60 ακριβώς χρόνια μετά τη δολοφονία του αγωνιστή της Δημοκρατίας και ειρηνιστή, Γρηγόρη Λαμπράκη, στις 22 Μαΐου 1963, στη Θεσσαλονίκη, από παρακρατικούς, και τον θάνατό του, πέντε μέρες μετά, ο γιος του και η σύντροφός του μιλάνε αποκλειστικά στον «Φιλελεύθερο» για εκείνον, στην πρώτη τους κοινή συνέντευξη- ντοκουμέντο, ως μοναδική ιστορική μαρτυρία, έπειτα από έξι δεκαετίες.

Η ιστορία του μεγαλύτερου συμβόλου -και αγωνιστή- της Δημοκρατίας και της ειρήνης στην Ελλάδα είναι γνωστή (αν όχι, σε κάποιους νεότερους ίσως, η βιβλιογραφία για εκείνον είναι μεγάλη, αφού η Ιστορία, η πολιτεία και ο λαός τον έχει τιμήσει δεόντως στα χρόνια που ακολούθησαν από την δολοφονία του). Συναντήθηκα τρεις φορές με τον γιο και την σύντροφό του – την τελευταία, στο σπίτι τους, στον Άλιμο. Γνώριζαν πως ό,τι πουν θα παραμείνει ως ντοκουμέντο και -δικαίως- ήθελαν να είναι προσεκτικοί. «Γιατί το κάνετε τώρα, 60 χρόνια μετά;», ρώτησα κάποια στιγμή την κ. Τσιρώνη, έχοντας πια οικειότητα μαζί της και εξηγώντας της πως αυτή θα είναι η μοναδική συνέντευξη που θα υπάρχει από εκείνην στο διαδίκτυο, στο μέλλον, ως πολύτιμη μαρτυρία για τον Γρηγόρη Λαμπράκη. «Γιατί, για όλα τα πράγματα, υπάρχει η σωστή στιγμή, όπως πολύ ορθά μου έλεγε και ο Λαμπράκης», μου απάντησε.

Μαρία Τσιρώνη Λαμπράκη 

– Τι θυμάστε από τον σύντροφό σας, τον Γρηγόρη Λαμπράκη; Την καλοσύνη του. Τον ανδρισμό του. Είχε μείνει ένα «παιδί», μεγαλωμένο στην επαρχία· αγαπούσε πολύ το χωριό του και την οικογένειά του. Μου έλεγε χαρακτηριστικά: «Όταν έχασα τον πατέρα μου, ευχόμουν να έχανα το μάτι μου. Μου στοίχισε πολύ». Αγαπούσε πολύ τις αδελφές του, τις φρόντιζε – σκεφτείτε πως ήταν συνολικά 18 παιδιά στην οικογένεια. Αγαπούσε, επίσης, πολύ τους ασθενείς του -υπήρξε κορυφαίος επιστήμονας-, αλλά καθόλου το χρήμα– προσέφερε τις ιατρικές υπηρεσίες του χωρίς να κοιτάει τα λεφτά, ακόμη και δωρεάν.

– Πώς τον έχετε σήμερα στο μυαλό σας; Ολοζώντανο! Όπως τον πρωτοείδα στο ιατρείο του: Ένας πολύ όμορφος άνδρας, ψηλός -ανέβαζα τα μάτια μου για να τον κοιτάξω- με μεγάλα χέρια -ο Μίκης Θεοδωράκης, ο άνθρωπος που του έκλεισε τα μάτια στις 27 Μαΐου του 1963, είχε πει χαρακτηριστικά: «τα χέρια του ήταν σαν κουπιά!»-, ευγενικός, με ένα πολύ ωραίο ζεστό χαμόγελο. Πήγαινα τότε στου Γκαίτε, είχε δει τα βιβλία μου και θυμήθηκε κάτι που είχε μεταφράσει από τη γερμανική γλώσσα για έναν αδένα· μας συνέδεσε, κατά κάποιο τρόπο, η αγάπη για τη γερμανική γλώσσα. Τότε θα έφευγα για να πάω στην Γερμανία. Και με πήγε στην Βάρκιζα, σε μια ωραία παραλία. Βλέπαμε το ηλιοβασίλεμα και μου είπε: «Θα αφήσεις αυτή την ωραία εικόνα και να πας στη Γερμανία;». Τότε ακόμη δεν είχαμε τον Γρηγόρη… Ή περπατούσαμε στον δρόμο και ήθελε να μου δείξει το άλμα που έκανε με επίδοση 7 μέτρα και 37 εκατοστά, το οποίο επί 24 ολόκληρα χρόνια δεν είχε καταρριφθεί. Ήταν ένα μεγάλο «παιδί» με μια μεγάλη καρδιά ο Γρηγόρης. Ήξερα πως είχε κατακτήσεις, γιατί ήταν πολύ γοητευτικός και μία ολοκληρωμένη προσωπικότητα, αλλά δεν ζήλευα, δεν ήμουνα πονηρή, του είχα πάντα εμπιστοσύνη. Παντρευτήκαμε με πολιτικό γάμο, στη Γερμανία, αφότου πια γεννήθηκε και ο Γρηγόρης μας. 

