Ο διακεκριμένος Κύπριος συνθέτης υπογραμμίζει ότι δεν θα τον ενδιέφερε η μουσική αν ήταν μόνο επιστήμη ή μόνο τέχνη. 

Τον πέτυχα εν ώρα εργασίας στον δεύτερο όροφο του Ithaca College, έξω από τη Νέα Υόρκη, όπου εργάζεται ως Αναπληρωτής Καθηγητής Σύνθεσης και Μουσικής Θεωρίας και ως Διευθυντής των Στούντιο Ηλεκτρονικής Μουσικής. Ο Εύης Σαμμούτης ζει μόνιμα τα τελευταία οκτώ χρόνια στις ΗΠΑ, χωρίς όμως να έχει ρίξει πίσω του μαύρη πέτρα. Διατηρεί στενές σχέσεις με την καλλιτεχνική και ακαδημαϊκή δραστηριότητα της Κύπρου, ενώ παραμένει Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Σύγχρονης Μουσικής Φάρος, από την ίδρυσή του το 2009. Παρά το γεγονός ότι έργα του έχουν παρουσιαστεί ζωντανά σε περισσότερες από 45 χώρες από κορυφαία μουσικά σύνολα, έχουν μεταδοθεί από την RAI, το BBC και το Radio France κι έχουν διακριθεί διεθνώς, δεν είχε τύχει μέχρι τώρα να συνεργαστεί με τη Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου. Ήρθε όμως το πλήρωμα του χρόνου και μετά από ανάθεση παρουσιάζεται σε παγκόσμια πρεμιέρα στην Κύπρο η σύνθεσή του «Αίολος» για μπάσο κλαρινέτο και ορχήστρα εγχόρδων. Η πρώτη αυτή σύμπραξη με τη Σ.Ο.Κ. σ’ ένα πρόγραμμα με έργα Κυπρίων συνθετών αποτέλεσε την αφορμή για τη συζήτηση που ακολουθεί. 

Θα έλεγες ότι η μουσική σου είναι δύσκολη στην εκτέλεση; Εγώ δεν τη θεωρώ δύσκολη, απλώς είναι διαφορετική και απαιτεί κάποια εξοικείωση από τους μουσικούς. Κάποιος που δεν μιλά καθημερινά μια γλώσσα, χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να τη μάθει. 

Αυτός είναι ο λόγος που δεν είχε τύχει μέχρι τώρα να επιλεγεί κάποιο έργο σου για το ρεπερτόριο της Συμφωνικής Ορχήστρας Κύπρου; Αρκετά από τα έργα μου είναι γραμμένα για μεγαλύτερες συμφωνικές ορχήστρες. Επίσης, κάποια είναι δύσκολο να εκτελεστούν χωρίς τη δική μου φυσική παρουσία σε πρόβες. Η λύση, λοιπόν, ήταν να γραφτεί κατά παραγγελία ένα κομμάτι ειδικά για τη συγκεκριμένη ορχήστρα. Η πρόταση αφορούσε έργο για σόλο όργανο και ορχήστρα εγχόρδων, ένας συνδυασμός που εμένα μ’ αρέσει. Αυτό που κάνω εγώ είναι διαφορετικό από την καθημερινότητα του ρεπερτορίου της ΣΟΚ, χωρίς να σημαίνει ότι έκανα εκπτώσεις στη σύνθεση. 

Τι σημαίνει για σένα το γεγονός ότι θ’ ακούσεις για πρώτη φορά έργο σου να ερμηνεύεται από την κρατική ορχήστρα της πατρίδας σου; Για προσωπικούς λόγους, είναι εξαιρετικά σημαντικό. Υπό αυτή την έννοια με χαροποίησέ το γεγονός ότι μετά από πολλά χρόνια, επιλέγηκε έργο μου από τη ΣΟΚ. Αυτό, άλλωστε, έχει επιπλέον να κάνει και με τον συγκεκριμένο προγραμματισμό, με το όραμα του εκάστοτε καλλιτεχνικού διευθυντή, με το είδος των έργων που θέλει να ερμηνεύει, τις ανάγκες του κοινού. Εννοώ ότι δεν θα μου κακοφαινόταν, ούτε θα ένιωθα παραγκωνισμένος αν δεν συνέβαινε. Η εκτίμησή μου για την ορχήστρα, τους μουσικούς της και το έργο που επιτελείται είναι δεδομένη. 

