Πόσοι νέοι ασχολούνται σήμερα με την με την έμμετρη κυπριακή μας ποίηση και τα τσιαττιστά; Ο 21χρονος φοιτητής, που μόλις κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή, είναι το φωτεινό παράδειγμα εξέλιξης της άυλης παράδοσης του τόπου μας.
–Πώς και ξεκίνησες να ασχολείσαι με τη λαϊκή ποίηση – ένας νέος μόλις 21 ετών; Από μικρός ασχολούμαι με τα τσιαττιστά, την έμμετρη δηλαδή κυπριακή ποίηση με ομοιοκαταληξία. Μεγάλωσα στο Φοινί, και κάθε μέρα βρισκόμουν μέσα στο παραδοσιακό καφενείο της γιαγιάς μου, οπότε εκεί είχα άμεση επαφή με την παράδοση στην καθημερινότητά μου, μέσω του περιβάλλοντος γύρω μου. Αυτός ο καθημερινός τρόπος ζωής, μου δημιούργησε ενδιαφέρον και για την παράδοση. Η ποίηση, επίσης, πάντα μου άρεσε. Και με ένα κυπριακό δίστιχο, τα τσιαττιστά, τα οποία εγώ άκουγα από βρέφος, από τους ανθρώπους που μαζεύονταν στο καφενείο καθώς με είχε η γιαγιά μου μέσα στην αμαξούδα, την ώρα που έψηνε τους καφέδες, μπορούσα να εκφραστώ πιο εύκολα, πιο αυθόρμητα. Έτσι, σιγά σιγά, με την τριβή, μου έβγαιναν αβίαστα, σχεδόν αμέσως. Ήμουν παιδί στο δημοτικό π.χ., και μπορεί να έλεγα ένα δίστιχο σε κάποιον ηλικιωμένο και να ξεκαρδιστούν όλοι – αντιλαμβανόμουν, λοιπόν, πως αυτός ο τρόπος επικοινωνίας είχε άμεση επίδραση και μου άρεσε αυτό.
–Σου ήταν πάντα εύκολο να ταιριάζεις τις ρίμες στην κυπριακή διάλεκτο; Ναι. Παρόλο που δεν ασχολείται κανένας από την οικογένειά μου με αυτό. Οι γονείς μου είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, μένουν στο χωριό, αλλά δεν είχαν ασχοληθεί ποτέ με την ποίηση. Σιγά- σιγά, λοιπόν, και μελετώντας παλιούς λαϊκούς ποιητές, εξέλισσα αυτή την κλίση που είχα, έκανα πιο δύσκολες ομοιοκαταληξίες και ξεκίνησα να καταπιάνομαι και με πιο κοινωνικά θέματα. Γράφω και στη δημοτική ποιήματα, αλλά προτιμώ τα τσιαττιστά, τα αισθάνομαι πιο κοντά μου, τα βρίσκω αυθεντικά, αληθινά, ενώ είναι και ένα κομμάτι της λαϊκής μας παράδοσης, κομμάτι από τον τόπο μας, που δεν θα ήθελα να χαθεί.
–Οι φίλοι σου, οι συμφοιτητές σου στο Πανεπιστήμιο Κύπρου όπου σπουδάζεις Οικονομικά-Μαθηματικά, πώς αντιμετωπίζουν αυτό το ταλέντο σου; Υπάρχουν αυτοί που θεωρούν τη λαϊκή ποίηση ως κάτι «ξεπερασμένο», κάτι «χωριάτικο», ως κάτι που δεν τους ενδιαφέρει, αλλά υπάρχουν κι εκείνοι -και, ευτυχώς, είναι οι περισσότεροι- που εντυπωσιάζονται. Κυρίως από την αμεσότητα – μπορεί, δηλαδή, να έρθει ένας συμφοιτητής μου και να μου πει «πες ένα τσιαττιστό για το τάδε θέμα», εγώ να το κάνω αμέσως, επειδή πλέον έχω μεγάλη πείρα πια, και αυτό να προκαλέσει πολύ θετικά σχόλια. Μπορεί να πω κάτι π.χ. για το ποδόσφαιρο και αυτό να αρέσει πολύ. Ή κάτι για την επικαιρότητα. Ή κάτι για τον έρωτα.