 

– Θα θέλατε να τον είχατε ζήσει περισσότερο; Η αλήθεια είναι πως δεν τον είχα ζήσει πολύ, τρία περίπου χρόνια, γιατί πηγαινοερχόμουν και στη Γερμανία, αλλά αυτό έφτασε. Γιατί, αν και είχε πεθάνει, εγώ συνέχιζα να τον ζω. Και το γεγονός πως έχω ένα παιδί απ’ τον Γρηγόρη, εμένα μου φτάνει. Το άσχημο είναι ότι συγκινούμαι ακόμη. Πολλές φορές, φεύγω από συγκεντρώσεις γιατί ντρέπομαι να συγκινούμαι έπειτα από τόσα χρόνια… Και τώρα που μιλάμε, συγκινούμαι…

– Πόσων ετών είστε; Έκλεισα τα 89. Αλλά προσέχω την υγεία μου. Όπως θα ήθελε κι ο Γρηγόρης που ήταν γιατρός και αθλητής. Να, προχθές κολύμπησα! Χειμώνα- καλοκαίρι, κολυμπάω.

– Πώς μάθατε για τη δολοφονία του Γρηγόρη; Ήταν πολύ σκληρό. Ήταν κάτι το τρομερό… Απ’ τη σύγχυσή μου είχα βγει με τον Γρηγόρη αγκαλιά απ’ το σπίτι, μ’ ένα παπούτσι μπλε κι ένα μαύρο, να δω τι έγινε, τι έλεγαν. Αν δεν είχα τον γιο μου, το Γρηγόρη, ίσως και να μην άντεχα το θάνατό του. Πέρασα τόσα, γυρνάω το μυαλό μου πίσω στο χρόνο και λέω: «Είναι δυνατόν να άντεξα;». Δούλευα πολύ μετά, σε μία γερμανική ιδιωτική επιχείρηση, στο σπίτι μέναμε μαζί με την μητέρα μου, κατάκοιτη εκείνη, έτρεχα να τα προλάβω όλα, το νοικοκυριό, καταλαβαίνετε…

– Νιώθατε ευθύνη για το μεγάλωμα του γιου σας, του Γρηγόρη; Ναι. Με απασχολούσε που ο Γρηγόρης δεν είχε ένα ανδρικό πρότυπο, έναν πατέρα μέσα στο σπίτι. Καταλάβαινα πως του έλειπε ένας πατέρας. Από την άλλη, δεν διανοούμουν πως θα έμπαινε άλλος άνδρας μέσα στο σπίτι και να αντικαταστήσει τον Λαμπράκη. Μου έκαναν προξενιά ορισμένοι κι έλεγα «για όνομα του Θεού…». Ούτε να το σκεφτώ δεν μπορούσα πως ο γιος μου θα έλεγε κάποιον άλλον «πατέρα», πέρα από τον πατέρα που έχασε. Ευτυχώς, ήταν έξυπνο παιδί, ευαίσθητο, καλόβολο, δεν με κούρασε στο μεγάλωμά του. Έβλεπε και τον αγώνα που έκανα, που δεν πρόφταινα να ακουμπήσω το μαξιλάρι να ξεκουραστώ λίγο… Καταλάβαινε…

