Η πρώτη του συνεργασία με τον ΘΟΚ υπό την ιδιότητα του σκηνοθέτη επικυρώνεται μ’ ένα έργο- δυναμίτη.

Το κρατικό θέατρο δοκιμάζεται και πάλι με κείμενο της Σάρα Κέιν. Η συγγραφέας- οδοστρωτήρας, που καθόρισε την πορεία της σύγχρονης θεατρικής γραφής, σόκαρε κοινό και κριτικούς όταν πρωτοπαρουσίασε το «Καθαροί πια», το 1998. Μπορεί να είναι σύμπτωση ότι ο ΘΟΚ αποφάσισε σ’ αυτή τη συγκυρία να αφαιρέσει τα ακριανά καθίσματα στη Νέα Σκηνή, προσφέροντας την ευχέρεια σε όποιον επιθυμεί να αποχωρήσει ευκολότερα. Μπορεί και όχι. Σε κάθε περίπτωση, σε μια παράσταση με γυμνό, σκηνές βίας, σκληρή γλώσσα, εικονοκλαστική δράση και προσομοίωση ερωτικών πράξεων η είσοδος σε ανηλίκους απαγορεύεται αυστηρά. Είναι, όμως, ο μόνος τρόπος ν’ ανεβεί το συγκεκριμένο έργο, το οποίο ο Ευριπίδης Δίκαιος αντιμετωπίζει ως ένα σκοτεινό ερωτικό ποίημα, εισάγοντας και τον αδόκιμο όρο «ποιητιγκόρ».

Με ποιον τρόπο διαχειρίζεσαι το βάρος ενός τόσο ιδιαίτερου έργου; Είμαστε όλοι πολύ προσεκτικοί. Οφείλω στον εαυτό μου να κάνω αυτή την παράσταση όσο πιο ειλικρινά και καλλιτεχνικά σωστά μπορώ. Ως «καλλιτεχνικά σωστό» ορίζω το ν’ ακολουθώ πιστότατα την Σάρα Κέιν. Επιτρέπω ελάχιστες μικροαλλαγές που ίσως ταιριάζουν καλύτερα με τη δική μας πρόταση. Όμως, γενικά μένω πιστός στο όραμά της. Στο δικό της όραμα, όμως. Όχι σε όλη τη δοκιμιογραφία που υπάρχει γύρω από το έργο της, η οποία μ’ ενδιαφέρει, αλλά δεν με αφορά παραστατικά. 

Γιατί είναι τόσο σημαντικό αυτό το έργο για σένα; Το είχα στο «μαυροσάκουλο» με τα υπόψιν και αναζητούσα τις κατάλληλες συνθήκες και προϋποθέσεις για να το ανεβάσω όπως πρέπει. Κι αυτό θα ήταν δύσκολο να γίνει σε ανεξάρτητη παραγωγή. Το συγκεκριμένο, μάλιστα, είναι το έργο που μ’ έκανε να ασχοληθώ σοβαρά με το θέατρο.

Δηλαδή, με ποιον τρόπο; Βρέθηκα στην Αθήνα από το 2000 μετά τις σπουδές μου στην Αγγλία. Συμμετείχα τότε σε μια ερασιτεχνική ομάδα Κυπρίων. Δεν είχα όμως σοβαρή επαφή με το θέατρο, ασχολούμουν κυρίως με τη μουσική. Μια μέρα ήρθε ο Κωνσταντίνος Μελίδης και μου έδωσε το πρόγραμμα της παράστασης που ανέβαζε το 2001 ο Λευτέρης Βογιατζής. Είχε μέσα ολόκληρο το έργο. Το διάβασα κι έφαγα το πρώτο «χαστούκι». Θυμάμαι ότι πήγα να τη δω μαζί με τη Μαγδαλένα Ζήρα, που έτυχε τότε να είναι Αθήνα και μόλις με είχε πείσει να πάω και για μάθημα μαζί της στον Κωνσταντίνο Αρβανιτάκη. Αυτή ήταν η αρχή του θεάτρου για μένα. Ψάρωσα. Έφυγα από την παράσταση του Βογιατζή παραζαλισμένος.

