Μία πολύ καλή απεικόνιση της κατάστασης που επικρατεί σε σχέση με το ιδιωτικό χρέος στην Κύπρο περιλαμβάνει το τελευταίο Οικονομικό Δελτίο της Κεντρικής Τράπεζας. Τα στοιχεία δείχνουν πως από το 2013 και μετά, τα επίπεδα του χρέους νοικοκυριών και επιχειρήσεων στην Κύπρο μειώνονται με αξιοσημείωτους ρυθμούς, ειδικά στην περίπτωση των επιχειρήσεων. 
«Η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση στην Κύπρο και η επακόλουθη πρωτοφανής για τα κυπριακά δεδομένα ύφεση που ακολούθησε, ανέδειξε τη σημασία και τις συνέπειες του υπέρμετρου δανεισμού και του υψηλού ιδιωτικού χρέους», αναφέρει η Κεντρική Τράπεζα. Από το 2015, διάφορα διαρθρωτικά και νομοθετικά μέτρα υιοθετήθηκαν ως μέρος του μακροοικονομικού προγράμματος που συμφωνήθηκε μεταξύ των Κυπριακών Αρχών και της Τρόικας. «Τα μέτρα αυτά, όπως για παράδειγμα, η νομοθετική ρύθμιση για το πλαίσιο αφερεγγυότητας και η δημιουργία κεντρικών συστημάτων διαχείρισης καθυστερήσεων στα τραπεζικά ιδρύματα, βοήθησαν σημαντικά στη σταδιακή μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και συνεπώς του ιδιωτικού χρέους. Παράλληλα, ο υψηλός ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης της κυπριακής οικονομίας, η συνεχής μείωση των επιπέδων της ανεργίας, η αύξηση της απασχόλησης και η αποκατάσταση σε μεγάλο βαθμό της εμπιστοσύνης στον τραπεζικό τομέα εντατικοποίησαν τον ρυθμό απομόχλευσης, με το χρέος των νοικοκυριών, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, να φθάνει πλέον μετά από μία δεκαετία σε διψήφια επίπεδα». 
 
Παρόλα αυτά, η Κεντρική τονίζει ότι το ιδιωτικό χρέος εξακολουθεί να παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα και υπενθυμίζει ότι η σημαντική μείωση στα επίπεδα των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων (ΜΕΧ), έγινε μέσω μεταφοράς μεγάλου μέρους τους εκτός του τραπεζικού συστήματος, και όχι λόγω μείωσης των δανειακών υποχρεώσεων του ιδιωτικού τομέα. «Συνεπώς, η μείωση του ιδιωτικού χρέους στην Κύπρο σε πιο διαχειρίσιμα επίπεδα, παραμένει μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της οικονομίας».
Το ιδιωτικό χρέος στην Κύπρο, παρά το γεγονός ότι παραμένει σε υψηλά επίπεδα, ακολουθεί πτωτική πορεία από τις αρχές του 2015, ως αποτέλεσμα της προσπάθειας απομόχλευσης του ιδιωτικού τομέα, αλλά και της συρρίκνωσης των ισολογισμών από τις εγχώριες τράπεζες.
 
Συγκεκριμένα, το δεύτερο τρίμηνο του 2019 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία), το ιδιωτικό χρέος ανήλθε στο 267% του ΑΕΠ σε σύγκριση με 354% στην κορύφωσή του το πρώτο τρίμηνο του 2015. Όσον αφορά τις επί μέρους κατηγορίες του χρέους του ιδιωτικού τομέα, το χρέος των νοικοκυριών μειώθηκε σε διψήφια επίπεδα μετά από μία περίπου δεκαετία φθάνοντας στο 94% από 132% στο τέλος του 2014. Σημαντική μείωση κατέγραψε και το χρέος των μη- χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων (ΜΧΕ), αφού έφθασε στο 173% από 221% στο τέλος του 2014. Σημειώνεται πάντως, ότι ο δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ των ΜΧΕ και κατ’ επέκταση ο δείκτης του ιδιωτικού χρέους επηρεάζεται σημαντικά από τη συμπερίληψη του χρέους των οντοτήτων ειδικού σκοπού (ΟΕΣ) το οποίο ανέρχεται γύρω στο 70% του ΑΕΠ.
 
