Αντικειμενικά πολύ γοητευτικός, κοιτάει κατάματα λες και άοπλος προχωρεί κατά τα δίχτυα -της ζωής και της καριέρας του- τερματίζοντας με φυσικότητα στο στόμα οτιδήποτε θα μπορούσε να ονομαστεί «μοναδικότητα», «νίκη», «αποθέωση».

Αρκετά χρόνια μετά το «θαύμα», στην παρουσίαση της αυτοβιογραφίας του «Ο αγώνας της ζωής μου», στο κέντρο της Αθήνας, θα στεκόμουν τρέμοντας μπροστά του – είμαι μικρός και είναι τεράστιος, είμαι στις παρυφές και βρίσκεται στον ουρανό, είμαι στην ακτή και έχει κάνει το γύρο του κόσμου. Κρατάω ένα μικρόφωνο στα χέρια μου και ο οπερατέρ μου, πρώτη φορά όσο δουλέψαμε μαζί, ζητάει «ένα αυτόγραφο». Χαμογελάει. «Συγνώμη», λέει, ειλικρινά απολογούμενος για την δυσαρέσκεια που θα προκαλέσει, αλλά δεν δίνει «τέτοια πράγματα».

«Αυτό, όμως, δεν είναι επιτυχία, κύριε Νικοπολίδη;» – ερώτηση πρώτη. «Δεν ξέρω τι σημαίνει “επιτυχία”! Στη ζωή αυτό που μετράει και σε καταξιώνει ως αξιοπρεπή άνθρωπο, είναι η προσπάθεια. Σίγουρα, όμως, παίζει ρόλο και το ταλέντο. Μπορεί κάποιος να μην φτάσει να γίνει “πρωταθλητής Ευρώπης”, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι πολύ καλός αθλητής. Όλοι αξίζουν τον σεβασμό!».

Σε μία συνέντευξη του Θοδωρή Ζαγοράκη πριν από μια βδομάδα στον Γιώργο Λιάγκα, ως υποψήφιος ξανά για τις επικείμενες ευρωεκλογές -με άλλο κόμμα αυτή τη φορά από εκείνο που εκπροσωπούσε όσο ακόμη βρίσκεται στις Βρυξέλλες, με χίλιους τόνους αμφισβήτησης αλλά αξιοποιώντας ξανά στο έπακρο τα μεγάλα κύματα δημοσιότητας και θεοποίησης που βίωσε και εκείνος ως ίνδαλμα της Εθνικής του άπιαστου ονείρου του 2004 που έγινε απτό- εκτίμησα ξανά το μεγαλείο σιωπής και έργων του Νικοπολίδη. Που ακόμη και πρόσφατα, πριν από ένα χρόνο, μπροστά στον κίνδυνο αυτό που συνέβη πριν από είκοσι ακριβώς χρόνια να μετατραπεί σε παρέκκλιση αρχών, παραιτήθηκε από την Προοδευτική που προπονούσε μέχρι τότε.

Στην «παγίδα» τού να γίνει η ζωή του ένα ρηχό «απόσταγμα», άλλωστε, δεν έπεσε ποτέ – ό,τι είχε συγκροτηθεί στη μνήμη του, στο νικητήριο σφύριγμα του τέλους και στις ήττες του, ήταν για εκείνον μία διαδρομή που χτιζόταν κομματάκι κομματάκι σπάζοντας το κακό σπυρί που ενίοτε έκανε pause σε ό,τι η πραγματικότητα -και η δυνατότητα- μπορούσε να μεγεθύνει.

Μου το είχε διευκρινίσει: «Η πορεία μου ποτέ δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα – κανείς δεν με περίμενε με ανοιχτές αγκάλες! Για να καταλάβεις, πέρασα ένα πολύ μεγάλο διάστημα στους πάγκους, ως αναπληρωματικός, ή ακόμη και ως παίκτης δεύτερης και τρίτης επιλογής». «Εσείς;». «Γιατί σου φαίνεται παράξενο; Κατέβαλλα πολύ μεγάλη προσπάθεια και πείσμα για να κρατηθώ, ως αθλητής! Τίποτα δεν ήταν απλό».

Η μνήμη του, όπως μου είχε πει, ήταν γεμάτη από τον πατέρα του – το ίνδαλμά του, τον ήρωά του, το πρότυπό του, το όλο του αγγειακό σύστημα και χτύπος. Τον παρατηρούσε που δούλευε κάθε μέρα -δέκα και δεκαπέντε ώρες, σε άσχημες συνθήκες, στο χωράφι-, και τον θαύμαζε. Μαζί του από μικρός – στρέμμα στο στρέμμα, λίπασμα στο λίπασμα, συγκομιδή στη συγκομιδή, υπομονή στην υπομονή.

Μοναχική δουλειά – είσαι μόνος και στο ξαφνικό χαλάζι όταν συναντιέσαι κατά τύχη με τις προθέσεις του ουρανού, αλλά και στις ηλιόλουστες μέρες όταν η νοσηρότητα των φυτών γίνεται, τελικά, ανθός της λεμονιάς. «Στη ζωή μου, πάντα, όταν έχω να αντιμετωπίσω μια δυσκολία, αν δω τον πατέρα μου στον ύπνο μου, το έχω για καλό οιωνό. Τον είδα το βράδυ πριν από το εναρκτήριο ματς με την Πορτογαλία στο Euro.

Για μένα ήταν καλό σημάδι, αλλά δεν μπορούσα να το πω σε κανέναν. Μετά τον τελικό, όταν συνειδητοποίησα τί είχαμε καταφέρει, γύρισα και κοίταξα στις κερκίδες και έψαχνα να τον βρω… Ήθελα όσο τίποτα να ήταν εκεί! Να χαρεί, να νιώσει περήφανος. Να μοιραστούμε μαζί -εγώ κι αυτός- το γεγονός». Είναι συγκινητικός. Αυτός – ο πάντα ψύχραιμος. «Μερικές φορές σκέφτομαι “υπάρχει κάτι που δεν πρόλαβα να του πω; Κάτι που ήθελα και δεν του είπα;” και λέω πως όταν έρθει η ώρα να “φύγω”, θα τον συναντήσω και θα του ψελλίσω: “Πατέρα τα κατάφερα… Έφυγα από το βάλτο και τα πήγα καλά!”».

Στη μία άκρη ο «μέσος όρος», στην άλλη εκείνος – και όσα μεγαλεία ονομάζει «δουλειά»: «Όταν ήμουν μικρός δεν ήθελα να παίζω ως τερματοφύλακας. Γιατί, μικροί, όλοι θέλουμε να βάζουμε γκολ και να σκοράρουμε! Εκείνο που παραμένει μυστήριο είναι η πρώτη φορά που συναντιέσαι με τη μοίρα σου και δεν υποψιάζεσαι ότι αυτή η συνάντηση μπορεί να σου σφραγίσει τη ζωή. Όπως συνέβη μ’ εμένα και τη θέση του τερματοφύλακα. Μία απίστευτη σύμπτωση! Στην ομάδα του χωριού μου τερματοφύλακας έπαιζε ένας ξάδελφός μου, ο οποίος είχε φύγει για να παντρευτεί αλλά δεν γύρισε την ημέρα που τους είχε υποσχεθεί.

Η ομάδα έδινε παιχνίδι και σκέφτηκαν να βάλουν εμένα τερματοφύλακα, που είχα το ίδιο επώνυμο, ήμουν ψηλό παιδί και έδειχνα μεγαλύτερος από την ηλικία μου – οπότε η αντικατάσταση δεν θα προκαλούσε υποψίες. Από μία μικρή πλαστογραφία, λοιπόν, ξεκίνησαν όλα…». Ξαφνιάζομαι. Γελάει – παραμένει πολύ γοητευτικός στη δεκαετία των χρόνων με τους γκρίζους κροτάφους για υπενθύμιση της πολύτιμης πείρας.

Ξεχωριστός κι ωραίος ως Έλληνας, μέρος του θαύματος του Euro 2004 και του ελληνικού αθλητισμού, και που δεν θέλησε ποτέ να εξαργυρώσει τον έπαινο με τα λεφτά. «Καταλήγοντας, θα έλεγα πως σχέση μου με τον αθλητισμό ήταν σχέση αγάπης – όχι λογιστική σχέση», θα μου πει. «Ό,τι κι αν μου έδωσε, μου έκανε μεγάλο καλό. Αν με ρωτούσες πριν από δεκαπέντε χρόνια, θα σου απαντούσα πως “δεν θα μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο στη ζωή μου!”, γιατί είχα στο νου μου μόνο το ποδόσφαιρο. Όμως αυτό δεν ισχύει τελικά. Η ζωή είναι πολλά – κι άλλα τόσα!».

[email protected]

Ελεύθερα, 4.5.2024