Ο ταλαντούχος ηθοποιός Κλείτος Κωμοδίκης μιλά για τον ιδιαίτερο ρόλο της Πολυξένης που ενσαρκώνει στην παράσταση «Μήδεια» του Μποστ αλλά και για την ανάγκη να δούμε την πραγματικότητα με μια νέα οπτική.
– Αυτές τις μέρες πρωταγωνιστείς στο ευρηματική παράσταση του Μποστ «Μήδεια». «Ένα έργο που επικρίνει τους επικριτάς, προβληματίζει τους κριτάς και ελευθερώνει τους θεατάς», όπως έχει σχολιάσει ο ίδιος. Πώς βιώνεις μέχρι στιγμής αυτή τη συνεργασία; Με πολύ μεγάλη χαρά. Η παράσταση αυτή ήταν ένα πολύ όμορφο μπουστάρισμα στις δύσκολες εποχές που ζούμε. Η διαδικασία της πρόβας αλλά και η ίδια η παράσταση μάς υπενθύμισαν πόση ανάγκη έχουμε να νιώσουμε ξανά καλά. Να νιώσουμε ξανά ελεύθεροι να εκφραστούμε πάνω και κάτω από τη σκηνή. Να διαγράψουμε από τον σκληρό μας δίσκο παθογένειες του παρελθόντος, που ευτυχώς πια έχουν ξεγυμνωθεί. Γι’ αυτό και είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι τη δεδομένη στιγμή ένα τέτοιο έργο παρουσιάζεται με τη μορφή που εμείς οραματιστήκαμε. Ως κοινωνία έχουμε την ανάγκη να γελάσουμε και μέσα από τα καυστικά σχόλια του συγγραφέα να δούμε με μια αλλά οπτική, την πραγματικότητα στην οποία ζούμε.
– Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της παράστασης, είναι η επιλογή του Κώστα Σιλβέστρου να τοποθετήσει άντρες στους γυναικείους ρόλους και γυναίκες στους αντρικούς ρόλους. Τι έδωσε στην παράσταση η συγκεκριμένη προσέγγιση; Αυτό το «παιχνίδισμα» της εναλλαγής των ρόλων έδωσε κατά τη γνώμη μου μια διαφορετική πνοή στον κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά. Αλλιώς βλέπουμε οι άντρες τις γυναίκες και αντίστοιχα οι γυναίκες τους άντρες. Αυτό από μόνο του ήταν αρκετό, για να μας δημιουργήσει την αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας, για να ψάξουμε και να υποδυθούμε τον κάθε ρόλο ξεχωριστά. Πάντα, βέβαια, μέσα στο πλαίσιο, που οριοθέτησε ο Κώστας Σιλβέστρος. Η υπερβολή των ρόλων, που φλερτάρουν εσκεμμένα με καρικατούρες και η ιδιαίτερη αυτή συνθήκη, προσθέτουν το δικό τους λιθαράκι στην προσπάθεια της παράστασης να επαναπροσδιορίσει την «κανονικότητα» της κοινωνίας που ζούμε.
– Ποια ήταν η δική σου πρώτη αντίδραση, όταν έμαθες ότι θα ενσαρκώσεις μια γυναίκα; Το πρώτο πράγμα που έκανα αυθόρμητα, ήταν να γελάσω. Δυνατά. Μετά, να ρωτήσω σοβαρά ποιο ρόλο θα έκανα. Και όταν κατάλαβα ότι το εννοούσε, η αμέσως επόμενη αντίδρασή μου, ήταν να πετάξω απ’ τη χαρά μου.
– Ποια ήταν η μεγαλύτερη ανησυχία σου σε σχέση με τον συγκεκριμένο ρόλο; Με ποιον τρόπο κατάφερες να τον φέρεις στα μέτρα σου; Η αλήθεια είναι ότι πάντα σε κάθε καινούργιο ρόλο προσπαθώ να είμαι «λευκό χαρτί» και να πέφτω με τα μούτρα στην έρευνα και στο ψάξιμο του χαρακτήρα. Αυτό από μόνο του, τις περισσότερες φορές, δεν μου αφήνει περιθώρια ανησυχίας. Το ίδιο συνέβη και με την Πόλυ. Ποια είναι η Πολυξένη του Μποστ και τι συμβολίζει στην κοινωνία μας; Η Πολυξένη είναι μια «επαγγελματίας» καλόγρια, όπως λέει ο Μποστ. Είναι μια νέα γυναίκα που η τύχη, ο έρωτας και η ορμή της την οδήγησαν στο μοναστήρι. Μόνο που δεν έμεινε έγκλειστη σε αυτό αλλά λειτούργησε περισσότερο σαν «ελεύθερη επαγγελματίας» με έναν πιο χιουμοριστικό χαρακτηρισμό. Κατ’ εμέ, η Πόλυ αντιπροσωπεύει τους καταπιεσμένους ανθρώπους και τη γενικότερη υποκρισία της κοινωνίας. Οι άνθρωποι δεν έχουν χώρο και περιθώρια να εκφράσουν αυτό που είναι και καταλήγουν να ζουν και να υπερασπίζονται κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που πραγματικά είναι. Στην υπερβολή της, βέβαια, η Πόλυ αλλά δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα.