«Το χρέος των ΟΕΣ διογκώνει λογιστικά το ιδιωτικό χρέος της Κύπρου, αφού οι μη χρηματοοικονομικές ΟΕΣ είναι κυρίως πλοιοκτήτριες εταιρείες με καθόλου ή πολύ περιορισμένη φυσική παρουσία στην Κύπρο, διαθέτουν πραγματικά περιουσιακά στοιχεία (πλοία) και χρηματοδοτούνται σχεδόν εξ ολοκλήρου από μη εγχώριες πηγές. Ως εκ τούτου, η σχέση των ΟΕΣ με την πραγματική οικονομία είναι πολύ περιορισμένη και ουσιαστικά ο δανεισμός τους δεν αποτελεί κίνδυνο για το κυπριακό τραπεζικό σύστημα και γενικότερα για την εγχώρια οικονομία».
 
 
Εξαιρουμένου του χρέους των ΟΕΣ, το ιδιωτικό χρέος το δεύτερο τρίμηνο του 2019 υποχώρησε στο 199% του ΑΕΠ και κατανέμεται σχεδόν ισάριθμα μεταξύ των ΜΧΕ και των νοικοκυριών. Οι τεχνοκράτες της Κεντρικής Τράπεζας σχολιάζουν πως αν και η υποχώρηση του δείκτη ιδιωτικού χρέους την τελευταία σχεδόν πενταετία είναι σημαντική, εντούτοις απαιτείται πολύ μεγαλύτερη απομόχλευση, αφού τόσο τα νοικοκυριά όσο και οι ΜΧΕ παραμένουν υπερχρεωμένα/ες συγκρατώντας προς τα κάτω τις μελλοντικές οικονομικές προοπτικές της κυπριακής οικονομίας.
 
H εκτόξευση του ιδιωτικού χρέους
 
Αναλύοντας τα δεδομένα που ισχύουν σήμερα, οι τεχνοκράτες της Κεντρικής Τράπεζας εξηγούν πως το υψηλό επίπεδο ιδιωτικού χρέους στην Κύπρο οφείλεται σε συνδυασμό διαφόρων παραγόντων. «Πρώτιστα, με την προοπτική της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004 και την επακόλουθη υιοθέτηση του ευρώ την 1 Ιανουαρίου του 2008, σημειώθηκε αύξηση της δραστηριότητας στον κατασκευαστικό τομέα, λόγω της αυξανόμενης ζήτησης ακινήτων τόσο από ξένους όσο και από Κύπριους.
 
Ταυτόχρονα, η πλεονάζουσα διαθέσιμη ρευστότητα των εγχώριων τραπεζών που δημιουργήθηκε με την υιοθέτηση του ευρώ, σε συνδυασμό με τον εφησυχασμό που δημιούργησε η συνεχής αύξηση των τιμών των ακινήτων, οδήγησε στην υποεκτίμηση των πιστωτικών κινδύνων των ενυπόθηκων δανείων. Ως αποτέλεσμα, παρατηρήθηκε υπέρμετρη αύξηση της εγχώριας πιστωτικής επέκτασης και των κατασκευών, που είχε επίσης μεγάλο αντίκτυπο στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η παρατεταμένη περίοδος πιστωτικής επέκτασης και η επακόλουθη σημαντική αύξηση του χρέους, αύξησε την ευπάθεια του ιδιωτικού τομέα έναντι τυχόν αρνητικών κραδασμών στην αγορά.
 