– Έχετε πάει στη διασταύρωση των οδών Βενιζέλου και Ερμού, στη Θεσσαλονίκη, εκεί όπου δολοφονήθηκε ο Γρηγόρης Λαμπράκης; Έχω πάει, ναι. Πριν από έξι χρόνια. Είχαμε πάει με μία επιτροπή για να κάνουμε μια γιορτή για τον Λαμπράκη στο μετρό. Πήγα και κατέθεσα στεφάνι, δεν μπορούσα να αρνηθώ. Δεν θέλω να ξαναπάω ποτέ. Αν δεν με πιάνανε, θα είχα καταρρεύσει επί τόπου. Ήταν σα να τα έβλεπα όλα μπροστά μου, όσα είχα δει σε φωτογραφίες, με τον Γρηγόρη πεσμένο κάτω με αίματα στο δρόμο… Ήταν απερίγραπτη στιγμή.

– Είναι αλήθεια πως τα αιματοβαμμένα ρούχα που φορούσε ο Γρηγόρης Λαμπράκης κατά την δολοφονία του, βρίσκονταν σε κούτες, στα υπόγεια του Δικαστικού Μεγάρου Θεσσαλονίκης, για μισό περίπου αιώνα; Ναι, έκαναν ένα ξεκαθάρισμα τότε και τα βρήκαν. Ήταν εκεί, ξεχασμένα, από την εποχή που αποτελούσαν πειστήρια στις δίκες για το έγκλημα και προορίζονταν πια να καταστραφούν ως ανενεργό αρχειακό υλικό. Ευτυχώς, σώθηκαν χάρις σε δύο δικηγόρους από τη Θεσσαλονίκη που έμαθαν τα καθέκαστα από δικαστικό υπάλληλο. Τα ρούχα, τελικά, μας στάληκαν με ΚΤΕΛ από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, τον Απρίλιο του 2018. Εκείνη ήταν μία μέρα κηδείας… Αντιλαμβάνεστε… Όμως, πρέπει να σας πω, πως μετά από το πρώτο βράδυ που κοιμήθηκα στο σπίτι με τα ρούχα του Γρηγόρη στο σαλόνι, με τα στεγνά αίματα ακόμη επάνω τους, αισθανόμουν καλά. Ενώ προηγουμένως σκεφτόμουν «πώς θα τ’ αντέξω αυτό;», όσο ήταν τα ρούχα μέσα στο σπίτι αναλογιζόμουν πως μου ‘λειψε! Σα να ήταν κάτι το ζωντανό απ’ το Γρηγόρη, ξαφνικά, μέσα στο σπίτι. Τον ένιωθα. Μου κακοφάνηκε όταν τα πήραν μετά για να τα συντηρήσουν. 

 

– Μέσα στο βιβλίο του γιου σας «Η δολοφονία του Λαμπράκη και το παρακράτος» (Εκδ. Παπαζήση), κάποιος που τον γνώριζε τον χαρακτήρισε «λιγομίλητο» και «εσωστρεφή». Αυτό ήταν; Ίσως νεότερος, όταν είχε πρωτοέρθει στην Αθήνα. Μετά, όχι. Ο Γρηγόρης Λαμπράκης ήταν ένας άνθρωπος χαρούμενος, ευχάριστος – ήταν ένας άνθρωπος της ζωής! Ο Λαμπράκης δεν ήθελε να «θυσιαστεί», ο Λαμπράκης ήθελε να ζήσει – αγαπούσε πολύ τη ζωή! Κι αγαπούσε και την ειρήνη – για την ειρήνη στον κόσμο, έκανε ό,τι έκανε. Και δεν φοβόταν. Αγαπούσε, επίσης, την επιστήμη του -της είχε αφοσιωθεί-, τον αθλητισμό, τη φύση. Ήταν μαχητικός, μπροστάρης, ανθρωπιστής – ένας «κανονικός», νορμάλ άνθρωπος ήταν· πολύς, όμως, γι’ αυτό τον κόσμο.

