Χθες οι σειρήνες έστειλαν ουρλιάζοντας μία υπενθύμιση, την οποία μπορείς πια να την πεις και προειδοποίηση: «Πόσο ασφαλείς κοιμάστε απέναντι στον φασισμό»; Το πολιτικό σύστημα είναι πλήρως συμφιλιωμένο με την ακροδεξιά, είτε συνδιαλέγεται και συνεργάζεται μαζί της, είτε την καταδικάζει σε ανώφελες επικοινωνιακές κινήσεις, του τύπου «δεν καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι» εκεί που υπάρχουν κάμερες. Λες κι έχει σημασία, όταν στο τραπέζι του πολιτικού συστήματος έχει πια ήδη την ευρύχωρη θέση της, ως πολιτικό κόμμα. 

Σήμερα, ο φασισμός καπηλεύεται τον πατριωτισμό, την οικονομική ανέχεια και τη μεταναστευτική κρίση για να θησαυρίζει σε ψήφους. Έχει εκλεγμένους εκπροσώπους στη Βουλή και οι απεσταλμένοι του μοιράζουν φυλλάδια με τις θέσεις τους στα σχολεία. Τα βίντεο με ομιλίες του Κασιδιάρη παίζουν στο Tik Tok σε οθόνες κινητών που είναι φυλαγμένα σε σχολικές τσάντες. 

Και τι έχει να αντιπαραβάλει ένας οργισμένος 16άρης απέναντι σ’ έναν τύπο που «τη λέει σε όλους» όταν δεν έχει ποτέ αναπτύξει αντι-φασιστική συνείδηση; Όταν στο σχολείο ακούει για τις αποφράδες μέρες σε ένα σκηνικό τόσο απόμακρο και ασπρόμαυρο όπως οι φωτογραφίες από το καμένο Προεδρικό; Όταν (νομίζει) δεν τον αφορά καθόλου αν ένας τύπος με κωμικό μουστάκι έκαιγε Εβραίους και όταν οι αρνητές του ολοκαυτώματος αντί να χαιρετάνε ναζιστικά βγαίνουν μπροστά με πολιτικά επιχειρήματα και το φιλικό προφίλ της Λεπέν;

Μετά την τουρκική εισβολή, χωρίς να συζητηθεί το θέμα της λογοδοσίας των πρωτεργατών του πραξικοπήματος, επικράτησε μία πολιτική αμηχανία απέναντι στην ακροδεξιά. Ο ΔΗΣΥ αποδείχθηκε πολύ φιλόξενος για τους υποστηρικτές της ΕΟΚΑ Β’, ο Μακάριος, μετά τον «κλάδο ελαίας» στους εγκληματίες, έφυγε ήσυχος για τον άλλο κόσμο και έμεινε μία κοινωνία να κρίνει ένοχους, αθώους και ήρωες αναλόγως πολιτικής στέγης. Ακόμη και το ΑΚΕΛ που έχτισε την πολιτική του σταδιοδρομία πάνω στην καταδίκη της ΕΟΚΑ Β’, όταν κυβέρνησε για πέντε χρόνια, απέτυχε να δώσει λύσεις που να οδηγήσουν στην κάθαρση. 

Η νέα γενιά δεν έχει αντιφασιστική παιδεία γιατί κληρονόμησε τα τραύματα, τις εμμονές και τα μισόλογα του παρελθόντος. Η κοινωνία δεν ανέπτυξε ποτέ μία συλλογική και υγιή στάση απέναντι στα γεγονότα και μία στέρεη θέση αρχής απέναντι σε σκοτεινά ιδεολογήματα. Το παιδί που γράφει ξύλινες εκθέσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα —όπως τις έχει αποστηθίσει από την καθηγήτρια των ιδιαιτέρων— δεν έχει και τα ανάλογα αντανακλαστικά. Μπορεί να δει ένα βίντεο ξυλοδαρμού μετανάστριας στη μέση του δρόμου και να αναρωτιέται αφελώς «τι έκανε εκείνη για να τον προκαλέσει». Σαν αντίλαλος της φωνής του πραξικοπηματία που διέταζε τους γιατρούς στο νοσοκομείο να μην περιθάλπουν τους κομουνιστές και να τους αφήσουν «να πεθάνουν σαν τα σκυλιά». 

Δεν αισθάνεται ότι η δημοκρατία είναι κάτι πολύτιμο και εύθραυστο που οφείλει να υπερασπίζεται. Δεν το έχει διδαχθεί, δεν το έζησε, δεν τον καίει. Απέναντι στο διεφθαρμένο κομματικό σύστημα που του ζητάει βαθμούς και εξετάσεις για να υποθηκεύσει το μέλλον του, το επικρατέστερο ένστικτο είναι ο μηδενισμός και η ισοπέδωση. Κι η ακροδεξιά είναι πολύ γλυκιά και τρυφερή με τα τυφλά ένστικτα.