Πράγματι, όταν η χρηματοοικονομική κρίση έπληξε τη χώρα με μια άνευ προηγουμένου άνοδο του επιπέδου της ανεργίας και σημαντική μείωση των μισθών, σημαντικό μέρος του μη χρηματοοικονομικού ιδιωτικού τομέα αντιμετώπισε δυσκολίες στην εξυπηρέτηση των χρεωστικών υποχρεώσεών του. Ταυτόχρονα, η συνεχής άνοδος του ιδιωτικού χρέους, λόγω και της υψηλής επιβάρυνσης των τόκων στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, προκάλεσε εύλογες ανησυχίες για τη βιωσιμότητά του. Η ανάγκη απομόχλευσης του ιδιωτικού τομέα ήταν πλέον επιτακτική».
 
Χρέη αλλά και περιουσιακά στοιχεία
 
Το ιδιωτικό χρέος της Κύπρου είναι από τα υψηλότερα των χωρών της ζώνης του ευρώ και σημαντικά πιο πάνω από το ενδεικτικό όριο του 133% του ΑΕΠ, όπως καταγράφεται στον πίνακα αποτελεσμάτων για συγκεκριμένους δείκτες στην έκθεση του μηχανισμού επαγρύπνησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ). Ωστόσο, η Κεντρική τονίζει πως χρειάζεται όμως προσοχή στη σύγκριση των δεδομένων του ιδιωτικού χρέους μεταξύ των χωρών μελών, λόγω διάφορων ιδιαιτεροτήτων και εθνικών χαρακτηριστικών που υπάρχουν.
 
Αναφέρεται ενδεικτικά πως στην Κύπρο ένα σημαντικό μέρος του χρέους των ΜΧΕ αποτελείται από το χρέος των μη χρηματοοικονομικών ΟΕΣ, το οποίο δεν αποτελεί ουσιαστικό χρηματοπιστωτικό κίνδυνο για την εγχώρια οικονομία. Επίσης, λόγω του μικρού μεγέθους της κυπριακής οικονομίας, τα δεδομένα ενδέχεται να επηρεάζονται σημαντικά από μεγάλες συναλλαγές εγχώριων επιχειρήσεων ξένων συμφερόντων, οι οποίες δανείζονται από το εξωτερικό για επενδύσεις στο εξωτερικό, χωρίς ουσιαστικά να ενέχουν κίνδυνο για την εγχώρια χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι υπόλοιπες ΜΧΕ στην Κύπρο είναι σχεδόν στην ολότητά τους μικρομεσαίες επιχειρήσεις (MME) με περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση πέραν της τραπεζικής δανειοδότησης δεδομένης της πρακτικά σχεδόν ανύπαρκτης κεφαλαιαγοράς.
Το υψηλό χρέος των εγχώριων νοικοκυριών, από την άλλη, σχετίζεται εν μέρει και με την ιστορική συσσώρευση καταθέσεων ως δίχτυ ασφαλείας που οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην έλλειψη επαρκούς συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων, στην απουσία μέχρι πρότινος εθνικού συστήματος υγείας κ.λπ. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να τονιστεί ότι οι καταθέσεις των εγχώριων νοικοκυριών υπερτερούν του χρέους τους.
 
Ως εκ τούτου, όταν αφαιρεθούν τα αντίστοιχα χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού (κυρίως καταθέσεις) ο καθαρός δείκτης χρέους των νοικοκυριών ως προς το ΑΕΠ κυμαίνεται σε αρνητικά επίπεδα, φθάνοντας το -39% σε σύγκριση με -15% στη ζώνη του ευρώ το 2018 σύμφωνα με τους ετήσιους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς. Επιπρόσθετα, τα εγχώρια νοικοκυριά διαθέτουν πραγματικά περιουσιακά στοιχεία και το μεγαλύτερο μέρος του χρέους τους σχετίζεται με την αγορά ακίνητων περιουσιακών στοιχείων, π.χ. με το 42% των νοικοκυριών στην Κύπρο να έχουν ενυπόθηκα δάνεια σε σύγκριση με 23% στη ζώνη του ευρώ σύμφωνα με τα στοιχεία από το δεύτερο κύμα της Έρευνας Χρηματοοικονομικής Κατάστασης και Καταναλωτικών Συνηθειών των Νοικοκυριών.