– Μεγαλώνατε διαφορετικά τον γιο σας, ως γιος του Λαμπράκη που ήταν; Όχι, όχι. Το πρόσεξα αυτό. Δεν του μιλούσα συχνά για τον πατέρα του, ούτε αναφερόμουν στον θάνατο. Το παιδί έπρεπε να μεγαλώσει σαν όλα τα άλλα παιδιά. Αλλά, δεν σας κρύβω, πως έβλεπα στον γιο μου, κάθε μέρα, τον πατέρα του – επειδή του μοιάζει και τόσο πολύ… Άλλαζα δωμάτιο και συγκινούμουν· μπροστά του, ποτέ! 

 

– Πώς είναι, κάθε χρόνο, η 22η και η 27η Μαΐου, για σας; Αυτά τα πράγματα δεν ξεφτίζουν. Όσα χρόνια κι αν περάσουν. Έχω τις δραστηριότητές μου, περπατάω, κολυμπάω, κάνω το νοικοκυριό, περιποιούμαι τα λουλούδια μου, φτιάχνω ωραία σπανακόπιτα -γιατί κι εμένα μ’ αρέσει η ζωή, όπως άρεσε και στον Λαμπράκη-, αλλά ο Λαμπράκης είναι εκεί. Εκεί. Πάντα. Καταλαβαίνετε;

– Λέτε σε ανθρώπους που συναντάτε πως ήσασταν η σύντροφος του Γρηγόρη Λαμπράκη; Όχι. Θέλω να περνώ απαρατήρητη. Ούτε συνεντεύξεις δίνω, ούτε φωτογραφίζομαι. Τώρα έτυχε αυτό, δεν ξέρω πώς, αλλά έχω δώσει μόνο μία φορά συνέντευξη, παλιά, στον Γιώργο Λιάνη, που είναι φίλος μας. Δεν εκτίθεμαι, δεν μ’ αρέσει. Το κάνω τώρα για να μείνουν δυο κουβέντες για τον Γρηγόρη κι από μένα. 

– Ξεπεράσατε ποτέ αυτό τον έρωτα που ζήσατε με τον Γρηγόρη Λαμπράκη, κυρία Τσιρώνη; Ποτέ. Μια φορά στη ζωή αγαπάς βαθιά. Υπήρξα τυχερή που μου συνέβη. Και που μου συνέβη με αυτόν τον άνθρωπο!

– Υπάρχουν πράγματα που θα θέλατε να του είχατε πει αλλά δεν προλάβατε, σ’ αυτό το μικρό χρονικό διάστημα που ζήσατε μαζί; Όχι. Όσα είχα να του πω, του τα είπα. Να, μόνο να του υπενθυμίζω περισσότερο, πόσο πολύ τον αγαπούσα… 

 

Γρηγόρης Γρ. Λαμπράκης 

 

– Αισθανόσασταν ποτέ ως «βάρος», ως «ευθύνη», το ονοματεπώνυμό σας, κύριε Λαμπράκη; Ως «βάρος», όχι. Αλλά διαπίστωνα πως αν έκανα κάτι καλό περνούσε απαρατήρητο, αν έκανα κάτι που μπορεί να «ξέφευγε» από ό,τι μπορεί να περίμεναν οι άλλοι από εμένα έμπαινα στο μικροσκόπιο, μεγαλοποιήτο. Το έχω συνηθίσει πια. Από την άλλη, δεν ξέρεις και ποτέ για ποιο λόγο σε πλησιάζουν ορισμένοι: Για σένα, γι’ αυτό που είσαι εσύ ο ίδιος, ή για το όνομα; Φίλοι έρχονταν, φίλοι έφευγαν, λόγω του ονόματός μου… Ωστόσο, πρέπει να σας πω πως αφότου δολοφόνησαν τον πατέρα μου, για κάποια χρόνια είχα το πατρικό επώνυμο της μητέρας μου –«Τσιρώνης», δηλαδή- επειδή η ίδια είχε, δικαιολογημένα, φόβο για τη σωματική μου ακεραιότητα. Λογικό, αν σκεφτείτε πως, επί Χούντας, είχαμε κάθε μέρα χωροφύλακα έξω απ’ το σπίτι μας. Το «Λαμπράκης», το κανονικό μου επώνυμο δηλαδή, μπήκε στην ταυτότητά μου το 1981, μαζί με το «Τσιρώνης». Το «Τσιρώνης» αφαιρέθηκε, τελικά, το 1985. Επίσης, το όνομά μου, μέχρι τα τρία μου χρόνια που σκότωσαν τον πατέρα μου, ήταν «Γιώργος», απ’ το όνομα του παππού μου. Αλλά μετά τη δολοφονία του πατέρα μου, με παράκληση και συγγενών του πατέρα μου προς τη μητέρα μου, ιδίως του αδελφού του, βαφτίστηκα «Γρηγόρης» προς τιμήν του. Και η μητέρα μου το ήθελε πολύ αυτό.

