Μεγαλώνεις και τα πράγματα μεταβάλλονται, παίρνουν άλλη στροφή – μεταπτώσεις ισχυρές κλονίζουν όσα θεωρούσες δεδομένα και μπετά, νέοι κύκλοι ανοίγουν κι οι παλιοί κλείνουν με κρότο με μερικά αίματα σκορπισμένα σαν πιτσιλιές στο πάτωμα.

Γιατί να φοβάσαι τις αλλαγές; Να κάτι που έμαθα φεύγοντας από το μικρό διαμέρισμα της Κατερίνας Αγγελάκη- Ρουκ, έξι μήνες πριν πεθάνει, στο κέντρο της Αθήνας, παίζοντας συνεχώς με το μολυβάκι που κρατούσε στα χέρια της, συγκινημένη όποτε μιλούσε για έρωτες και άντρες -ωραίους σωματικά άντρες!- που άφησαν στην ενέργειά της μεγαλύτερο σθένος για ζωή και κοίταγμα στο φως: Ποτέ δεν ξέρεις σε ποια στροφή βρίσκεται η έκπληξη. Ή σε ποια ηλικία. Ή σε ποια χώρα. Ή σε ποια αουτσάιντερ βρίσκεται η καλύτερη και πιο μετρημένη σύμβαση.

Τα γράφω αυτά γιατί σε μία ξένη γη που δεν μιλούσαν αγγλικά, για τρεις μέρες η νοηματική και το βάθος του βλέμματος έκανε μέγιστα θαύματα που δεν θα συνέβαιναν ούτε με εκατό γλωσσοπλάστες να εξηγούν και να «εξηγούν» τα απίθανα που γίνονται -και που πάντα θα συμβαίνουν- αλλά, τελικά, δεν χρειάζονται ρηματική εξήγηση και περιττά ουσιαστικά. Ίσως και να επιβεβαιώνουν μια υποψία που είχα ανέκαθεν (εγώ, που η δουλειά μου εξαρτάται απ’ τη γλώσσα): Τα πολλά λόγια δημιουργούν παρεξηγήσεις – μερικές φορές, ακόμη και το ηχόχρωμα κάνει τη διαφορά, αρκεί να κλείνεις τα μάτια και μόνο να ακούς τον κυματισμό όσων εκφέρονται σαν σε εκπομπή ραδιοφώνου στα βραχέα.

Το ζήτημα είναι, βέβαια, πώς να διαχωρίσεις την πράξη από την καθόλου πράξη, το συναίσθημα που «θα ‘θελες, αλλά…» (στη φαντασίωσή του ο καθένας κατακυριεύει τον κόσμο) από τη λογική των μαθηματικών πράξεων. Δύσκολη κατάσταση όταν η καρδιά εμπλέκεται με το μυαλό – σοφά η φύση «δείχνει» ποιο είναι πιο πάνω από το άλλο, ποιο πρέπει να προηγείται όταν εμπλέκονται μελό γεγονότα. Αλλά ανέκαθεν η ζωή λειτουργούσε σαν φάρσα – σαν έτοιμοι για νέα λάθη, σαν θαρραλέοι… Που λέει κι ο ποιητής.

Διαβάζω στα ζωδιακά του Πανόπουλου -σταθερή αξία επιστήμης του μέλλοντός μας- πως μεγάλα μπλεξίματα ακολουθούν κάτι ανάδρομους του Απριλίου και εκλείψεις έπονται μετά – ένα ενδιαφέρον Καλοκαίρι προμηνύεται ντάλα στη ζέστη και στις ανθρώπινες κωμωδίες. Υπομονή.

Ο καυτός Ιούνιος που κοντοζυγώνει, έναν μήνα έπειτα από τα με καθυστέρηση «Ανάστα», θα καλπάζει στο άσπρο του άλογο και νέες μέρες χωρίς δουλειά (αχ, η εργασία, από πόσα μεγάλα κακά μάς έχει γλιτώσει, από πόσους φόνους εν βρασμώ) θα μας βάζουν σε μεγάλες σκέψεις – τις συνηθισμένες: «Αυτό ήθελα από τη ζωή; Μια κουβέρτα και λίγο χώμα;». Ίσως επειδή έζησα φτωχικά ως παιδί, δίνω περισσότερη σημασία στο χρήμα απ’ όσο χρειάζεται – αλλά τα λεφτά κινητοποιούν τα βαλτωμένα και τα καθαρίζουν -παράξενο πώς- και γίνονται πάντα η απάντηση στα πρακτικά και καθημερινά.

