Ο παγκοσμίου φήμης Ελληνοκύπριος Άλεξ Μιχαηλίδης, συγγραφέας των μπεστ σέλερ «Η σιωπηλή ασθενής» και «Οι κόρες», έρχεται στην Κύπρο με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο «Το Μένος» (The Fury). Το βιβλίο γράφτηκε στη Λευκωσία γιατί, όπως σχολιάζει, εδώ βρίσκει τις ιδανικές συνθήκες για να εμπνευστεί και να συγκεντρωθεί. Με επιρροές από την Άγκαθα Κρίστι αλλά και τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, λέει πως τον ενδιαφέρει να υπερβεί το απλό θρίλερ και να εμβαθύνει περισσότερο στην ψυχολογία και τη μυθολογία των χαρακτήρων.

-Ποια ήταν η αφετηρία για το βιβλίο «Το Μένος»; Πάντα σκέφτομαι τις ιδέες για βιβλία ως μια σύγκρουση ιδεών, όχι μόνο ένα πράγμα που δίνει το έναυσμα. Στην περίπτωση αυτού του βιβλίου, υποθέτω ότι ξεκίνησα, όπως κάνω πάντα, με την τοποθεσία. Θεωρώ τον εαυτό μου σε μεγάλο βαθμό συγγραφέα μυθιστορημάτων. Και στο είδος του μυστηρίου-δολοφονίας που γράφω, ο περιορισμένος αριθμός υπόπτων είναι σημαντικός. Μια από τις χαρές των κλασικών αστυνομικών μυθιστορημάτων, όπως γράφει η Άγκάθα Κρίστι, είναι οι ιδανικά απομονωμένες τοποθεσίες για τους φόνους. Αυτό είχα κατά νου όταν επέλεξα μια ψυχιατρική μονάδα για το βιβλίο μου «Η σιωπηλή ασθενής» και ένα κολέγιο για τις «Κόρες». Ήθελα εδώ και πολύ καιρό να ασχοληθώ με ένα μικρό νησί, όπως το «Και μετά δεν υπήρχε κανένας» της Κρίστι. Ήθελα να αποτίσω φόρο τιμής στη λαμπρή πλοκή της και να δω αν θα μπορούσα να πάρω μια τόσο συγκεκριμένη κατάσταση και να την κάνω δική μου. Το να τοποθετήσω το νησί στην Ελλάδα ήταν ένας τρόπος να προσθέσω κάτι από την εμπειρία μου.

-Η περίοδος που δουλέψατε ως σεναριογράφος στο Χόλιγουντ σας έδωσε κάποια ερεθίσματα για τους χαρακτήρες του βιβλίου; Βέβαια, με έχει επηρεάσει η εμπειρία μου να εργάζομαι ως σεναριογράφος στην Αμερική, όπως και οι πολλοί ηθοποιοί που γνώρισα, με τις έντονες προσωπικότητες. Σκέφτηκα ότι θα ήταν ενδιαφέρον να τους βάλω σ’ ένα μυστήριο, με έναν φόνο, και στη συνέχεια να τους παγιδεύσω σε ένα νησί. Διασκέδασα περισσότερο από κάθε άλλο βιβλίο που έχω γράψει μέχρι σήμερα.

-Το βιβλίο γράφτηκε στη Λευκωσία. Τι σας έφερε πίσω στον τόπο όπου μεγαλώσατε; Όλα τα συνηθισμένα πράγματα. Μεγαλώνω, το ίδιο και οι γονείς μου. Ήθελα να είμαι μαζί τους, ιδιαίτερα μετά τον Covid. Αφού πέρασα τα λοκ-ντάουν στο Λονδίνο παγιδευμένος στο διαμέρισμά μου, νοσταλγούσα τον γαλάζιο ουρανό και τη λιακάδα. Στην Κύπρο έγραψα «Το Μένος» (The Fury), όπως λες. Και βρίσκω ότι το είδος της ήσυχης ζωής που μπορώ να ζήσω εδώ, με τόσο υπέροχο καιρό και εξαιρετικό φαγητό, είναι πολύ ευνοϊκό για να δουλεύω καλά!

