Η Αθηνά Ξενίδου υποδεικνύει ότι το πιο ευθύβολο ερώτημα στο θέατρο είναι το «εσύ, τι θα ‘κανες;»
Έντεκα χρόνια μετά την αλησμόνητη «Πέτρα», η Αθηνά Ξενίδου επανέρχεται στον Μάριους φον Μάγενμπουργκ αλλά και στη Νέα Σκηνή του ΘΟΚ με το «Nachtland», φιλοδοξώντας να μάς καταστήσει «συνεργούς» σε μια καίρια συζήτηση πάνω στην ηθική, την πολιτική ορθότητα, τη συλλογική ενοχή. Το πρόσφατο έργο (2022) του επιφανούς και διακεκριμένου Βαυαρού συγγραφέα -μόνιμου συνεργάτη της Schaubühne- κυριολεκτικά σημαίνει «Η Χώρα της Νύχτας» και είναι μια προβοκατόρικη κωμωδία. Προβαίνει σ΄ένα αιχμηρό σχόλιο πάνω στις γκρίζες ζώνες του παρελθόντος, την παραποίηση της Ιστορίας και τη λειτουργία του κόσμου της τέχνης, με σημείο τριβής την εύρεση ενός υποτιθέμενου πίνακα που ζωγράφισε ο Χίτλερ. Στο πλαίσιο αυτό απευθύναμε στη σκηνοθέτρια μια σειρά από ερωτήματα.
–Ποια η σημασία του να επανέρχεσαι στη Νέα Σκηνή του ΘΟΚ μετά από 10 χρόνια με έργο του ίδιου συγγραφέα; Η πρόταση να επανέλθω ως σκηνοθέτης στη Νέα Σκηνή του ΘΟΚ με τιμά κι έχει ιδιαίτερη σημασία για μένα, καθώς αντικατοπτρίζει την εμπιστοσύνη και την εκτίμηση που έχει ο ΘΟΚ για το έργο μου και το όραμά μου για τη σκηνική ερμηνεία του συγγραφέα. Επιπλέον, μού δίνεται η ευκαιρία να αναστοχαστώ και να επαναδιαπραγματευθώ τις θεματικές του έργου του Μάριους Φον Μάγιενμπουργκ, προσφέροντας μια νέα προοπτική που μπορεί να φωτίσει διαφορετικές πτυχές του. Η διαδικασία αυτή είναι και μια προσωπική πρόκληση.
–Ποιο είναι το πιο συναρπαστικό στοιχείο σ’ αυτό το έργο; Το πιο συναρπαστικό στοιχείο στο «Nachtland» είναι η συνθήκη του. Το «Εσύ, τι θα ‘κανες;» Ένας πίνακας του Χίτλερ πέφτει στα χέρια δύο αδερφιών, μια κληρονομιά που έρχεται να ανατρέψει αυτά που ήξεραν, ή που πίστευαν ότι ήξεραν για τους προγόνους τους και να διαμορφώσει τις προσωπικές τους σχέσεις. Η εξερεύνηση θεμάτων όπως η απώλεια, η υπαρξιακή αγωνία και η αναζήτηση της ελπίδας μέσα στο σκοτάδι δημιουργεί μια δυναμική και συγκινητική εμπειρία για το κοινό.
–Η πρόκληση της σκηνοθεσίας αυτού του έργου απαιτεί τη διαχείριση σκοτεινών, δυστοπικών στοιχείων; Η σκηνοθεσία του έργου αυτού πράγματι απαιτεί τη διαχείριση σκοτεινών και δυστοπικών στοιχείων στη σκηνογραφία, στον φωτισμό στα video art, στη μουσική και τον σχεδιασμό ήχου, καθώς η θεματολογία του επικεντρώνεται σε καταστάσεις που εξερευνούν την ανθρώπινη φύση, την απελπισία και τις συνέπειες της κοινωνικής αποσύνθεσης. Η πρόκληση έγκειται στο πώς να αποδοθούν αυτά τα στοιχεία με ευαισθησία και βάθος, ενώ ταυτόχρονα να διατηρηθεί το ενδιαφέρον του κοινού. Η δημιουργία μιας πιστής ατμόσφαιρας, η επιλογή των σωστών συμβόλων και η απόδοση των χαρακτήρων είναι κρίσιμα στοιχεία για να επιτευχθεί αυτή η ισορροπία.