Οι ήχοι της Κύπρου εξακολουθούν να παίζουν κυρίαρχο ρόλο στη δουλειά σου; Ναι, αλλά μ’ έναν αρκετά εκλεπτυσμένο τρόπο. Δεν χρησιμοποιώ παραδοσιακές και γνώριμες μελωδίες, είναι κάτι που δεν με εκφράζει γενικά ως συνθέτη. Πιστεύω ότι όποιος σκοπεύει να προβεί σε εις βάθος εκτίμηση μιας μουσικής παράδοσης πρέπει να πηγαίνει πέρα απ’ αυτό. Δηλαδή, να προσεγγίζει τα πράγματα διαφορετικά ως προς τη φόρμα και την έκφραση. 

Τι είναι ο «Αίολος»; Με ποιο σκεπτικό προέκυψε το θέμα του συγκεκριμένου έργου; Όταν μου ζητήθηκε να γράψω ένα έργο για την ορχήστρα, σκέφτηκα αμέσως να χρησιμοποιήσω το μπάσο κλαρινέτο και μέσω αυτού να βρω διάφορους ηχητικούς συσχετισμούς με την ορχήστρα εγχόρδων. Το πρώτο πράγμα που μού ήρθε στο μυαλό ήταν η ιδέα του ανέμου. Στο μπάσο κλαρινέτο δεν είναι πάντοτε χορδισμένοι αυτοί οι ήχοι, οι άνεμοι που αποδίδονται μέσω του οργάνου. Οπότε, με κάποιον τρόπο ήθελα να δω πώς μπορώ καταρχήν να «ελέγξω» αυτόν τον ήχο, και μετέπειτα να τον αναπτύξω σαν την βάση του έργου. Ο Αίολος στη μυθολογία είναι ο επόπτης των ανέμων. Στην αρχή του έργου, το κλαρινέτο δημιουργεί ποικίλους ήχους τους οποίους η ορχήστρα μιμείται. Έτσι, κατά κάποιον τρόπο, ο σολίστας παίζει τον ρόλο του Αιόλου. Ελέγχει την ποιότητα και την ποσότητα του αέρα που μπορεί να ακούσει ο ακροατής, καθώς αυτή μετατρέπεται σε μουσική. 

Προς τα πού εξελίσσεται η έρευνά σου πάνω στη σύγχρονη λόγια μουσική; Στις τέχνες δεν έχουμε πάντοτε τα ίδια κριτήρια με τις επιστήμες. Στην επιστήμη μπορεί κανείς να εντοπίσει ως προς την έρευνα μια γραμμή προόδου προς τα πάνω, δηλαδή μια πρόοδο συγκεκριμένη και καταγεγραμμένη. Στη μουσική αυτό δεν εκφράζεται πάντοτε με τον ίδιο τρόπο. Αυτό δεν σημαίνει ότι ένας μουσικός ασχολείται 30 χρόνια με το ίδιο πράγμα. Κάποιες φορές αλλάζουμε θεματικές. Η μουσική δεν είναι όπως το σκάκι. Υπάρχει οπωσδήποτε η πτυχή της διανοητικότητας, της πνευματικότητας και κάποια δεδομένα που απαιτείται να επεξεργαστείς με επιστημονικό τρόπο. Ωστόσο, υπάρχει και η εξίσου σημαντική πτυχή που άπτεται της έκφρασης. Κι αυτό δεν είναι πάντοτε μετρήσιμο. Στη δική μου περίπτωση, θεωρώ ότι σε σχέση με αυτά πάνω στα οποία εργάζομαι εδώ και 25 χρόνια, βρίσκομαι πλέον σ’ ένα σημείο που έχω την ευχέρεια να τα χρησιμοποιήσω πιο ελεύθερα και δημιουργικά. Δηλαδή, είναι σαν να έχεις μάθει μια νέα γλώσσα και μπορείς να τη χρησιμοποιείς πιο άνετα. Αυτή η έρευνα με οδηγεί σε πολλές συναρπαστικές κατευθύνσεις. 