– Τι σας είχε πει η μητέρα σας για την δολοφονία του πατέρα σας, όσο ήσασταν μικρός; Πως επειδή ήταν καλός άνθρωπος τον σκότωσαν κάποιοι κακοί με ένα τρίκυκλο. Τι να πεις σε ένα παιδί; Αυτό μου το είπε όταν έγινα πέντε ετών και αναρωτιόμουν πια πού είναι ο πατέρας μου. Στο νηπιαγωγείο, στην προσευχή μου, έλεγα και αυτό: «Και ευχαριστούμε, θεέ μου, που δεν πεθάναμε για να μας βάλουν στα κρύα χώματα…». Κι όταν κάποτε με ρώτησε κάποιος «πού είναι ο πατέρας σου;», επειδή στο νεκροταφείο είχα δει τη φωτογραφία του πατέρα μου επάνω στο σταυρό, του απάντησα: «Τον σταύρωσαν τον πατέρα μου. Σαν τον Χριστό». Ενστικτωδώς πάντως μετά, στο θρανίο μου, στο σχολείο, έγραφα επάνω «ΚΚΕ» -και, φυσικά, με μάλωνε η δασκάλα μου γι’ αυτό- ή, θυμάμαι, που είχα δει πρώτη φορά τον Παπαδόπουλο στην τηλεόραση και έβαλα τις φωνές – ίσως επειδή είχαν πάει τη μητέρα μου για ανάκριση, το 1967, στο ΙΓ’ Τμήμα, στο Κουκάκι, με το που έγινε η Χούντα. «Αριστερός» δεν ήξερα ακόμα τι σήμαινε. Αλλά ήταν αυτό το γονίδιο… Όταν περπατούσα στο δρόμο, η μάνα μου κι οι συγγενείς μου έλεγαν «έτσι περπάταγε κι ο Γρηγόρης…». 

– Σας έλειπε το πατρικό πρότυπο, ως παιδί; Μεγάλωσα με τρεις γυναίκες μέσα στο σπίτι: Τη μητέρα μου, τη θεία μου και τη γιαγιά μου. Αφού, για να ξυριστώ, την πρώτη μου φόρα, πήγα στον γείτονά μας, δίπλα, για να μου δείξει πώς γίνεται το ξύρισμα. Θα μπορούσα να είχα γίνει αλήτης. Αλλά με κράτησε η αγωγή μου, ο χαρακτήρας μου και η πίστη μου σε κάποια ιδανικά – αυτά τα οποία μου άφησε ως παρακαταθήκη ο πατέρας μου, κι ας μην τον είχα καθαρά, ως φυσική παρουσία, στο μυαλό μου. 

 

– Αυτολογοκρινόσασταν κιόλας στην πορεία της ζωής σας, «προσέχατε», επειδή ονομαζόσασταν Γρηγόρης Λαμπαράκης; Προσπαθούσα να μη συμβαίνει αυτό, παρόλο που μεγάλωσα με κάποια «πρέπει». Αυτό το «πρέπει» με κατατρέχει ακόμα… Ήθελα, ωστόσο, να φέρομαι φυσικά. Ούτε διεκδίκησα ποτέ μου τον τίτλο του «αντιστασιακού» ή του «αγωνιστή», παρόλο που ήθελα να τιμώ τον πατέρα μου σε κάθε μου βήμα. Γι’ αυτό, άλλωστε, και ίδρυσα το «Ίδρυμα Γρηγόρης Λαμπράκης», το 2011, προς τιμήν του πατέρα μου, ένα χρόνο πριν από την επέτειο των εκατό χρόνων από τη γέννηση του. Οι άλλοι, ίσως, να περίμεναν άλλα από μένα, αλλά εγώ δεν ήμουνα ο μπαμπάς μου…