Διατηρείς στο πίσω μέρος του μυαλού ότι πρόκειται για παραγωγή του ΘΟΚ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται; Οπωσδήποτε είναι προς τιμήν του ΘΟΚ και του Σάββα Κυριακίδη που ενέταξε στο ρεπερτόριο του οργανισμού ένα τόσο τολμηρό έργο. Να πω την αλήθεια, δεν το περίμενα. Το πρότεινα μεταξύ κάποιων άλλων χωρίς να έχω καμία προσδοκία και προς μεγάλη μου έκπληξη μού τηλεφώνησε μετά από μερικές εβδομάδες και μου είπε «προχωράμε». Έμεινα στήλη άλατος. Είναι αλήθεια ότι δεν είναι μόνο για μένα ένα μεγάλο στοίχημα, αλλά και για τον ΘΟΚ. Αυτό που διαπίστωσα σχεδόν αμέσως μόλις ξεκινήσαμε είναι ότι όλο το προσωπικό στον οργανισμό είναι τζετ. Περίμενα ένα πιο «στριφνό» κλίμα. Μια τυπολατρία και μια δεινοσαυρική νοοτροπία, που σε συνδυασμό με τα συντεχνιακά θα ήταν σαν ένας κύκλος της κολάσεως. Διαψεύστηκα πανηγυρικά. Από τον τελευταίο –σε ευθύνες- τεχνικό μέχρι τον ίδιο τον καλλιτεχνικό διευθυντή, όλα λειτούργησαν ρολόι και προς όφελος της δουλειάς μας. Επέδειξαν την απαιτούμενη σοβαρότητα και στα θέματα προστασίας των ηθοποιών, της παράστασης, του οργανισμού.

Σε κάθε περίπτωση, είναι μια μη αναμενόμενη επιλογή για ένα κρατικό θέατρο… Αν και το έχει κάνει το 2016 η Κέιτι Μίτσελ για το National στο Λονδίνο, ναι, μπορούμε να πούμε ότι είναι μια θαρραλέα επιλογή. Ειδικά για τα κυπριακά δεδομένα. Να πω την αλήθεια, αναμένοντας την ανταπόκριση από το ΔΣ στην πρόταση που τους πήγε ο Σάββας, φοβόμουν ότι θα μάς πάρουν με τις πέτρες. Είναι ξεκάθαρο, θεωρώ, ότι πήραν μια θέση ως προς την πορεία και τη φιλοσοφία που θέλουν να έχει ο ΘΟΚ. Δηλαδή, να μην προσκολλάται στην πεπατημένη, στην τετριμμένη σχέση με το κοινό. Να σπάσει κανένα αυγό και να προτείνει –κυρίως στο νεότερο, πιο δυναμικό κοινό- κάτι διαφορετικό, ένα «εκρηκτικό» υλικό.

© Παύλος Βρυωνίδης

Θα έλεγες ότι είναι ένα στοίχημα και για το κοινό; Ναι. Σε σχέση με το πόσο ώριμα μπορεί να κοιτάξει μέσα στο καλλιτεχνικό πλαίσιο του έργου χωρίς να κολλάει σε ιδεολογισμούς, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με την παράσταση καθαυτή, αλλά περισσότερο με μια κοινωνική θέαση.

Πώς είναι το κλίμα στις πρόβες, δεδομένων των ιδιαιτεροτήτων; Είναι όλοι απίκο. Είμαι πολύ τυχερός. Είναι τρελαμένοι με το έργο, γουστάρουν πολύ που το κάνουν. Είναι αγκαλιασμένοι με τους ρόλους τους και μεταξύ τους κι έχουν μια όμορφη συνεργασία. Από την πλευρά μου, δεν θέλω να φύγω απ’ την πρόβα- θέλω κι άλλο. Είναι έντονο. Να σκεφτείς ότι πηγαίνω κάθε μέρα στον ΘΟΚ με το ποδήλατο, αλλά συχνά φεύγω με τα πόδια για να έχω 10-15 λεπτά ήρεμο περπάτημα, να καθαρίσει ο νους μου. Όταν κάνεις τόσες φορές πρόβα λ.χ. μια σκηνή ακρωτηριασμού, υποσυνείδητα επηρεάζεσαι.

