Κάθε τόσο, κατά τη διάρκεια αυτής της εξαιρετικά ιδιαίτερης χρονιάς, είναι καλό να σταματάμε και κοιτάζουμε με δέος πόσα έχουν ήδη αλλάξει και πόσο γρήγορα.

Πάρτε ως παράδειγμα τη Γερμανία. Ολόκληρη την τελευταία δεκαετία, το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, συμπεριλαμβανομένου και εμού, “μάλωνε” τους Γερμανούς “τσιγκούνηδες” προκειμένου να ξεπεράσουν το φετίχ των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και να ξοδέψουν, να ξοδέψουν και πάλι να ξοδέψουν.

Στη συνέχεια, εμφανίζεται μια πανδημία και ξαφνικά κάνουν ακριβώς αυτό που τους ζητούσαμε όλοι.

Και πώς το κάνουν! Συμπεριλαμβανομένων των τελευταίων συμπληρωματικών και βοηθητικών για τη ρευστότητα μέτρων, όπως οι εγγυήσεις, το πακέτο τόνωσης της οικονομίας της Γερμανίας για τον μετριασμό του οικονομικού χτυπήματος από τον Covid-19 ανέρχεται σε περισσότερα από 1,3 τρισεκατομμύρια ευρώ (1,47 τρισεκατομμύρια δολάρια).

Είναι μακράν το μεγαλύτερο στην Ευρώπη και μάλιστα ξεπερνά και εκείνο της Αμερικής, αν συγκριθεί με το επίπεδο του ΑΕΠ. “Δόξα και τιμή” στην καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ!

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: DIW: Προς ύφεση 9,4% η γερμανική οικονομία το 2020

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό το “μπαζούκα”, όπως το αποκαλεί ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, είναι απαραίτητο και θετικό. Οι Γερμανοί, εξάλλου, δεν έχουν τελείως άδικο όταν αποφαίνονται ότι η τωρινή τους “γενναιοδωρία” είναι δυνατή μόνον χάρη στην προηγούμενη λιτότητά τους, η οποία αντιμετώπιζαν με τόσο μεγάλη απογοήτευση εκ μέρους όλων. Παρά την τωρινή “γαλαντομία” της, η Γερμανία αναμένει να εξέλθει από την κρίση με το χρέος να ανέρχεται σε “μόνον” 80% του ΑΕΠ, από περίπου 60%.

Οι παρενέργειες

Όπου όμως χορηγείται φαρμακευτική αγωγή σε τεράστιες και ξαφνικές δόσεις, υπάρχει κίνδυνος δυσάρεστων παρενεργειών.

Στη Γερμανία και στην Ευρώπη γενικά, μια τέτοια παρενέργεια μπορεί να είναι μια διαρκής μετατόπιση της κουλτούρας και της φιλοσοφίας της κυβερνητικής διαχείρισης από πολιτικές φιλικές προς την αγορά προς τον κρατικό παρεμβατισμό. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι βαδίζουμε προς μια οικονομία πλήρως βασισμένη στον κεντρικό σχεδιασμό. Ωστόσο, ακόμη και αν αυτή η στροφή φτάσει έως και τα μισά του δρόμου, θα σήμαινε την “αγορά” ανακούφισης σήμερα, με τίμημα μια μίζερη πραγματικότητα αύριο.

Το zeitgeist είχε αρχίσει να αλλάζει πριν από τον Covid-19. Πριν από περισσότερο από έναν χρόνο, ο υπουργός Οικονομίας της Μέρκελ, Πέτερ Αλτμάιερ, συνέταξε μια “Εθνική Βιομηχανική Στρατηγική 2030”.