– Αντίστοιχα, υπήρχαν και άνθρωποι που σας αντιμετώπιζαν εχθρικά; Μπροστά μου, δεν συνέβη ποτέ αυτό. Κοιτάξτε, ο Λαμπράκης ήταν ένας άνθρωπος πάνω από παρατάξεις και ιδεολογίες· ήταν ιδεαλιστής και ειρηνιστής.

– Πότε μάθατε την ιστορία του πατέρα σας; Με λεπτομέρειες πια, μετά το ’74. Έκτοτε διάβασα και έμαθα τα πάντα για εκείνον, είδα το «Ζ» του Γαβρά, μίλησα με συγγενείς μας, μου έδωσε η μάνα μου κάτι εφημερίδες που είχε φυλαγμένες… Μέσα στη Χούντα ήξερα κάτι μέσες άκρες, ότι ήταν δημοκράτης, ότι ήταν κορυφαίος αθλητής, ότι θα μπορούσε να παραμείνει ένας σπουδαίος γιατρός αλλά αγωνιζόταν παράλληλα και για την ειρήνη και τον Άνθρωπο – τέτοια μου έλεγε η μητέρα μου, αλλά όχι συγκεκριμένα πράγματα σε σχέση ειδικά με την υπόθεση αλλά και τη δίκη που ακολούθησε το 1963· εκείνη ήθελε να γνωρίζω μόνο τα γενικά, προστατεύοντάς με. Ούτε καν τα ονόματα των δολοφόνων του πατέρα μου δεν γνώριζα, φυσικών και ηθικών αυτουργών – που τους ήξερε όλη η Ελλάδα, λόγω της δίκης. Μετά τα 15 μου τα έμαθα κι αυτά.

– Τους έχετε συναντήσει ποτέ, μετά την αποφυλάκισή τους; Παραλίγο να συμβεί αυτό. Στην Θεσσαλονίκη. Ήμασταν στην Τριανδρία με τον θείο μου και μου είπε πως έξω από ένα καφενείο, εκεί κοντά, ήταν ο Γκοτζαμάνης κι είχε μαζί του και το τρίκυκλο. Πρέπει να ‘μουνα 22 χρόνων τότε. Ο θεός με φύλαξε και δεν πήγα.

– Αν τους συναντούσατε, πώς νομίζετε πως θα αντιδρούσατε; Θα προτιμούσα να μην απαντήσω σε αυτό. Παρόλο που είμαι ήπιων τόνων άνθρωπος, πολύ ήρεμος, αν γινόταν αυτό ποτέ… άστε το καλύτερα.

– Η καθημερινότητά σας πως ήταν απ’ την ενηλικίωσή σας κι έπειτα; Ήμουν υπάλληλος της ΔΕΗ απ’ τα 26 μου, για 35 χρόνια, έκανα και κάνω μία πολύ υγιεινή ζωή – δεν πίνω, δεν καπνίζω, αθλούμαι συστηματικά· είναι το γονίδιο απ’ τον πατέρα μου, μάλλον. Κύριο μέλημά μου είναι το Ίδρυμα που ίδρυσα προς τιμήν του πατέρα μου.  