-Η καρδιά του βιβλίου αφορά την παιδική ηλικία του Έλιοτ. Πιστεύετε ότι τα παιδικά τραύματα μας καθορίζουν; Τα παιδικά τραύματα είναι κάτι που με ενδιαφέρει πραγματικά. Η ιδέα στο βιβλίο «Η σιωπηλή ασθενής» είναι ότι τα παιδικά τραύματα σε καθορίζουν – εκτός αν τα συνειδητοποιήσεις. Και νομίζω ότι είναι αυτή η αναζήτηση: Να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και το τι μας συνέβη ως παιδιά, πώς ήταν αυτή η εμπειρία. Αυτό είναι κάτι που δημιουργεί ενδιαφέρον στους χαρακτήρες – τόσο στη ζωή όσο και στη μυθοπλασία. Και γι’ αυτό είναι δύσκολο να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση, καθώς θέλω να πιστεύω ότι οι άνθρωποι μπορούν να ανακάμψουν από τρομερά πράγματα. Γράφοντας για τέτοιου είδους χαρακτήρες, σίγουρα προσπαθώ να εξερευνήσω αυτό το θέμα. Είναι κάτι στο οποίο θέλω πραγματικά να επικεντρωθώ στο επόμενο βιβλίο μου.

Είχατε μια σύντομη καριέρα ως σεναριογράφος. Ποια ήταν η στιγμή που αποφασίσατε να αλλάξετε πορεία και να γίνετε συγγραφέας; Νομίζω ότι προσπαθούσα να βρω τι μου ταιριάζει περισσότερο. Εξακολουθώ να δυσκολεύομαι να γράψω διαλόγους και μου αρέσει πολύ να δημιουργώ μια αφήγηση. Έτσι, ίσως τα σενάρια να μην ήταν κατάλληλα για μένα. Ο Tom Stoppard λέει ότι είσαι αναγκαστικά πολύ καλός σε αυτά που αγαπάς. Και είναι αλήθεια – αγαπώ πραγματικά τις ταινίες, και το να βρίσκομαι σε ένα πλατό, και να δουλεύω με ηθοποιούς. Αλλά νομίζω ότι είμαι καλύτερος στα μυθιστορήματα.

Επίσης, απολαμβάνω πραγματικά τη μοναξιά του να είσαι μυθιστοριογράφος. Αν γράφεις σενάρια, βρίσκεσαι σε συνεχή αλληλεπίδραση με πολλούς ανθρώπους – και το σενάριο δεν είναι ποτέ μια ολοκληρωμένη τελική οντότητα. Είναι απλώς ένα προσχέδιο για το όραμα του σκηνοθέτη. Έτσι, το να είμαι συγγραφέας μυθιστορημάτων μου επιτρέπει να περνάω χρόνο μόνος μου και να δημιουργώ τον δικό μου κόσμο, χωρίς να παρεμβαίνει κανείς άλλος. Νομίζω ότι, όπως οι περισσότεροι συγγραφείς, είμαι αρκετά μοναχικός άνθρωπος.

Επηρέασαν οι σπουδές ψυχοθεραπείας το συγγραφικό σας έργο; Απολύτως. Με επηρέασαν ως άτομο. Νομίζω ότι, πριν σπουδάσω ψυχοθεραπεία, είχα την ικανότητα να γράφω καλές ιστορίες. Αλλά δεν καταλάβαινα τους ανθρώπους ή τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν. Και κάνοντας τη δική μου θεραπεία, και βιώνοντας την ψυχοθεραπεία στην πράξη, άρχισα πραγματικά να σκέφτομαι τους χαρακτήρες με έναν βαθύτερο, πιο ψυχολογικό τρόπο. Ένα από τα πράγματα που μου αρέσουν σήμερα, είναι το πόσο πιο αποδεκτό είναι να κάνεις ψυχοθεραπεία.  Μου αρέσει το ότι μιλάμε γι’ αυτό ανοιχτά, κάτι που δεν συνέβαινε όταν ήμουν νέος. Επιστρέφοντας στη συγγραφή, νομίζω ότι με ενδιέφερε αυτό το συγκεκριμένο πάντρεμα, μια πλοκή τύπου Άγκαθα Κρίστι με ένα είδος χαρακτήρων πιο σύνθετων ψυχολογικά. Και εξακολουθεί να με ενδιαφέρει, σ’ αυτό εστιάζω όταν γράφω.