–Άρα είναι και πιο εύκολο για σένα να φλερτάρεις τσιαττίζοντας; (Γελάει). Είναι. Γιατί είναι κάτι που εντυπωσιάζει. Είναι, γενικά, μια καλή αρχή προσέγγισης, για πολλά θέματα.

–Οι γονείς σου πώς αντιμετώπισαν αυτό το ταλέντο σου, αρχικά; Ξαφνιάζονταν. Τους έλεγαν π.χ. οι δάσκαλοί μου στο δημοτικό «βάλαμε τα παιδιά σήμερα να γράψουν ένα ποίημα» και, δείχνοντάς τους το ποίημα που είχα γράψει, τους έλεγαν «αυτό έγραψε ο Εφραίμ!». Χαίρονταν. Αν και παραξενεύονταν που ασχολιόμουν τόσο πολύ με την λαϊκή ποίηση. Πάντως με στήριξαν πάρα πολύ! Ο πατέρας μου, για παράδειγμα, μπορεί να τελείωνε με τη δουλειά του, με τις πέργκολες και με την κατασκευή στεγών που ασχολείται, αργά το απόγευμα, αλλά θα με πήγαινε μετά εμένα στη Λευκωσία, σε κάποιο διαγωνισμό, σε κάποιες εκδηλώσεις που γίνονταν, ή στην «Παραδοσιακή βραδιά» όπου καλούσαν συχνά λαϊκούς ποιητές, θα με περίμενε ως πολύ αργά το βράδυ, θα επιστρέφαμε στο Φοινί και πολύ νωρίς θα ξυπνούσε κανονικά για να πάει στη δουλειά του, όπως και εγώ στο σχολείο μου. Το ίδιο έκανε και η μητέρα μου. Αυτά είναι θυσίες που έκαναν οι γονείς μου, τις οποίες αναγνωρίζω και δεν τις ξεχνώ.
–Ήσουνα το «παιδί- θαύμα» του χωριού, κατά κάποιο τρόπο; Αυτό δεν μπορώ να το πω εγώ. Παρόλ’ αυτά, υπήρξα πολύ τυχερός, γιατί στο Γυμνάσιο ο καθηγητής της μουσικής μου ήταν ο Κώστας Κακογιάννης, ο οποίος, μαζί με τον Πάμπο Κουζάλη, τον στενό του συνεργάτη στους στίχους, με εξέλιξαν σε πολύ μεγάλο βαθμό, με τις συμβουλές τους. Τους χρωστώ πολλά! Με τίμησε ιδιαίτερα ο κ. Κακογιάννης, όταν μελοποίησε και τρία ποιήματά μου, ενώ δεν συνεργάζεται με άλλους, πέραν του κ. Κουζάλη.
–Ήσουν καλός μαθητής στο σχολείο σου; Ναι. Τελείωσα ως αριστούχος τη Σχολή Μιτσή, στη Λεμύθου.
–Η πρώτη σου αυτή ποιητική συλλογή ήταν, κατά κάποιο τρόπο, και ένα «δώρο» των γονιών σου προς εσένα, για το ταλέντο σου; Η οικογένειά μου δεν μπορούσε να καλύψει τα έξοδα της έκδοσης ενός βιβλίου, γιατί έχω ήδη τα φοιτητικά μου έξοδα– και ούτε εγώ ήθελα να επιβαρύνω οικονομικά την οικογένειά μου. Απευθύνθηκα στο Υφυπουργείο Πολιτισμού, με το επιχείρημα ότι τα τσιαττιστά είναι μέρος της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου, με απόφαση της UNESCO, αλλά, δυστυχώς, δεν με χρηματοδότησαν γιατί δεν υπήρχε κάποιο πρόγραμμα για το συγκεκριμένο θέμα. Ευτυχώς, με βοήθησαν κάποιοι ιδιώτες, αθόρυβα, τους οποίους και θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά, ενώ πήρα και μια μικρή χρηματοδότηση από τον Ο.ΝΕ.Κ, μέσω του προγράμματος «Πρωτοβουλίες Νέων».
