθητικά προστάγματα καταλύουν επιτακτικά τον ίδιο τον ελεύθερο πυρήνα της τέχνης και λειτουργούν προκρούστεια πάνω στο σώμα της λογοτεχνίας. Ο καθείς, λοιπόν, παλεύει πρωτίστως με τον εαυτό του, την ιστορία του και τη γλώσσα του. Ο χρόνος, εξάλλου, είναι αμείλικτος και αδέκαστος για όλους.

Πώς θα αποτιμούσες τη φροντίδα της πολιτείας σε σχέση με τη λογοτεχνία και τους μαχόμενους εκπροσώπους της; Η πολιτεία προσφέρει αρκετά μέσω συγκεκριμένων προγραμμάτων επιχορήγησης, μετάφρασης και προβολής λογοτεχνών. Ωστόσο, απέχουμε πολύ ακόμη από τη δραστική παρουσία μιας συγκροτημένης πολιτιστικής πολιτικής όχι μόνο στη λογοτεχνία, αλλά και σε άλλες μορφές τέχνης.

Ποια η σημασία ενός Κρατικού Βραβείου Λογοτεχνίας στη δική σου οπτική; Αποτελεί για έναν λογοτέχνη μια σημαντική θεσμική διάκριση, καθώς αντικατοπτρίζει την κρατική αναγνώριση του έργου του, κάτι που είναι και ουσιαστικό και ενθαρρυντικό. Πέρα από αυτό, όμως, το Κρατικό Βραβείο έχει μια περιορισμένη εμβέλεια μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της νεοελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας. Σ’ αυτό το μεγάλο άνοιγμα το Κρατικό Βραβείο μπορεί να διαδραματίσει κάποιον ρόλο, αλλά δεν είναι ο κυριότερος. Αυτό το άνοιγμα δεν μπορεί να σου το προσφέρει κανένα βραβείο, αν το έργο σου δεν είναι στιβαρό. 

Είχες συνυπογράψει πριν από έξι χρόνια επιστολή που έκανε λόγο για ασυδοσία και παρακμή στα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας. Θεωρείς ότι έχει αποκατασταθεί η ηθική και ορθή λειτουργία του θεσμού; Αυτό που με οδήγησε στη συνυπογραφή της εν λόγω επιστολής ήταν όντως η ασυδοσία και παρακμή του συγκεκριμένου θεσμού. Δεν νοείται, για παράδειγμα, έξι μήνες πριν από την ανακοίνωση των βραβείων να έχει κυκλοφορήσει ανεπίσημα το όνομα του νικητή. Για έξι χρόνια, λοιπόν, δεν είχα καταθέσει βιβλίο προς βράβευση. Αυτό που με έκανε να πάρω αργότερα την απόφαση να καταθέσω τον «Ριμαχό» ήταν αφενός η γνωστοποίηση για τη σύσταση μιας επιτροπής, η οποία θα έκανε μια πρώτη διαλογή των λογοτεχνικών βιβλίων, επιτροπή που, δυστυχώς, δεν λειτούργησε τελικά, και αφετέρου η σύσταση της συγκεκριμένης πενταμελούς κριτικής επιτροπής με καταξιωμένα στην ακαδημαϊκή και λογοτεχνική σκηνή μέλη. Τα αποτελέσματα, νομίζω, των φετινών βραβείων πιστοποιούν την αντικειμενική και ανεπηρέαστη λειτουργία της εν λόγω επιτροπής.

Ποιοι κίνδυνοι ελλοχεύουν όταν η συζήτηση απομακρύνεται από την ουσία, που είναι η ποίηση, και μεταπηδά σε θεσμούς και διακρίσεις; Η δημόσια συζήτηση για τη βελτίωση του θεσμού των βραβείων είναι και νόμιμη και θεμιτή φτάνει να συζητούμε για τον θεσμό και να μην προσωποποιούμε καταστάσεις. Δεν πρέπει να ξεχνούμε, ωστόσο, ότι ο συγκεκριμένος θεσμός δεν θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η λογοτεχνία. Γι’ αυτό, η αισθητική ποιότητα των έργων θα έπρεπε να ήταν το κυριότερο κριτήριο μιας ουσιαστικής συζήτησης γύρω από τα Κρατικά Βραβεία. Παρόλα αυτά, όπως κάθε χρονιά, έτσι και φέτος, παρουσιάστηκαν μεμονωμένες αντιδράσεις από παρ’ ολίγον βραβευθέντες και δυσαρεστημένους, οι οποίοι, αντί να μιλήσουν με σαφή αισθητικά κριτήρια, προτίμησαν να εξακοντίσουν υβριστικά βέλη προς βραβευθέντες, ρίχνοντας, δυστυχώς, το επίπεδο της συζήτησης και θολώνοντας το τοπίο.

  • INFO Η ποιητική συλλογή του Παναγιώτη Νικολαΐδη «Ριμαχό» (2022) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σμίλη

Ελεύθερα, 7.1.2024