Σε αυτήν, πρότεινε καθολική κρατική παρέμβαση στην οικονομία προκειμένου να προστατευθούν οι εθνικοί εταιρικοί “πρωταθλητές” – με χαλαρότερη αντιμονοπωλιακή νομοθεσία, μερίδια του κράτους στις εταιρείες και ούτω καθεξής. Ως δικαιολογία, ο Αλτμάιερ ανέφερε τον ανταγωνισμό από μια μερκαντιλιστική και οικονομικά ανθεκτική Κίνα. Για φιλοσοφική θεμελίωση και πολιτική υποστήριξη της γραμμής του, προσέτρεξε στη Γαλλία.

Η ιδέα του Αλτμάιερ έμοιαζε, αρχικά, καταδικασμένη από τα γεννοφάσκια της. Η εκδοχή του “dirigisme” που πρότεινε πιθανόν να ήταν ακριβώς αυτό που θα περίμενε κανείς από τους Γάλλους.

Είναι όμως απολύτως ξένο προς τη μεταπολεμική παράδοση του γερμανικού ορντολιμπεριαλισμού και ελευθερίας της αγοράς. Τα μεγάλα επιχειρηματικά λόμπι αρνήθηκαν να προσχωρήσουν στη λογική του, όπως και η Mittelstand των μεσαίων, οικογενειακών επιχειρήσεων, οι οποίες συχνά υπερέχουν στους εξειδικευμένους τομείς τους, αλλά δύσκολα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν εταιρικοί “πρωταθλητές”.

Ένα think tank προειδοποίησε ακόμη και για “επιστροφή του σε λογικές οικονομικού εθνικισμού στη Γερμανία”. Το περασμένο φθινόπωρο, ο Αλτμάιερ “μαλάκωσε” με διακριτικό τρόπο τα σχέδιά του και λίγο αργότερα τα έβαλε οριστικά (όπως φαινόταν τότε) στο “ράφι”.

Tον Μάρτιο, ωστόσο, ως μέρος του πακέτου τόνωσης της οικονομίας λόγω κορονοϊού, οι Αλτμάιερ και Μέρκελ ανέσυραν εκ νέου τα συγκεκριμένα σχέδια. Όλα ήταν εκεί: ένα ταμείο 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για την αγορά μεριδίων σε εταιρείες και κανόνες για το μπλοκάρισμα συγκεκριμένων εξαγορών από ξένους επενδυτές. Κρατικές ενισχύσεις παντού, μικρές ή μεγάλες. Η μεγαλύτερη διάσωση, στα 9 δισεκατομμύρια ευρώ, είναι εκείνη της Deutsche Lufthansa, ωστόσο ο κατάλογος είναι μακρύς και αυξάνεται.

Προφανώς, όλοι έχουν καταστεί πλέον “πρωταθλητές” στη Γερμανία.

Το μέγεθος των κρατικών ενισχύσεων προς επιχειρήσεις της Γερμανίας δεν συγκρίνεται ούτε κατά προσέγγιση με το αντίστοιχο άλλων ευρωπαϊκών οικονομιών

Η “πράσινη” και η ψηφιακή παράμετρος

Βεβαίως, υπάρχουν πολλά στοιχεία για να επαινέσει κανείς στον τρόπο με τον οποίο η Μέρκελ έχει παρέμβει στην κρίση μέχρι στιγμής. Το πακέτο ανάκαμψής της είναι πιθανώς το πιο “πράσινο” στον κόσμο. Άφθονα χρήματα θα εισρέουν προς τα ηλεκτρικά οχήματα και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Σε αντίθεση με το πακέτο τόνωσης του 2008, αυτό δεν δίνει στους ανθρώπους “μετρητά για αυτοκίνητα – φουγάρα” με κινητήρες εσωτερικής καύσης. Οι Γερμανοί μοιάζουν δε έτοιμοι να χρηματοδοτήσουν οτιδήποτε διαθέτει μπροστά του το επίθετο “ψηφιακό”.

Υπάρχει όμως μια διαφορά μεταξύ του να επαινεί κανείς τη Μέρκελ επειδή κάνει την καλύτερη δυνατή εκμετάλλευση μιας τραγικής συνθήκης, όπως η πανδημία του κορονοϊού και της αποδοχής της υποκείμενης λογικής του να αφήσουμε τον κρατικό “Λεβιάθαν” να “μοιράζει” κεφάλαια. Τα επιχειρήματα κατά του κρατικού καπιταλισμού δεν έχουν διαφοροποιηθεί από τότε που τα εξέθεσα στην “μακρινή” εκείνη εποχή προ πανδημίας – δηλαδή… τον Ιανουάριο του 2020.

Πρώτον, τα κράτη τείνουν να συγχέουν το μέγεθος μιας εταιρείας με τη δύναμη και τη δυναμική της. Δεύτερον, είναι συνήθως χειρότεροι από τους ιδιώτες επενδυτές στο να εντοπίζουν “νικητές” ανά κλάδο και πάντα χειρότερα στο να βγάζουν χρήματα από τους “χαμένους”. Τρίτον, μετατρέπουν την οικονομία σε έναν τεράστιο ανταγωνισμό επιχειρηματικών λόμπι που τελικά βλάπτει τους φορολογούμενους και τους καταναλωτές.

Ο κίνδυνος ενδοευρωπαϊκής σύγκρουσης

Επειδή, επιπλέον, η τρέχουσα αλλαγή οικονομικού παραδείγματος από την αγορά στο κράτος είναι πανευρωπαϊκή, υπάρχουν επίσης νέα προβλήματα γύρω από τη βιομηχανική πολιτική που θα αυξήσουν την ένταση εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Μια προϋπόθεση της ενιαίας αγοράς της ΕΕ ήταν ότι δεν επιτρέπεται η ενίσχυση των κρατών μελών προς τις εταιρείες τους “γενικά”, διότι κάτι τέτοιο θα στρέβλωνε τον ανταγωνισμό. Αυτό έχει πλέον αλλάξει.

Αυτή την περίοδο, λόγω της πανδημίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εγκρίνει μαζικά κρατικές ενισχύσεις, συνήθως εντός λίγων ωρών. Δεν έχουν ωστόσο όλα τα κράτη μέλη παρόμοιου μεγέθους πορτοφόλια ή δυνατότητες για να παρέχουν πιστωτικές γραμμές.

Η Ισπανία, για παράδειγμα, υπέφερε περισσότερο από την επιδημία σε σχέση με τη Γερμανία – κι όμως δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να στηρίξει τις εταιρείες της ούτε κατά προσέγγιση όσο τις στηρίζει το Βερολίνο.

Έτσι, περίπου το ήμισυ του συνόλου των κρατικών ενισχύσεων στην ΕΕ στην κρίση το αντιπροσωπεύει μία και μόνη χώρα: η Γερμανία. Όπως σημειώνει ένα think tank, υποεκτιμώντας μάλιστα την κατάσταση, αυτό θα οδηγήσει όχι μόνο σε ακόμη μεγαλύτερη απόκλιση μεταξύ των ευρωπαϊκών οικονομικών, αλλά και “σε συγκρούσεις εντός της ΕΕ”.

Τίποτε από τα παραπάνω δεν έχει σκοπό να αρνηθεί την ανάγκη για αποφασιστική δημοσιονομική τόνωση για τη διάσωση της ζωής του ασθενούς, ο οποίος στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι η γερμανική και ευρωπαϊκή οικονομία.

Όμως, όπως κάθε σοφός γιατρός, οι ηγέτες της Ευρώπης, και πάνω απ’ όλα η Μέρκελ, πρέπει να διασφαλίσουν ότι η θεραπεία στα επείγοντα δεν θα μετατραπεί σε χρόνια νοσηλεία.

Η τόνωση, με αυτήν την έννοια, είναι σαν τα οπιοειδή: απαραίτητη για ανακούφιση σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, εθιστική και καταστροφική όταν συνεχίζεται για μεγαλύτερο διάστημα.

BloombergOpinion/Capital.gr