– Ο Μποστ ασχολείται με τα πάθη και τα λάθη της κοινωνίας. Ποια είναι κατά τη γνώμη σου τα μεγαλύτερα; Είμαστε μια κακομαθημένη κοινωνία, γεμάτη με καλοπερασάκηδες. Περιμένουμε να γίνουν τα πράγματα, χωρίς ιδιαίτερο κόπο και μόχθο. Το σλόγκαν «κρύψε να περάσουμε» είναι βαθιά ριζωμένο στο DNA μας. Αυτό μάς κάνει, πολλές φορές, να κλείνουμε μάτια και αυτιά και μόνο όταν το πρόβλημα χτυπήσει τη δική μας πόρτα αντιδρούμε. Είμαστε σπεσιαλίστες στο να κρίνουμε και να χαρακτηρίζουμε τους άλλους αλλά όταν πρόκειται για μας είμαστε πάντα οι αδικημένοι. Δεν κάνουμε σχεδόν καμία προσπάθεια να βελτιώσουμε τους εαυτούς μας και δεν αναλαμβάνουμε καμία προσωπική ευθύνη. Είμαστε στο comfort zone μας και δεν το κουνάμε από κει, παρά μόνο όταν μας θίξουν τα συμφέροντα μας. Φυσικά μιλάω για την πλειοψηφία, εννοείται ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που είναι οι φωτεινές εξαιρέσεις.
– Εσένα τι σε γοήτευσε περισσότερο στην παράστασή σας και ποια ατάκα σού έχει «κολλήσει»; Αυτό που με γοήτευσε πολύ στην παράσταση είναι το ίδιο πράγμα που με ενθουσιάζει και ως θεατή. Να βλέπω ανθρώπους πάνω στη σκηνή, να γεννούν και να δημιουργούν τα πράγματα εκείνη την ώρα, μπροστά στα μάτια μου. Είναι πολλές οι ατάκες του έργου που μου κολλάνε κατά διαστήματα και τις σκέφτομαι, ανάλογα βέβαια και τη στιγμή. Δεν ξέρω ποια να πρωτοδιαλέξω.
– Μέχρι πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας η μόνιμή σου βάση αλλά και η καλλιτεχνική σου δραστηριότητα ήταν στην Αθήνα. Ήταν εύκολο να «προσγειωθείς» στην κυπριακή πραγματικότητα; Ζούσα πολλά χρόνια στην Αθήνα. 13. Δεν ήταν εύκολο όταν επέστρεψα και ούτε είναι ακόμα. Παρότι έχω μεγαλώσει στην Κύπρο, οι επιλογές και η ζωή που έκανα εκεί, ήταν αυτές που με καθόρισαν ως άνθρωπο και ως επαγγελματία. Οπότε, μετά από δύο χρόνια στην Κύπρο, ακόμα ψάχνω τους ρυθμούς μου και τα πατήματά μου. Έχω τάσεις φυγής, κατά καιρούς είναι και πιο έντονες, αλλά επειδή τα πράγματα εδώ τα βρήκα πολύ καλύτερα απ’ ό,τι τα φανταζόμουν σιγά- σιγά αρχίζει και μου αρέσει και κάπως προσαρμόζομαι.