–Ο Μάγιενμπουργκ χρησιμοποιεί συχνά υπαινικτικό χιούμορ μέσα από σκοτεινές καταστάσεις. Πώς αποδίδεται σκηνικά αυτή αντίφαση; Ο Μάγιενμπουργκ χρησιμοποιεί διαλόγους που συνδυάζουν άκρως σοβαρές θεματολογίες με αστείες ή ανατρεπτικές ατάκες, δημιουργώντας έτσι μια ένταση που προκαλεί γέλιο αλλά και στοχασμό. Αυτές οι σκοτεινές, ατμοσφαιρικές σκηνές περιβάλλουν τις κωμικές στιγμές, ενισχύοντας έτσι την ένταση και την ειρωνεία. Επίσης, ο συγγραφέας μάς δίνει μία συνθήκη: Να σπάει ο τέταρτος τοίχος αβίαστα και συχνά από όλους τους χαρακτήρες του έργου, ώστε να γινόμαστε κι εμείς ενεργό μέρος στο «συμβάν». Αυτή η προσέγγιση δημιουργεί μια μοναδική δυναμική που προκαλεί το κοινό να αναρωτηθεί για την πραγματικότητα των καταστάσεων και την ανθρώπινη αντίδραση σ’ αυτές.
–Συνειδητοποιούν οι Κύπριοι πόσο τους αφορούν ζητήματα που θίγει το έργο, όπως η πολιτική ανευθυνότητα, η παρακμή των αξιών και η αναζήτηση ταυτότητας; Αυτά τα θέματα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ιστορία και την κοινωνική πραγματικότητα της Κύπρου. Η πολιτική ανευθυνότητα, για παράδειγμα, έχει επηρεάσει άμεσα την καθημερινότητα και την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς. Η παρακμή των αξιών σε μια κοινωνία που έχει βιώσει κρίσεις και συγκρούσεις μπορεί να δημιουργήσει αίσθημα απογοήτευσης και ανασφάλειας. Παράλληλα, η αναζήτηση ταυτότητας, ειδικά σε μια κοινωνία με τόσο πλούσια και σύνθετη ιστορία, είναι ένα θέμα που απασχολεί πολλούς Κύπριους, ιδιαίτερα τους νέους.
–Πώς αντιλαμβάνεσαι την έννοια της ατομικής ευθύνης απέναντι στην κοινωνική και πολιτική κατάρρευση; Η απουσία μου ως άτομο από το κοινωνικό σύνολο δεν αλλάζει την πορεία των πραγμάτων; Η σιωπή δεν είναι επί της ουσίας, λόγος; Η απραξία δεν είναι επί της ουσίας, πράξη;
–Πώς θα αντιδρούσες εσύ αν έβρισκες έναν πίνακα του Χίτλερ στη σοφίτα σου; Ακριβώς! Θα τον πούλαγα; Θα τον έδινα δωρεά σ’ ένα μουσείο; Θα τον έκανα προσάναμμα στο κυριακάτικο μπάρμπεκιου; Ή θα τον κρέμαγα σ’ ένα τοίχο στο σαλόνι μου γιατί είναι όμορφος;