Κατά τη διάρκεια των σπουδών σας στην ψυχοθεραπεία εργαστήκατε με εφήβους. Τι αποκομίσατε από αυτή την εμπειρία; Θα ήθελα να γράψω γι’ αυτό μια μέρα. Νομίζω ότι φοβήθηκα λίγο αυτούς τους νέους ανθρώπους, όταν τους συνάντησα για πρώτη φορά. Ήταν αρκετά προβληματισμένοι και συχνά βίαιοι ή στεναχωρημένοι. Και στη συνέχεια, όσο περισσότερο τους γνώριζα, αισθάνθηκα πόσο ευάλωτοι ήταν αλλά και πόσο γενναίοι. Είχε πραγματικά βαθιά επίδραση σ’ εμένα, όχι μόνο ως συγγραφέα αλλά και ως άνθρωπο. Σε ένα πιο συγκεκριμένο επίπεδο, η εμπειρία της εργασίας σε ένα κέντρο με εφήβους ενέπνευσε το «Η σιωπηλή ασθενής» (The Silent Patient). Καθώς περπατούσα στον διάδρομο, μου ήρθε στο μυαλό ότι αυτή ήταν η τέλεια τοποθεσία για να τοποθετήσω ένα μυστήριο. Και ότι αντί για ντετέκτιβ θα μπορούσα να έχω έναν ψυχοθεραπευτή. Από εκεί, λοιπόν, προέκυψε αυτή η ιστορία.

Ως συγγραφέας, έχετε επιρροές από σκηνοθέτες και ταινίες; Ναι, θα μπορούσα να μιλάω ώρες γι’ αυτό! Νομίζω ότι οι περισσότεροι συγγραφείς σήμερα, συμπεριλαμβανομένου και εμού, επηρεάζονται τόσο από τον κινηματογράφο όσο και από τα μυθιστορήματα. Υποθέτω ότι το πρώτο όνομα που μου έρχεται στο μυαλό είναι ο Άλφρεντ Χίτσκοκ. Βλέπω τις ταινίες του ξανά και ξανά. Για τις πλοκές, για το ύφος, για τον τρόπο με τον οποίο σε εμπλέκει σε μια ιστορία. Είναι ιδιοφυΐα. Αγαπώ πολύ και τον Μπίλι Γουάιλντερ. Νομίζω ότι το «Witness for the Prosecution» (Μάρτυς κατηγορίας, 1957) παίρνει μια ιστορία της Αγκάθα Κρίστι και την κάνει ακόμα καλύτερη, εισάγοντας πολύ πιο διασκεδαστικούς χαρακτήρες. Μου αρέσουν πολλοί κλασικοί σκηνοθέτες και παλιές ταινίες, και έχω την τάση να τις ξαναβλέπω με τον ίδιο τρόπο που ξαναδιαβάζω βιβλία. Προσπαθώ να μαθαίνω και να βελτιώνομαι ως συγγραφέας.

Και από τους συγγραφείς, ποιοι είχαν ιδιαίτερη επιρροή πάνω σας; Η Άγκαθα Κρίστι, φυσικά. Έμαθα πολλά και συνεχίζω να μαθαίνω, από τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να σχεδιάσει ένα βιβλίο και να κάνει μια έκπληξη. Αν χαθώ, υποθέτω ότι αυτό κάνω – επιστρέφω σ’ αυτήν και αναρωτιέμαι πώς θα το έκανε εκείνη. Διαβάζω πολύ, και όχι πολλά σύγχρονα θρίλερ, για να είμαι ειλικρινής. Προτιμώ να διαβάζω κλασική λογοτεχνία παρά μια ανακυκλωμένη πλοκή που έχω ξαναδιαβάσει. Μια άλλη συγγραφέας αστυνομικών ιστοριών που αγαπώ είναι η Ρουθ Ρένταλ. Ήταν η διάδοχος της Κρίστι από πολλές απόψεις – αν και την ενδιέφερε πολύ περισσότερο η ψυχολογία πίσω από ένα έγκλημα. Ξαναδιαβάζω συχνά τα βιβλία της και μαθαίνω πολλά από αυτήν.