-Αναμένεις αντιδράσεις; Αναμενόμενα θα υπάρχουν μερικές αντιδράσεις από το συντηρητικό κοινό. Είναι ένα έργο σκληρό και τολμηρό. Όμως, ο ΘΟΚ έχει καταστήσει σαφές ότι η είσοδος επιτρέπεται αυστηρά σε άτομα άνω των 18. Η κριτική και οι αντιδράσεις είναι καλοδεχούμενες. Η αντίδραση που προσδοκώ εγώ έχει να κάνει μ’ ένα παρε- δώσε με τη θεματολογία και το υλικό του έργου. Η παράσταση δεν έχει πρόθεση να σοκάρει, ούτε να ενοχλήσει, αλλά το σοκ να λειτουργήσει δραματουργικά. Δεν μπορείς να αφαιρέσεις ούτε το σοκ, ούτε τις ακραίες καταστάσεις. Αυτά αποτελούν την παλέτα του έργου. Τα χρησιμοποιεί η συγγραφέας για να προβεί σε μια αλληγορία, ν’ αφηγηθεί ένα θεατρικό ποίημα για τον έρωτα, μέσα από τον πόνο και τη βία. Η ένταση απαιτείται για να λειτουργήσει η αντίστιξη με τον έρωτα, την αγάπη, το διαπροσωπικό.

© Παύλος Βρυωνίδης

Είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται για αλληγορία; Αυτό είναι το δικό μου στοίχημα. Αν δεν το πετύχουμε, θα είναι απλώς μια προκλητική, σοκαριστική παράσταση χωρίς ουσία. Αν δεν βιώσουμε τον πόνο των χαρακτήρων μέσα από τον φακό της πάλης για τον έρωτα, τότε θα έχουμε κάνει λάθος ανέβασμα. 

Είναι ο έρωτας μια τόσο ακραία συνθήκη; Τον έρωτα τον έχουμε εξιδανικεύσει. Τον έχουμε ψηλά στο μυαλό μας και τον θεωρούμε το πιο σημαντικό πράγμα. Όμως, μια ανθρώπινη σχέση δεν μπορεί να λειτουργήσει μόνο με τα καλά. Για να έχει τα καλά, αναγκαστικά κουβαλά και τα κακά μαζί της. Είναι μια ισορροπία. Για να σταθείς στο ύψος του έρωτα χρειάζεσαι το ενδεχόμενο της απογοήτευσης και της ανατροπής, στο αντίστοιχο βάθος. Όσο πιο βαθιά πάμε, τόσο πιο ψηλά τον εκσφενδονίζουμε. 

Το έχεις βιώσει και προσωπικά μ’ αυτόν τον τρόπο; Βρέθηκα κι εγώ στα πατώματα, ναι. Όχι αναρίθμητες φορές, αλλά το έχω ζήσει. Είναι μια αρρώστια, αλλά και μια κάθαρση. Ο τίτλος του έργου -«Cleansed»- δεν είναι τυχαίος.

Βρίσκεις ταιριαστή τη μεταφορά του στα ελληνικά ως «Καθαροί πια»; Πιο πρόσφατα έχει μεταφερθεί κι ως «Καθαρμένοι». Το «Καθαροί πια» της Τζένης Μαστοράκη είναι μια καλή επιλογή. Είναι λιγότερο «λόγιο» και το «πια» υπονοεί μια διαδικασία. Υποδεικνύει ότι πρέπει να περάσεις από τη μηχανή του κιμά, από τις μυλόπετρες, για να μπορείς να πεις ότι έχεις γευτεί τον έρωτα. Αν δεν υπάρχει μέσα ο πόνος, ο φόβος, η αγωνία, τότε πάει να πει ότι ήταν κομματάκι νερόβραστος. Είναι ένα σχόλιο από πλευράς της συγγραφέως. Αντιπαραβάλλει τις Συμπληγάδες, τις δύο άκρες του φάσματος, θέτοντας στον θεατή τον προβληματισμό αν έχει αξία μια ζωή που δεν τη ζεις, στιγμή τη στιγμή, στα άκρα.