–Πώς ορίζεται ο ολοκληρωτισμός στις μέρες μας; Σε ποιο βαθμό είναι πτυχές του η συλλογική ενοχή και η πολιτική ορθότητα; Είμαστε αντιφατικά όντα. Οι άνθρωποι φάσκουν κι αντιφάσκουν, κάποιες φορές μέσα στη ίδια πρόταση κιόλας. Λίγο ν’ αλλάξεις τη συνθήκη, ένας πίνακας του Χίτλερ γίνεται ένα «ουτοπικό όνειρο, όπου ο Χίτλερ ήταν καλλιτέχνης και όχι δικτάτορας», υποστηρίζει ο Φίλιπ, προσπαθώντας να βρει τρόπο να κρατήσει τον πίνακα. Και η Νίκολα απαντάει στον αδερφό της: «Αυτό είναι η χρεωκοπία της λογικής». Εξαιτίας της χρεωκοπίας της λογικής μπορεί να γίνει από την μια στιγμή στην άλλη, ένα μανιφέστο. Το οποίο θα ασπαστούν εκατομμύρια. Και ξαφνικά «δικαιολογείται» το πιο φρικτό έγκλημα. Η επάνοδος της ακροδεξιάς ανά το παγκόσμιο είναι γεγονός. Ο Μάγιενμπουργκ επεξεργάζεται ως θεματική τη λούπα από την οποία δεν καταφέραμε να ξεφύγουμε και πώς ένα πινακάκι μπορεί να μας ρίξει στο ίδιο σκοτάδι από το οποίο προσπαθούμε μανιωδώς να ξεφύγουμε. Το «Nachtland» άλλωστε, είναι δική του λέξη, για να περιγράψει το «τοπίο σκότους» που επέρχεται εάν δεν δράσουμε ως σύνολο ενάντια στην αδικία, ενάντια στο έγκλημα.
–Μπορεί η ενοχή να διαχωριστεί από την αδράνεια και την παθητικότητα; Κάποια στιγμή ένα ζευγάρι τσακώνεται, ο Φίλιπ, προσπαθεί να υποτονίσει την εμπλοκή της γιαγιάς του στο Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα και τα πάρε-δώσε που είχε με τους Ναζί λέγοντας: «Η γιαγιά Γκρέτε δεν έκανε τίποτε». Και η Γιούντιτ του απαντά: «Όπως κι όλοι οι άλλοι. Όλοι έβλεπαν και δεν έκαναν τίποτα. Τίποτα απολύτως». Αυτό. Το να βλέπεις και να μην κάνεις τίποτα, ενώ γίνεται μια γενοκτονία μπροστά στα ίδια σου τα μάτια. Σε ποια ακριβώς στιγμή μετατρέπεται η αδράνεια σε ενοχή;
–Ποιες σκέψεις κάνεις για το μέλλον του θεάτρου; Το θέατρο είναι και θα παραμείνει ένας ζωντανός οργανισμός. Ένα κύτταρο της συλλογικής μας ύπαρξης το οποίο τροφοδοτείται και μεταλλάσσεται από τις εμπειρίες μας και τις σκέψεις μας. Ένα έργο όπως το «Nachtland», μπορεί να λειτουργήσει ως καθρέφτης αυτών των προβληματισμών, ενθαρρύνοντας το κοινό να αναλογιστεί και να συζητήσει αυτά τα ζητήματα. Πιστεύω στην δύναμη του θεάτρου, γι’ αυτό και επανέρχομαι σ’ αυτό ως σκηνοθέτης. Μέσω της τέχνης, οι θεατές έχουν την ευκαιρία να επεξεργαστούν τις δικές τους απόψεις και εμπειρίες, ενδυναμώνοντας έτσι τη σύνδεσή τους με τα θέματα που θίγονται.
- INFO To «Nachtland» του Μάριους φον Μάγενμπουργκ παρουσιάζεται από την 1η Νοεμβρίου στη Νέα Σκηνή ΘΟΚ και κάθε Παρασκευή, Σάββατο στις 8μ.μ. και Κυριακή στις 6μ.μ. 77772717 thoc.org.cy
Ελεύθερα, 27.10.2024