– Από αφηγήσεις της μητέρας σας, τι μαθαίνατε για τον πατέρα σας; Η μητέρα μου δεν ήθελε να λέει πολλά πράγματα για εκείνον. Στενοχωριόταν. Μπορεί να της ερχόταν κάτι αυθόρμητα και να μου το έλεγε, αλλά εγώ δεν την πίεζα. Μια φορά μόνο, όταν μου είχε πει θυμάμαι ο συγγραφέας, Βασίλης Βασιλικός, πως ήταν τόσο σπουδαίος γιατρός ο πατέρας μου, κορυφαίος γυναικολόγος και τόσο πρωτοπόρος, που αν τελικά πήγαινε στην Αμερική όπως προοριζόταν, δεν ασχολιόταν με την κοινωνία και τον ανθρωπισμό στην Ελλάδα και έκανε καριέρα στα μεγάλα πανεπιστήμια των Η.Π.Α. στην Ιατρική, με βάση τις διατριβές και τα συγγράμματά του το γνωστό τεστ δεν θα λεγόταν «τεστ ΠΑΠ» αλλά «τεστ ΛΑΜΠ», και της το ανέφερα επειδή μου είχε κάνει τόσο μεγάλη εντύπωση, εκείνη βούρκωσε. Γενικά, αποφεύγαμε να μιλάμε για τον πατέρα μου, ήταν -και είναι, ακόμη και σήμερα- πολύ δύσκολο να το διαχειριστεί συναισθηματικά.

– Μετά από 60 χρόνια; Ναι. Μετά από 60 χρόνια. Δεν το ξεπέρασε ποτέ. 

 

– Εσείς, τι θυμάστε από την μέρα που παραλάβατε, μαζί με τη μητέρα σας τα ρούχα που φορούσε ο πατέρας σας, κατά την μέρα της δολοφονίας του; Είχαμε πάει στο σταθμό των ΚΤΕΛ με τη μητέρα μου, για να τα παραλάβουμε. Θυμάμαι μάλιστα πως σκεφτόμουν στο δρόμο πως, με το που πάρουμε την κούτα, η μάνα μου θα αρχίσει τα κλάματα. Αλλά, τελικά, συνέβη το αντίθετο: Η μάνα μου ήταν ψύχραιμη κι εγώ έκλαιγα κρατώντας την κούτα, με τη σκέψη πως μέσα εκεί ήταν τα ρούχα του πατέρα μου. Βαλάντωσα στο κλάμα. Εκείνη τη στιγμή, με τη μάνα μου στο αυτοκίνητο και με την κούτα με τα ρούχα στο πίσω κάθισμα, αισθανόμουν πως κάναμε τη δεύτερη κηδεία του πατέρα μου.

– Τα ρούχα τι απέγιναν τελικά; Επειδή είχαν περάσει πια πολλά χρόνια και είχαν αρχίσει να φθείρονται, τα πήγαμε στο Βυζαντινό Μουσείο για να συντηρηθούν. Επί ενάμιση χρόνο ήταν εκεί, χρειάζονταν πολλή δουλειά. Στη συνέχεια τα εκθέσαμε σε ειδικές εκδηλώσεις του Ιδρύματος. Σήμερα τα ρούχα βρίσκονται στο Μουσείο Μπενάκη, μαζί με κειμήλια του Μίκη Θεοδωράκη. Κάπως έτσι, πήρα στα χέρια μου και τον Ιατρικό Φάκελο του πατέρα μου, ο οποίος θα έβγαινε σε πλειστηριασμό, καθώς και τον πολυσέλιδο Φάκελο που είχε στην Ασφάλεια, έπειτα από παρέμβαση και του καλού μου φίλου, Γιώργου Καραϊβάζ που με βοήθησε τα μέγιστα ώστε να φτάσει στα χέρια μου.

– Πώς είναι να περπατάτε σε μία λεωφόρο και να τη λένε «Γρηγορίου Λαμπράκη», να μπαίνετε σ’ ένα στάδιο και να το ονομάζουν «Γρηγόρη Λαμπράκη», να κατεβαίνετε στο μετρό, στη στάση «Γρηγορίου Λαμπράκη» κ.λπ.; Ο πατέρας σας είναι σε κάθε σας βήμα… Είμαι ευγνώμων που ο κόσμος δεν ξεχνάει τον πατέρα μου. Ευχαριστιέμαι. Γιατί ο Λαμπράκης ήταν πάνω από τα κόμματα· είναι σύμβολο. Ο Λαμπράκης ζει. 

 

* Φωτογραφίες: Γιάννης Χατζηγεωργίου (πορτρέτα) και προσ. αρχείο Γρηγόρη Γρ. Λαμπράκη.

Ελεύθερα, 28.5.2023