Όμως ο έρωτας δεν προϋποθέτει και τον συμβιβασμό; Ο συμβιβασμός είναι μια συνειδητή παραγκώνιση της προσωπικής μας ανάγκης για να μπορέσουμε να δώσουμε χώρο στον άλλον να υπάρξει μαζί μας. Είναι διαφορετικό αυτό από τη συνειδητή αποδοχή τού να προβάλλεις κάποιον άλλον πάνω σ’ αυτόν με τον οποίο συνευρίσκεσαι. Όταν ο ένας θέλει να είναι αλλού -ή και οι δύο- τότε κάπου ψευδίζει το πράγμα. Μιλάμε για τη συνειδητή αποδοχή ενός ψέματος. 

Έχει γερό στομάχι ο Κύπριος θεατής; Θα απαντήσω «ναι». Με την υποσημείωση «αν θέλει». Οι Κύπριοι έχουν περάσει πάρα πολλά τις τελευταίες πολλές δεκαετίες- κι όχι μόνο οι ελληνόφωνοι χριστιανοί ορθόδοξοι. Αυτές οι κακουχίες μάς οπλίζουν με δύναμη και αντοχή. Ίσως είναι και λίγο φυγόπονοι, όπως όλος ο κόσμος. Ο λόγος που ενίοτε αποστρέφουμε το κεφάλι από το δράμα του άλλου είναι επειδή ξέρουμε πως όταν ανοίξουμε την πόρτα του σπιτιού, έχουμε ακόμη δέκα δικά μας δράματα να διαχειριστούμε κι όχι επειδή δεν θέλουμε να βοηθήσουμε. Κουβαλάμε το δικό μας άχθος και δεν έχουμε πολύ χώρο για τους άλλους.

© Παύλος Βρυωνίδης

-Έχουν την ανοιχτοσύνη να δούνε αυτό που επιδίωκε η Σάρα Κέιν να πει; Την περίοδο που μεγάλωνα εγώ, τη δεκαετία του ’80, δεν είχαμε ούτε ίντερνετ, ούτε την αίσθηση της παγκοσμιοποίησης. Τώρα έχουμε όλοι πρόσβαση στα πάντα. Έχουμε συνείδηση τι συμβαίνει στον κόσμο. Έχουν ανοίξει πλέον τα μάτια μας κι όλο και περισσότεροι έχουμε σταματήσει να φοράμε πολιτικές και κοινωνικές παρωπίδες. Έχουν αλλάξει οι παγκόσμιες συνθήκες. Απ’ εκεί και πέρα, είναι συνειδητή επιλογή του καθενός αν θα μπει σ’ αυτή τη διαδικασία. Προσωπικά, δεν έχω πρόβλημα ένας θεατής που θα έχει δοκιμάσει τον εαυτό του στην παράσταση να έρθει να πει «δεν μπορώ, ρε παιδιά, αυτό που βλέπω με χαλάει και φεύγω». Το αποδέχομαι. Να δεχτεί όμως κι αυτός ότι μπορεί να υπάρχει κάποιος άλλος που τον αφορά η ουσία του έργου. Αναμένουμε τις αντιδράσεις με ενδιαφέρον και κατανόηση, αρκεί να μη φτάσουν σε επίπεδα υστερίας. Λογοκρισία, πάντως, δεν πρόκειται να δεχτούμε. Κατεβαίνει το έργο αμέσως. 

Μα, το να κατέβει το έργο δεν συνιστά λογοκρισία; Δεν φοβόμαστε την κατακραυγή. Όμως, είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρο ότι η παράσταση απευθύνεται σε ενήλικες. Δεν φέρνουμε κανέναν με το ζόρι. Άρα, γιατί να κατέβει;