Υπάρχει ένα σταθερό σημείο αναφοράς σ’ αυτή την έρευνα; Κάποια πράγματα μένουν σταθερά. Αυτό που πάντα μ’ ενδιέφερε είναι η σχέση μεταξύ ηχοχρώματος και αρμονίας. Μέσω χρήσης νέας τεχνολογίας, έχω μάθει να αναλύω εκτενώς τους ήχους και να βρίσκω συνειρμούς μεταξύ των αρμονιών που επεξεργάζομαι και των ηχοχρωμάτων που παράγονται. Είναι μια οργανική σχέση που υπάρχει σε κάθε έργο μου. Όπως, επίσης, και η χρήση της δεξιοτεχνίας. Στην προκειμένη περίπτωση, στο δεύτερο μισό του έργου ο κλαρινετίστας καλείται να παράγει ορισμένες πολυφωνίες, δηλαδή πολλαπλές συγχορδίες μέσω του κλαρίνου. Αυτό απαιτεί μεγάλη δεξιοτεχνία ως προς τον ήχο, όσο κι ως προς τη μουσική χειρονομία. Πάντως, η μεγάλη διαφορά που εντοπίζω σε μένα τα πέντε τελευταία χρόνια -από τα οκτώ που ζω μόνιμα στην Αμερική- είναι ότι κάποια πράγματα στη δουλειά μου έχουν γίνει πιο συγκεκριμένα. Μ’ ενδιαφέρει η εξερεύνηση πιο εύηχων αρμονικών χροιών.

Πώς αντιμετωπίζεται ακαδημαϊκά η μουσική στις ΗΠΑ σε σχέση με την Ευρώπη; Εδώ στην Αμερική είναι εύκολη η πρόσβαση σχεδόν σε όλα τα είδη μουσικής. Η μεγάλη διαφορά με την Ευρώπη, κατ’ εμένα, είναι ότι οι Αμερικανοί δεν εστιάζουν ως επί το πλείστον μόνο σε κάποιο είδος μουσικής. Μπορεί ένας να κάνει κλασική, κάποιος άλλος ραπ κι ένας άλλος τζαζ. Δεν θεωρούν ότι το ένα είναι ανώτερο από το άλλο, αν δημιουργούνται και παρουσιάζονται σε υψηλό επίπεδο. Ο μέσος ακροατής θ’ ακούσει το ίδιο απενοχοποιημένα και με το ίδιο ενδιαφέρον δύο εντελώς διαφορετικά είδη. Είναι μουσική- τελεία. Δεν διαχωρίζεται ούτε επιστημονικά, ούτε ως προς το κύρος. Δεν υπάρχει «έντεχνη» και «άτεχνη» μουσική. Στην αρχή αυτό ήταν μεγάλο σοκ για μένα, διότι είχα συνηθίσει που στην Ευρώπη διαχωρίζουμε τη λόγια μουσική από τις άλλες. 

Υπάρχει ίδια εκτίμηση στους επιστημονικούς κύκλους ακόμα και για τη λεγόμενη εμπορική και «εύπεπτη» μουσική; Μόνο στο δικό μου πανεπιστήμιο, το Ithaca College, υπάρχουν 2-3 καθηγητές  που ασχολούνται επιστημονικά με τον τομέα της ποπ μουσικής. Είναι κάτι που υπάρχει στην καθημερινότητα και σε πανεπιστημιακό επίπεδο. Μελετούν τις τάσεις που δημιουργούνται, την ψηφιακουστική και ενορχηστρωτική εξέλιξη. Αυτή η τριβή υπάρχει στην καθημερινότητά μας. Το Τμήμα Μουσικής, που δεν είναι από τα πιο μεγάλα στις ΗΠΑ, εργοδοτεί 80 μόνιμους καθηγητές. 

Είναι σωστό και δίκαιο να αντιμετωπίζουμε τη μουσική μόνο ως επιστήμη; Όχι. Είναι και τέχνη. Δεν μπορείς να διαχωρίσεις το ένα από το άλλο. Θεωρώ ότι εμένα δεν θα μ’ ενδιέφερε αν ήταν μόνο επιστήμη, ούτε αν ήταν μόνο τέχνη. 

Είναι κάτι που διδάσκεται ή υπάρχει σε μεγάλο βαθμό μέσα μας; Ισχύουν και τα δύο. Κάποια πράγματα μπορείς να τα διδάξεις και κάποια άλλα όχι. Κάποιες σύγχρονες μελέτες για τους δείκτες επιτυχίας των φοιτητών εδώ στην Αμερική έδειξαν ότι το πιο καίριο προσόν, πέραν της σκληρής δουλειάς, του ταλέντου κ.λπ. είναι η αποφασιστικότητα. Όταν είσαι αποφασισμένος να πετύχεις, τότε θα δουλέψεις σκληρά, θ’ ακούσεις, θα μελετήσεις. Γίνεται διακαής πόθος. Το διαπιστώνω και στους φοιτητές μου. Αυτό που κάνουμε πρέπει να έχει διάρκεια. Αν κάποιος δεν είναι αποφασισμένος να το κάνει σκοπό της ζωής του, μειονεκτεί. Το ιδανικό, βέβαια, είναι να υπάρχει και το έμφυτο ταλέντο, που θα συμπληρωθεί με τη σκληρή δουλειά. Εντούτοις, έχω δει «παιδιά- θαύματα», σε διάφορα όργανα, τα οποία στην πορεία χάνονται, επειδή βασίστηκαν μόνο στο ταλέντο τους. 

Μπορεί κανείς να «καλλιεργήσει» την αποφασιστικότητα, το κίνητρο; Στα πρώτα 10 χρόνια σχεδόν όλοι έχουν κίνητρο. Με κάθε κομμάτι μαθαίνεις κάτι καινούριο. Όταν νιώθεις ότι έχεις δώσει πολλά, τότε πρέπει να αναζητήσεις άλλου είδους κίνητρο. Το συναντώ συχνά όταν κάνω masterclass σε διδακτορικούς φοιτητές. Είναι ένα ζητούμενο πώς θα βρεις και πώς θα διατηρήσεις το πάθος σου για το αντικείμενό σου. Η δική μου απάντηση είναι ότι το βρίσκεις μέσω της συνεχούς δουλειάς. Ο Πικάσο είχε πει ότι «η έμπνευση υπάρχει, αλλά πρέπει να σε πετύχει να δουλεύεις». Δηλαδή, την έμπνευση την ΠΡΟΚΑΛΕΙΣ μέσω της σκληρής δουλειάς. Δεν ξυπνάς το πρωί έτοιμος να γράψεις το αριστούργημα. Πρέπει να γράφεις συνεχώς και μπορεί να μην προκύπτει κάτι σπουδαίο, αλλά είναι το όχημα που θα σε οδηγήσει εκεί. Στους φοιτητές μου αναφέρω συχνά το παράδειγμα με τους δρομείς ταχύτητας. Για κάποιον που θα τρέξει τα 100 μέτρα στους Ολυμπιακούς Αγώνες όλη η δουλειά τεσσάρων ετών κρίνεται μέσα σε 10 δευτερόλεπτα. Προφανώς, όμως, έχει ξοδέψει χιλιάδες ώρες προετοιμασίας, προπόνησης κ.λπ. που εμείς δεν βλέπουμε.

Γιατί κάποιοι χάνουν το κίνητρό τους; Η μουσική που γράφουμε δεν είναι για όλους. Δεν πρέπει να το βλέπεις σαν υποχρέωση ή σαν βιοπορισμό, αλλά περισσότερο σαν λειτούργημα. Είναι μια αρκετά επίπονη ενασχόληση που απαιτεί πολλές θυσίες, οι οποίες δεν εξαργυρώνονται απαραίτητα σε views και like. Έχω επενδύσει άπλετο προσωπικό χρόνο επειδή έπρεπε να μείνω σπίτι να συνθέσω. Απαιτεί πειθαρχία. Δεν είναι εύκολο να βλέπεις έξω μια όμορφη μέρα κι εσύ να πρέπει να μείνεις μέσα να εργαστείς. Αυτός είναι ένας από τους παράγοντες που επηρεάζουν αρκετούς στην πορεία και είτε τα παρατάνε, είτε σταματούν να πιέζονται και αναζητούν πιο εύκολους και προσιτούς δρόμους. Όμως, αν το νιώθεις σαν κάλεσμα ψυχής, σαν προορισμό, θα συνεχίσεις να το κάνεις. 