Δίνουν, αν θέλετε, μικρά ψήγματα χαράς (άλλο αν τα υποτιμούμε στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις και τα ενοχοποιούμε, όταν όλοι ονειρευόμαστε ένα καλό τζόκερ να μας βγάλει από την «παλιοζωή» και τον «παλιόκοσμο»), δίνουν ευκαιρίες, ανοίγουν άλλους κύκλους και αναφορές, μεταβάλλουν το πεπρωμένο αυτοστιγμεί. Άλλο, όμως, η χαρά κι άλλο η ευτυχία. Ε;

Στην «Αροδαφνούσα», ας πούμε, το καταλαβαίνεις ταχύτατα: Όλα τα σεντόνια είναι λευκά, οι θάλαμοι έχουν τα ίδια κομοδίνα, οι οροί είναι γυάλινοι, οι νιπτήρες λευκοί με μικρά μπουκαλάκια στο πλάι και οι κουρτίνες μπεζ. Κι απ’ τα παράθυρα όλα μπαίνει το ίδιο άρωμα φρέσκιας λεβάντας – ίσως από τον ανθισμένο κήπο με τις τριανταφυλλιές και το γρασίδι το περιποιημένο γύρω από τις μαργαρίτες.

Δεν υπάρχει ανάπαυλα στο θάνατο. Ούτε διαχωρίζει. Και, κακά τα ψέματα, πόσο πια να εξαγοραστεί λίγη παραπάνω ζωή, όταν το σώμα έχει προαποφασίσει την έξοδο – να κάτι που δεν ελέγχει το κεφάλι, μα εκείνο το ανεξερεύνητο, η ψυχή, που κουμαντάρει τα στραβά σαν κακοδαιμονίες και βαράει καμπανάκια: «Έτσι είσαι, αχάριστο ον; Πάρε τώρα έναν καρκίνο να ‘χεις, να συνέλθεις!».

Αλλά ας μη χαλάμε τις καρδιές μας με τόσο έτοιμο καύσωνα να πλησιάζει – οι διακοπές ξεκίνησαν να οργανώνονται ήδη για τους προνοητικούς, τα ξενοδοχεία θα βυθιστούν και πάλι, οι θάλασσες θα γεμίσουν πολύχρωμα μαγιό και ποικίλα σώματα κι οι μεγάλες πόλεις θα αδειάσουν από τα πλανεμένα παιδιά που όσο τις ζουν άλλο τόσο τις αποστρέφονται.

Στη φωτογραφία, ευτυχής, είναι ο ευήλιος πολίστας Μάριος Καπότσης– από μια παλιά μας συνέντευξη, τότε που πρωτοξεκινούσε να ερωτεύεται την Κωνσταντίνα, την κόρη του Πανταζή. Να, μια εικόνα που θα άρεσε πολύ και στην Ρουκ, για παράδειγμα, που ήξερε πως να μεταβάλλει την ποίηση σε κάτι απτό, κάτι σαρκώδες και ζωώδες – «όταν ζω κάτι ωραίο, δεν γράφω. Η γραφή γεννιέται από την έλλειψη», έλεγε η γλυκιά μου, που πια την επικαλούμαι στον ξύπνιο μου πιο συχνά από ποτέ.

Η εικόνα του Μάριου, που θα ‘λεγε κι ο Κοροβίνης -άλλος αγαπημένος, με «αίματα» ερώτων στην φαρέτρα του- είναι για να θυμόμαστε τις βασικές αρχές, αφού «τα χαμόγελα του Αυγούστου / κρύβουν μέσα τους μουσώνες…», όπως προφήτευε πολύ σωστά κι η «απόλυτη» κάποτε. Ειδικά τώρα, στην απραξία των καυτών ημερών του καύσωνα που πλησιάζουν και καθώς ετοιμαζόμαστε να βγάλουμε τα κοντομάνικα απ’ τις ντουλάπες, έσο έτοιμοι. Υπάκουοι στο πρόσταγμα του ήλιου, σε στάση προσοχής.

Για να υπάρχει αυτοματισμός δεκτικότητας στη φωτεινότητα – όχι στην πολλή σκέψη που τυραννάει. Και που θλίβει. Ή υπενθυμίζει. Όπου γυρνάει ο ήλιος, λοιπόν. Έτσι να το πάμε φέτος. Προς το κάλλος. Στην ομορφιά που φωτίζεται έντονα ανάμεσα στο δέρμα. Εκεί. Εκεί να γυρνάει και το κεφάλι.

[email protected]

Ελεύθερα, 7.4.2024