Συνιστά αυτό το είδος θεάτρου τέχνη, με την έννοια της καλλιτεχνίας; Ή είναι περισσότερο μια κοινωνική παρέμβαση- τοποθέτηση; Σίγουρα είναι κοινωνική παρέμβαση. Μπορεί να αξιοποιηθεί ως εργαλείο για να σχολιάσει μια ανθρώπινη κατάσταση. Το να το δεις αυτό ως τέχνη είναι επιλογή. Προσωπικά, διαβάζω το έργο σαν ένα ποίημα. Αν το διαβάσω σαν ένα ακτιβιστικό, πολιτικό σχόλιο, χάνεται η ουσία του. Αν μ’ ενδιέφερε περισσότερο ο πολιτικός σχολιασμός, απ’ αυτή τη σκοπιά, θα διάλεγα ένα άλλο έργο της Σάρα Κέιν, όπως το «Blasted». Η έμφαση εδώ είναι στις σχέσεις κι όχι στην κοινωνική χροιά. Υπό αυτή την έννοια καθορίζω και τον όρο «ποιητιγκόρ». Από την «ποίηση» και το «gore». Δηλαδή, είναι ένα ποίημα, αλλά σκοτεινό, όχι φωτεινό. Σαν να διαβάζεις Καρυωτάκη, ας πούμε. Ή Έντγκαρ Άλαν Πόε. Υπάρχει το σκοτεινό κομμάτι της φύσης μας, της ύπαρξής μας, που έχει κι αυτό τη χάρη του.

-Είναι το θέατρο σήμερα τόσο ανατρεπτικό όσο ήταν στην εποχή της Σάρα Κέιν; Μάλλον όχι. Η ίδια η Σάρα Κέιν δεν πίστευε ότι ήταν μέρος κάποιου κινήματος. Δηλαδή, της κόλλησαν τη «ρετσινιά». Ωστόσο, μπορώ να καταλάβω τον ευρύτερο όρο «in-yer-face theatre», που ουσιαστικά αυτό που λέει είναι «δεν ντρέπομαι»: για την ανθρώπινη υπόσταση, για το σώμα, για τον νου. Ούτε για τις σκοτεινές γωνίες της ύπαρξης. Τα βάζω όλα στη σκηνή και τα συζητάω. Μ’ αυτόν τον τρόπο το προσεγγίζουμε κι εμείς. Είναι αλήθεια ότι με τα χρόνια η δυναμική του μειώνεται. Κι αυτό γιατί έχει αμβλυνθεί το αισθητήριό μας με όσα βλέπουμε καθημερινά να συμβαίνουν. Δηλαδή, τι είναι αυτό που συμβαίνει σ’ αυτό το έργο μπροστά σ’ αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στη Γάζα, στην Ουκρανία, στην Αφρική;

Τέτοια συνέβαιναν πάντα, απλώς τώρα τα βλέπουμε αμέσως… Ακριβώς. Είναι η εικόνα, η αμεσότητα. Συχνά μπερδεύεται και με τη μυθοπλασία και γίνεται ένας αχταρμάς στο μυαλό μας. Έχουμε αποκτηνωθεί ή έχουμε συνηθίσει τόσο να βλέπουμε την ασχήμια και τη βία που συχνά δεν καταλαβαίνουμε τη διαφορά αν συμβαίνει στ’ αλήθεια ή όχι. Παλιότερα, διάβαζες μια εφημερίδα και χρησιμοποιούσες τη φαντασία σου για να αναπλάσεις μια εικόνα. Επίσης, μια φωτογραφία μπορούσε να γίνει εμβληματική κι είχε τόσο ισχυρό αντίκτυπο που έμενε στην ιστορία. Στην εποχή μας, βλέπεις στο Facebook τρεις τέτοιες κάθε μέρα. Άρα πώς να ισχυριστώ εγώ ότι αυτό που κάνω στο θέατρο είναι «πρόκληση» και «σοκ»; Για ποιον;

Τι είναι για σένα το θέατρο; Η αφήγηση μιας ιστορίας. Μια εξιστόρηση. Έχω περάσει κι από τη φάση του μη δραματουργικού θεάτρου, αλλά πλέον δεν με πείθει. Ίσως γι’ αυτό δυσκολευόμαστε να κάνουμε την ανατροπή: για να ανατρέψεις κάτι πρέπει να βλέπεις τη γραμμή του. Να βλέπεις την ιστορία από την αρχή μέχρι το τέλος, κάτι ολοκληρωμένο. Στην Κύπρο έχω την αίσθηση ότι δεν ξέρουμε να βάζουμε τέλος. Ίσως αυτό να προκύπτει από το ότι εδώ και δεκαετίες παρατείνουμε και αγνοούμε μια τελεία που πρέπει επιτέλους με κάποιον τρόπο να μπει. Διαιωνίζουμε ένα «Δεν ξεχνώ», που βασικά εννοεί «δεν ασχολούμαι με το μετά». Δηλαδή, «δεν έχω όραμα». Διότι, κοιτάζω μόνο πίσω και δεν φαντάζομαι. Το ζω αυτό από τον καιρό που ήμουν μωρό. Είναι ένα συνεχές πράγμα. Φοβάμαι ότι έχει μεταλαμπαδευτεί παντού και δεν έχουμε την αίσθηση του κλεισίματος ενός κύκλου. 

Λες ότι πρέπει να ξεχάσουμε, δηλαδή; Κατ’ ακρίβεια, ναι. Πρέπει να ξεχάσουμε για να ξαναθυμηθούμε. Να πιάσουμε το νήμα από την αρχή. Και να το πιάσουμε από το τώρα. Να ξεφύγουμε από τη λούπα μέσα στην οποία έχουμε εγκλωβιστεί, να τη σπάσουμε. Δεν ζούμε στο 1964, ούτε στο 1974, ούτε στο 2004. Διαβάζοντας τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου συνεχώς μένεις με το ερώτημα «και μετά τι κάνουμε;» Μ’ αυτό το «μετά» δεν έχουμε ασχοληθεί όσο πρέπει. Ούτε με το «τώρα».

Είναι το κανονικό απαραίτητα και επιλήψιμο; Όχι. Η κανονικότητα είναι αυτό που χρειαζόμαστε όλοι. Ποιος δεν θέλει λίγη ηρεμία, ησυχία, σιγουριά και ασφάλεια; Δεν είναι κακό. Αλλά για να το κατακτήσουμε αυτό, πρέπει ν’ αντιληφθούμε ότι αφενός ο καθένας μας επωάζει το μη κανονικό και αφετέρου ότι πολλές φορές η κανονικότητα του ενός συγκρούεται με την κανονικότητα του άλλου.

Ποια στιγμή απολαμβάνεις περισσότερο στο θέατρο; Ως σκηνοθέτης, την πρώτη εβδομάδα των προβών. Είναι ο ενθουσιασμός της πρώτης ενασχόλησης με το υλικό και της σφυρηλάτησης μιας ωραίας παρέας. Επίσης, απολαμβάνω εξίσου την περίοδο που η παράσταση είναι πια ώριμη. Όχι την πρεμιέρα, ή τη δεύτερη και τρίτη παράσταση, αλλά όταν το έργο έχει αναλωθεί μπροστά στο κοινό.

Τι έχεις μάθει για τον εαυτό σου, όλα αυτά τα χρόνια, μέσα από το θέατρο; Ότι κάθε σχέση χρειάζεται μια συνεχή «αγκαλιά». Χρειάζεται παρουσία, δοτικότητα. 

Το θέατρο σού το δίδαξε αυτό; Ναι. Η μουσική –με την οποία επίσης ασχολούμαι- είναι κάτι άπιαστο. Στο θέατρο, όμως, βρίσκεσαι σ’ ένα συνεχές πάρε-δώσε. Καλείσαι καθημερινά να συναναστραφείς με συγκεκριμένους ανθρώπους και ν’ αναπτύξεις, να εξελίξεις, να συντηρήσεις μια πολύπλοκη σχέση. Χρειάζεται να συνυπάρξεις και να συνδημιουργήσεις με βάση ένα σκοπό. Ισχύει και για τη μουσική αυτό, αλλά στο θέατρο μιλάμε για ένα μετα-επίπεδο, όπου οι σχέσεις είναι το παν. Αυτό μού αφαίρεσε τις παρωπίδες. Αναγκάστηκα να αναγνωρίσω ότι η σημαντικότητα των σχέσεων μεταξύ των χαρακτήρων είναι ισάξια με τη σημαντικότητα των σχέσεων μεταξύ των συντελεστών. Επεκτείνοντάς το αυτό και σε προσωπικό επίπεδο, για μένα είναι πλέον σαφές ότι κάθε σχέση απαιτεί συνεχή συντήρηση. Η αγάπη είναι μια συνεχής δοκιμασία που απαιτεί εγρήγορση και ενεργητικότητα.

© Παύλος Βρυωνίδης

Ελεύθερα, 14.1.2024