-Το πρώτο σας βιβλίο, «Η σιωπηλή ασθενής», έγινε μπεστ σέλερ φτάνοντας στην κορυφή της λίστας των New York Times, ενώ ο Guardian σας συμπεριέλαβε στους πιο σημαντικούς νέους συγγραφείς του 2019. Το δεύτερο βιβλίο σας, «Οι κόρες», σημείωσε μεγάλη επιτυχία και έγινε επίσης μπεστ σέλερ. Πού αποδίδετε αυτή την επιτυχία; Πραγματικά δεν ξέρω. Μάλλον δεν είμαι το καλύτερο άτομο για να απαντήσω. Νομίζω ότι ίσως είναι το γεγονός πως ενδιαφέρομαι να υπερβώ το αστυνομικό είδος και να προσθέσω σ’ αυτό την ψυχολογία και τη μυθολογία. Επιδιώκω οι άνθρωποι να μην παίρνουν απλώς ένα απλό θρίλερ, με μια πλοκή που έχουν ξανασυναντήσει. Ελπίζω να τους δώσω κάτι λίγο πιο βαθύ. Νομίζω επίσης ότι ήμουν πολύ τυχερός – αισθάνομαι πραγματικά πολύ τυχερός. Όσο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερο συνειδητοποιώ πόσο παράξενο ήταν, και ότι μάλλον βρισκόμουν σε κατάσταση σοκ καθ’ όλη τη διάρκεια της επιτυχίας του βιβλίου.

-Το γεγονός ότι γίνατε διάσημος σας άλλαξε ως άνθρωπο; Δεν είμαι πραγματικά διασημότητα. Αυτή είναι μια πολύ περίεργη ιδέα. Είμαι ένας πολύ κλειστός άνθρωπος, οπότε δεν είναι κάτι που πραγματικά επιδιώκω. Είχα μια παράξενη, μοναδική εμπειρία σε ένα αεροδρόμιο στην Αμερική, όπου κυριολεκτικά έπεσα πάνω σε κάποιον που διάβαζε το βιβλίο μου. Και αυτό ήταν πολύ ωραίο συναίσθημα.

-Πώς είναι μια μέρα στη ζωή σας όταν γράφετε; Διαλογίζομαι, δεν πίνω, γυμνάζομαι. Έχω την τάση στην αρχή να αποφεύγω για όσο περισσότερο μπορώ το γράψιμο, ώσπου εντέλει συγκεντρώνομαι σ’ αυτό. Νομίζω ότι είναι σημαντικό να προσπαθείς να γράφεις αρκετά κάθε μέρα. Είναι σαν ένα είδος ποταμού στον οποίο θέλεις να μείνεις μέσα του, σκεπτόμενος πάντα το βιβλίο. Έτσι λειτουργεί τουλάχιστον για μένα.

-Ποιο στάδιο της συγγραφής είναι σημαντικότερο, η αρχή ή το τέλος; Είναι και τα δύο εξίσου σημαντικά. Η αρχή είναι πιο διασκεδαστική, πιο δημιουργική. Έχεις μια ιδέα και είσαι πολύ αισιόδοξος. Στη συνέχεια, φυσικά, έρχεται η απογοήτευση, όταν συνειδητοποιείς τα ελαττώματα της ιδέας και του δικού σου ταλέντου. Μέχρι να φτάσεις στο τέλος του βιβλίου, έχεις γίνει περισσότερο ρεαλιστής και λιγότερο ευφάνταστος. Πρόκειται για τη διαμόρφωση και την επεξεργασία της ιστορίας σου, για να την κάνεις όσο το δυνατόν καλύτερη.

Περιέχουν οι ήρωές σας αυτοβιογραφικά στοιχεία; Απολύτως. Πιστεύω πραγματικά ότι όλοι οι χαρακτήρες είμαι εγώ, σε κάποιο βαθμό. Ίσως γι’ αυτό δυσκολεύομαι να τους δω αντικειμενικά. Πάντα πιστεύω ότι πρέπει να σκέφτεσαι τους χαρακτήρες που δημιουργείς ως φίλους σου. Έτσι, για να γράψω έναν χαρακτήρα ο οποίος μπορεί να είναι ψυχολογικά αρκετά σκοτεινός, ο μόνος τρόπος που μπορώ να το κάνω χωρίς να φαίνεται ρηχός και επιφανειακός, είναι να συσχετιστώ με κάποιον τρόπο μαζί του και να τον «κατοικήσω». Νομίζω ότι έχει να κάνει με την ενσυναίσθηση: Βάζοντας τον εαυτό μου μέσα σε φανταστικούς χαρακτήρες, είναι ένας εύκολος τρόπος να γράψω για τον εαυτό μου, χωρίς να χρειάζεται να τον κοιτάξω πολύ προσεκτικά…