–Σε αυτή την πρώτη σου ποιητική συλλογή «Ρίζα, η καρκιά μου» που μόλις κυκλοφόρησε, τι είδους ποιήματα υπάρχουν; Περιλαμβάνει 150 περίπου ποιήματα, έμμετρα, της κυπριακής διαλέκτου, από πολλούς τομείς: Ερωτικά, κοινωνικά, επικαιρότητας, αντιπολεμικά, γνωμικά, σατιρικά, ιστορικά, βιωματικά.
–Αν επικεντρωθούμε στα βιωματικά σου, ποια ήταν η πιο συγκλονιστική εμπειρία που έζησες, από την οποία προέκυψε και ένα έμμετρο ποίημα μετά; Όταν κάηκε το σπίτι μας, ολοσχερώς. Και μέναμε σε άλλο σπίτι, μέχρι να επιδιορθώσουμε το δικό μας. Είχαν καεί τα πάντα, αλλά πιο πολύ με πείραξε που κάηκαν οι φωτογραφίες μας, κάποια ενθύμια, μερικά πολύ ιδιαίτερα και προσωπικά πράγματα της οικογένειάς μας, τα οποία δεν θα ξαναγίνονταν ποτέ. Αυτό έγινε στα 15 μου. Ήταν μια πολύ μεγάλη δοκιμασία για την οικογένειά μου αυτό. Αφότου συνέβη, θυμάμαι, την επόμενη μέρα, για να το βγάλω από μέσα μου, έγραψα ένα ποίημα.

–Θες να μου το πεις; (Μού το απαγγέλλει αμέσως, από μνήμης). «Ο άδρωπος άμαν πονεί / Σφίγγεται να μεν κλάψει / Τζιαι μέσα του πολλά βαθκιά / Σε τζείν’ την μαύρην του καρκιάν / Τον πόνον του να θάψει./ Να εν καλά τα πλάσματα / Μαζίν τζι αγαπημένα / Να έχουν πίστην στον Θεόν / Να κάμνουν πάντα το καλόν / Τζι εν ναν ευτυχισμένα. / Έσιει πολλά σιειρόττερα / Ο κόσμος υποφέρει / Να λέμεν Δόξα στον Θεόν / Μας είναι πάντα στο πλευρόν / Τζιαι τον σταυρόν μας ξέρει».
–Τώρα θα κάνω σαν όλους τους άλλους, και θα σε παρακαλέσω να μου πεις και ένα τσιττιστό με τον «Φιλελεύθερο» μέσα… Με χαρά! Μου έρχεται αυθόρμητα αυτό (Μου το απαγγέλλει αμέσως!): «Που έπιασεν τους στίχους μου / Έσσω σας να τους βάλει / Μπράβο στον Φιλελεύθερο / Αφού πνευματικό νερό / Ποτίζει μας καπάλι. / Είναι για μένα μια τιμή / Μα τζιαι μεγάλη τύχη / Που βρέθηκα σε έκδοση / Του κύριου Παττίχη!».
- Info: Η πρώτη ποιητική συλλογή του Εφραίμ Χρίστου «Ρίζα, η καρκιά μου (πρώιμα)», μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Επιφανίου. Η παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει την Τετάρτη 24/1, στις 19:00, στο Πανεπιστήμιο Κύπρου (οδός Καλλιπόλεως, Λευκωσία), Αίθουσα Τελετών.