-Εσύ το ένιωσες αυτό το κάλεσμα; Ναι. Πάντοτε ήξερα ότι αυτό θέλω να κάνω. Όπως κάποιοι άνθρωποι επιλέγουν τον μοναχισμό, κάποιοι άλλοι επιλέγουν τη μουσική, τον κινηματογράφο, το θέατρο, τον χορό, τη ζωγραφική. Αυτό που περιγράφω το έχω δει σε ηθοποιούς, ζωγράφους, αλλά και σε επιστήμονες. Αν κάνεις αυτό που σε εκφράζει και σε γεμίζει δεν θα δουλέψεις ποτέ στη ζωή σου. Κάνω ουσιαστικά το χόμπι μου που, ευτυχώς, μου παρέχει και τα προς το ζην. Το βλέπω σαν ευλογία. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι δύσκολος ο δρόμος. Ό,τι κι αν κάνεις, για να συνεχίσεις να το κάνεις σε υψηλό επίπεδο, χρειάζεσαι πάντα περισσότερο χρόνο και κόπο. 

Πώς έχει εξελιχθεί το Διεθνές Φεστιβάλ Σύγχρονης Μουσικής Φάρος αυτά τα 15 χρόνια της ύπαρξής του; Όταν ξεκινήσαμε δεν περιμέναμε ότι θα κάνουμε πράξη όλα αυτά που κάναμε και μάλιστα μ’ αυτή τη διάρκεια. Ξεκίνησε σαν μια γενική ιδέα, που ευτυχώς στηρίχτηκε έμπρακτα από το Ίδρυμα Τεχνών Φάρος. Στην πορεία αυτή δοκιμάσαμε διάφορα formats. Ξεκινήσαμε με ομάδα σταθερών μουσικών, μετά πήγαμε σε σύνολα από διάφορες χώρες, σε κάποιες εκδόσεις πειραματιστήκαμε με αναθέσεις νέων έργων, αλλά και ως συνοδεία βουβών ταινιών. Συγκεράσαμε, επίσης, μουσικές της Ανατολής με μουσικές της Δύσης. Είναι απαραίτητο σε μια πορεία 15 χρόνων να δοκιμάζεις νέα πράγματα με το βλέμμα στις διεθνείς τάσεις. Είναι το μοναδικό φεστιβάλ του είδους του, όχι μόνο στην Κύπρο, αλλά στην ευρύτερη περιοχή. Δεν υπάρχει κάτι ανάλογο σ’ αυτή τη μορφή στην Ελλάδα, στην Τουρκία, ή στο Ισραήλ. Απαιτεί έναν τεράστιο όγκο εργασίας και πολλές θυσίες που το Ίδρυμα είναι διατεθειμένο να κάνει, παρά το ότι η κρατική βοήθεια είναι σχεδόν μηδαμινή. 

Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίσατε ως διοργανωτές; Πάντοτε επιμέναμε στη διεθνή διάσταση του φεστιβάλ. Ισως να στεναχωρήσαμε κάποιους δημιουργούς στην πορεία διότι ήταν αδύνατο να δώσουμε πλατφόρμα σε όλους τους Κύπριους δημιουργούς κάθε χρόνο. Εντούτοις έχουμε παρουσιάσει δεκάδες νέα έργα Κυπρίων συνθετών. Σε ένα διεθνές φεστιβάλ, όμως, ο προγραμματισμός γίνεται και σε συνεργασία με τους μουσικούς και με τις σύγχρονες μουσικές τάσεις και με τον εκάστοτε προϋπολογισμό. Δεν είμαστε Υφυπουργείο Πολιτισμού και ούτε διαθέτουμε τους πόρους που απαιτούνται για κάτι τέτοιο. Ξεκινήσαμε να κάνουμε ένα φεστιβάλ σύγχρονης μουσικής για να φέρουμε στην Κύπρο καινούργια ακούσματα. Ακόμη κι όταν κάναμε αναθέσεις σε ντόπιους συνθέτες, αυτό έγινε με δημιουργικό τρόπο και με την προοπτική η μουσική τους ν’ αναδειχτεί μέσω ενός διεθνούς φακού.

  • INFO Το έργο του Εύη Σαμμούτη «Αίολος» παρουσιάζεται μαζί με έργα των Κύπριων συνθετών Άρτεμης Αϊφωτίτη και Μιχάλη Ανδρονίκου στη συναυλία της Συμφωνικής Ορχήστρας Κύπρου «Κυπροφωνία 3», 7/3 Δημοτικό Θέατρο Στροβόλου, 8/3 Μαρκίδειο Δημοτικό Θέατρο Πάφου, 8.30μ.μ. cyso.interticket.com

Ελεύθερα, 3.3.2024