-Ποια στοιχεία πρέπει να περιέχει ένα βιβλίο για να σας συναρπάσει; Νομίζω ότι γράφω σε μεγάλο βαθμό ως «φαν». Με αυτό εννοώ ότι διαβάζω πάρα πολύ, και όταν διαβάσω κάτι που μου αρέσει, θέλω κατά κάποιον τρόπο να το αναδημιουργήσω ο ίδιος. Γι’ αυτό, θα ξαναδιαβάσω ορισμένα βιβλία αρκετές φορές, θα τα χωνέψω, και μετά θα προσπαθήσω να δημιουργήσω κάτι δικό μου, κάτι που να του μοιάζει. Αυτό που με τραβάει σ’ αυτά τα βιβλία υποψιάζομαι ότι είναι οι σπουδαίοι χαρακτήρες, χαρακτήρες που μου αρέσουν και που απολαμβάνω να περνάω χρόνο μαζί τους. Επίσης, μια συναρπαστική πλοκή και μια καλή ανατροπή. Ακούγεται τόσο εύκολο, έτσι δεν είναι; Δυστυχώς, η εκτέλεση είναι πολύ δύσκολη και απαιτεί πολλή δουλειά. Θεωρώ ότι το γράψιμο γίνεται όλο και πιο δύσκολο – τώρα πια ξέρω πόσο δύσκολο είναι.

Μεγαλώσατε στη Λευκωσία. Τι αναμνήσεις κρατάτε από αυτά τα χρόνια; Λοιπόν, η Λευκωσία ήταν όλη μου η παιδική ηλικία. Γεννήθηκα και έζησα εδώ μέχρι τα δεκαοκτώ μου χρόνια. Σκεπτόμενος το παρελθόν, με εκπλήσσει το πόσο πολύ έχει αλλάξει η πόλη από τότε. Πολλά από αυτά που ήξερα είναι αγνώριστα. Το σκέφτομαι πολύ τελευταίως. Σκέφτομαι να τοποθετήσω εδώ το επόμενο μυθιστόρημά μου. Με απασχολεί πολύ το ότι μεγαλώνω και τι σημαίνει αυτό για μένα. Ήταν μια πολύ έντονη περίοδος μετά το 1974. Σίγουρα διαμόρφωσε την παιδική μου ηλικία. Επίσης είχα επιρροές από την οικογένεια, το σχολείο και την κυπριακή κουλτούρα.

-Τι πράγματα απολαμβάνετε όταν βρίσκεστε στην Κύπρο; Απολαμβάνω το γεγονός ότι γράφω πολύ καλά εδώ. Απολαμβάνω το γεγονός ότι είναι ένα πολύ χαλαρό μέρος για να ζεις και ότι έχω οικογένεια και φίλους που αγαπώ εδώ. Αυτή η χρονιά ήταν αρκετά έντονη, με μια μεγάλη περιοδεία για το τελευταίο βιβλίο μου στις ΗΠΑ και διεθνώς. Ταξίδευα από τον Ιανουάριο ως τον Ιούνιο. Διαπιστώνω ότι, όταν ταξιδεύω πολύ, επιστρέφω με μεγαλύτερο άγχος και αγωνία. Και τότε, μερικές μέρες με γαλάζιο ουρανό και ηλιοφάνεια, γαλήνη και ησυχία στη Λευκωσία, μου κάνουν καλό. Για να είμαι ειλικρινής, νιώθω σαν να επιστρέφω σπίτι.

Λευκωσία, μεσαιωνική αίθουσα «Καστελλιώτισσα». Στις 9 Οκτωβρίου ο Άλεξ Μιχαηλίδης θα συνομιλήσει με τον Τάσο Τρύφωνος για το σύνολο του έργου του, σε μια εκδήλωση που συνδιοργανώνουν οι εκδόσεις Διόπτρα και το βιβλιοπωλείον Σολώνειον. Προσέλευση 18:30, έναρξη 19:00. Θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας.