Τελείωσαν επιτέλους οι κακαουστιές, η θάλασσα ηρέμησε, φάνηκε ο βυθός, οι σορκοί και οι σκάροι, οι αέρηδες κόπασαν. Περιμένω με αγωνία να δω το δειλινό στον ορίζοντα δελφίνια, τις απέναντι ακτές χωρίς καταχνιά και τα κατάρτια του ιστιοφόρου που θα κάνει τον γύρο του νησιού με νεολαία που βλέπει μπροστά της και ελπίζει… Winds of Change, καλές πλεύσεις και ούριοι άνεμοι να σας συνοδεύουν.

Ίσως οι ωραιότερες μέρες ενός ακόμη καλοκαιριού που φεύγει ανεπιστρεπτί. Ένας Αύγουστος όπως όλοι οι άλλοι που πέρασαν, για μερικούς περίοδος αναστοχασμού, σκέψεων και προβληματισμών, για άλλους περίοδος διακοπών…με την αληθινή έννοια της λέξης, φαρνιέντε που λένε! Πολλοί διάβασαν, άλλοι ατένισαν με απέραντη ευτυχία τη θάλασσα, ορισμένοι κολύμπησαν μέχρι την απέναντι ακτή, οι περισσότεροι έπαιξαν με τα παιδιά και τα εγγόνια τους αφού γεύτηκαν οφτά της τερατζιάς, χαλίτζια και ανθούς γεμιστούς με κανέλλες και αρωματικά. Μια πρόσκαιρη ευδαιμονία, πλην όμως αληθινή, που τη χρειάζεται το σώμα και η ψυχή για να κάνει τα επόμενα βήματα.

Οι καθημερινές ειδήσεις είχαν ένα déjà vu, τα εθνικά μνημόσυνα, οι πυρκαγιές, η κλιματική αλλαγή, οι καβγάδες κυριών, είναι ή δεν είναι τουρκόσπορος ο Γρίβας και διάφορα άλλα φαιδρά που αντήχησαν μέχρι εδώ! Γρήγορα ξεχάστηκαν, όπως άλλα, πολύ πιο σημαντικά!

Ανάμεσα, λοιπόν, σε τηγάνισματα κολοκυθοκεφτέδων και παρτίδων UNO με εγγονάκια, κατάφερα και τέλειωσα το Χερσαίο Νησί του Αντώνη Χατζηκυριάκου. Διαβάστε το, όχι μονορούφι, είναι δύσκολο βιβλίο, μεστό σε πρωτόγνωρες πληροφορίες και λεπτομερέστατες αναλύσεις και χρειάζεται χρόνος για να αφομοιωθεί όλος ο πλούτος των σημαντικών γνώσεων και συμπερασμάτων που προσφέρει. Αφήστε τις παραγράφους και τα κεφάλαιά του βιβλίου να σιτέψουν μέσα σας. Όπως αφήνουν οι καλοφαγάδες το κυνήγι για να γίνει το κρέας πιο ζουμερό, πιο εύπεπτο!

Διαβάστε το για να γνωρίσετε την περιπλοκότητα των καιρών, τις εξαρτήσεις από τα πάντα, το κλίμα, τους πέριξ, τη νοοτροπία, το χαράτζι, τα συμφέροντα, τη θάλασσα, τη γεωργία, την ελιά, το κρασί και το αμπέλι, αλλά και τα χαρούπια και την κτηνοτροφία, τη σημασία του νερού στις καλλιέργειες αλλά και ως πηγή ενέργειας, τους ασκέρηδες και τους ραγιάδες τους τοκογλύφους, τους λινομπάμπακους, τις αόρατες κοινότητες…τους πασάδες, τους μουτεσελλίμηδες τους μουχασίληδες. Τότε και μόνον θα καταλάβετε γιατί οι παλαιότεροι ιστορικοί, μη έχοντες- ή μη θέλοντες ν’ αποκαλύψουν- την πληροφόρηση από τα φορολογικά κατάστιχα που είχε στα χέρια του ο Χατζήκυριάκος, ταπέλλωσαν την Οθωμανική περίοδο του νησιού με τα εύκολα και κενά επίθετα.

Έτσι μεγάλωσε, τουλάχιστον η γενιά η δική μου, με μια παιδεία που πρόσφερε σε πιάτο αυτά τα κενά επίθετα προσθέτοντας σωρεία ανακριβειών που βόλευαν την ανασφάλεια και τον υποβόσκοντα εθνικισμό μας, αγνοώντας και περιφρονώντας τρεις ολόκληρους αιώνες μέσα τους οποίους βρίσκεται βαθιά ριζωμένη η αιτία των διαφορών ανάμεσα στις κοινότητες που ζούσαν στο νησί. Χωρίς ανάγνωση και επεξήγηση ότι το μαύρο και άσπρο δεν υπάρχει στη σύγχρονη ιστορία, αφήνοντας στο περιθώριο συναινέσεις, συμμαχίες και συνεργασίες, κοινές εξεγέρσεις και απαιτήσεις για αλλαγές στην ζωή και στην καθημερινότητα! Τρεις αιώνες στους οποίους το νησί αποκτά λόγο και έργο και οντότητα στη Μεσόγειο. Πηγαίνουμε τα παιδιά στο κονάκι της Λευκωσίας αλλά ελάχιστοι εξηγούν τι ήταν οι δραγομάνοι, οι αρχιεπισκόποι και οι πισκόποι, και ποιος ακριβώς ήταν ο ρόλος τους. Λέει παραλλαγή του τραγουδιοιύ του Χατζηγεωργάκη: «Ο άρχοντας ανέφανεν που πάνω που το κιόσκιν είπεν τους παλληκάρκα μου άμετε στη δουλειά σας τα σπίτια μου εν βασιλεικά βρείσκετε τον πελλάν σας λέγουν του ττερτζιάν μπέει μην συντυχάνεις πλέα εμείς με σεν φοβούμασταν μήτε τον Βασιλέαν»!

Ένας απίστευτος πλούτος βγαίνει από αυτές τις απογραφές, για το ποιοι είμασταν, τι ρόλο είχαμε στη Μεσόγειο και γιατί, ποιοι είχαν τον πλούτο και ποιοι το μαράζι και τον κόπο, εκείνοι, εμείς, οι άλλοι…και ενώ οι απογραφές στην τουρκική γλώσσα μας αποκαλύπτουν τον τρόπο που προφέρονταν τα ονόματα στην κυπριακή εκδοχή τους η Aglanca και τα Lacca, εμείς αποφασίζουμε άλλα… Θυμάστε τα Λακκιά; Πώς αλλάζουμε τις αλήθειες χωρίς κόστος;

Τελείωσα την ανάγνωση του βιβλίου στις 14 του Αυγούστου, αποφράς ημέρα, έλεγε το ράδιο…το μυαλό μου αφενός στο Βαρώσι -χρόνια, μέρες, ώρες, μνήμες, θάλασσες- και αφετέρου σε όλα αυτά τα καταπληκτικά που έμαθα που μπερδεύονταν με αυτά που ήξερα. Πήρα των ομματιών μου και βγήκα στο δάσος ν’ ανασάνω σε μια απέλπιδα προσπάθεια ταξινόμησης του νου μου. Και αίφνης μπροστά μου, ανάμεσα σε εκατοντάδες φορτωμένες παπουτσοσυκιές, πεύκα, κυπαρίσσια και ψηλούς φοίνικες εμφανίζεται στην άκρη του δρόμου η πρόσοψη ενός μικροσκοπικού σπιτιού.

Στην πάνω αριστερή γωνιά μια φωλιά χελιδονιών, από κάτω ζωγραφισμένα χελιδόνια που πετούν και ένα κόκκινο γεράνι, μια γαλάζια πόρτα περίτεχνη, ο αριθμός Δ 54 σε ψηφιδωτό, ένα απορημένο ανθρωποπούλι ζωγραφισμένο στο κουτί της ηλεκτρικής, στο πάτωμα βράχοι με φυτεμένους κάκτους, παραδίπλα άλλο ψηφιδωτό με τρία πανέμορφα άλογα. Στο πλευρό ένα μικρό ψηφιδωτό που γράφει με πεζά γράμματα Κερύνεια με δυο αμυδρές γραμμές και από κάτω μια παλέτα ζωγράφου. Ούτε ξέρω σε ποια ψυχή, σε ποιον ζωγράφο καλλιτέχνη ανήκει το σπίτι. Κτύπησα την πόρτα, κανείς. Ο τόπος εν ο άνθρωπος έλεγαν παλιά.