– Αν μπορούσες να αλλάξεις τρία πράγματα στο κυπριακό θέατρο ποια θα ήταν αυτά; Πρώτα απ’ όλα θα άλλαζα την επαγγελματική μας νοοτροπία. Και απευθύνομαι κυρίως στους συναδέλφους μου. Πρέπει να πάρουμε τους εαυτούς μας και τη δουλειά μας πιο σοβαρά και να μην αφήνουμε, κυρίως τους εργοδότες να μας αντιμετωπίζουν σαν χομπίστες. Έχουμε ευτελίσει τη δουλειά μας και τη σημαντικότητά της. Και δεν εννοώ φυσικά το σταρ σύστεμ που πια ευτυχώς έχει αποδομηθει και δεν υπάρχει αλλά το γεγονός ότι ο ηθοποιός συγκαταλέγεται πλέον ως ένα επάγγελμα δευτέρας διαλογής που πρέπει πάντα να αμείβεται λιγότερο από αυτό που του αξίζει. Ένας ηθοποιός, για να τελειώσει μια σχολή επενδύει χρήματα χρόνο και κόπο όπως όλα τα άλλα επαγγέλματα. Το δεύτερο είναι φυσικά ο τρόπος με τον οποίο το κράτος βλέπει τον πολιτισμό και κατ’ επέκταση το θέατρο. Δυστυχώς στην Κύπρο δεν υπάρχουν πολλοί επαγγελματίες παραγωγοί, οι οποίοι θα επενδύσουν χρήματα στο θέατρο. Και αυτό είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ξέρουν εκ των προτέρων πως το θέατρο δεν είναι μια επιχείρηση, η οποία θα αποφέρει κέρδη. Συνεπώς, το κράτος θα έπρεπε να διοχετεύει και να χρηματοδοτεί περισσότερα ποσά, για να μπορούμε να υπάρχουμε ως επαγγελματίες και να αναπτυσσόμαστε μέσα από αυτό. Και αυτό με φέρνει στο τρίτο που θα άλλαζα. Την νοοτροπία που έχουμε ως θεατρικό κοινό. Είναι πολύ μικρό το ποσοστό της κοινωνίας που παρακολουθεί συστηματικά και τακτικά θέατρο. Αλλά αυτό δεν γίνεται να αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη. Είναι μείζονος σημασίας οι γονείς να καλλιεργήσουν την ανάγκη των παιδιών τους να παρακολουθούν θέατρο. Να γίνει ανάγκη και όχι υποχρέωση και εξαναγκασμός. Με αυτόν τον τρόπο θα αλλάξει το τοπίο και θα δούμε πιο πρακτικά στην καθημερινότητά μας τα αποτελέσματα και τη σημασία μιας κοινωνίας που είναι πνευματικά καλλιεργημένη και όχι τόσο προσκολλημένη στα υλικά αγαθά.
– Τι ανακάλυψες για τον εαυτό σου μέσα από την υποκριτική; Πρώτα απ’ όλα, τα όριά μου. Τα οποία όρια αλλάζουν, μεταβάλλονται σε κάποια πράγματα, περιορίζονται αλλού, χαλαρώνουν. Έχει τεράστιο ενδιαφέρον κάποιος να το παρατηρεί. Επίσης, η υποκριτική με έναν τρόπο είναι και ένα καθρέφτισμα του χαρακτήρα μας. Εγώ, τουλάχιστον, όταν είμαι σε διαδικασία πρόβας αλλά και όταν παίζεται η εκάστοτε παράσταση, προσπαθώ να με παρατηρώ. Γιατί εκεί μού βγαίνουν όλες οι ανασφάλειες και τα ελαττώματά μου. Καταλήγοντας, λοιπόν, θα έλεγα ότι μέσα από την υποκριτική προσπαθώ να ανακαλύπτω περισσότερο τον εαυτό μου και να τον αποδέχομαι.
– Εκτός από το θέατρο, πού αλλού διοχετεύεις τη δημιουργικότητά σου; Για να είμαι ειλικρινής το θέατρο καταναλώνει την περισσότερη ενέργειά μου, διότι είναι ένας τομέας που χρειάζεται αρκετή μελέτη, πρόβα και σκέψη. Επίσης, είναι αναγκαίο να κάνουμε και άλλα πράγματα για να βιοποριζόμαστε, όπως για παράδειγμα τηλεόραση, που και αυτά απαιτούν συγκέντρωση και ενέργεια. Επομένως, ευτυχώς δεν υπάρχει μέσα μου καθόλου η ανάγκη να είμαι περισσότερο δημιουργικός. Κατά καιρούς η σκηνοθεσία είναι κάτι που επιχειρώ, αλλά αυτή είναι μια ανάγκη που προκύπτει πιο αραιά και πιο στοχευμένα.
– Καλλιτεχνικά, τι ακολουθεί για σένα; Το μόνο που μπορώ να πω επίσημα είναι ότι έχω ξεκινήσει πρόβες για την επόμενη παραγωγή του θεάτρου Αντίλογος που θα ανέβει τον Οκτώβριο στο θέατρο Μασκαρίνι. Είναι μια διασκευή της Άνδρης Θεοδότου βασισμένη στο μυθιστόρημα της Φεριντέ Τσιτσέκογλου «Μην πυροβολείτε τον χαρταετό» και θα ανέβει σε σκηνοθεσία Δημήτρη Δεγαΐτη.
Info: «Μήδεια»: Μέχρι 28/7, 21:00, Ανοικτό Αμφιθέατρο Κεντρικά Πανεπιστημίου Κύπρου, Λευκωσία. 18/7, 21:00, Προάυλιο Λανιτείου Γυμνασίου, Λεμεσός. 31/7, 20:30, Πολιτιστικό Κέντρο Πελενδρίου. 2/8, 20:30, Μαρκίδειο Θέατρο Πάφου. Soldoutticketbox.com
Ελεύθερα, 10.7.2022.