Η 1η Μαΐου του 2004 ήταν ημερομηνία ορόσημο για την Κυπριακή Δημοκρατία καθώς για πρώτη φορά στην ιστορία της εισερχόταν σε μια ένωση κρατών, σ’ ένα διεθνή οργανισμό, όπου θα ήταν ισότιμο μέλος. Μέχρι τότε ο μόνος οργανισμός στον οποίο συμμετείχε και είχε ουσιαστικό αντίκρισμα ήταν αυτός των Ηνωμένων Εθνών. Η χρονική στιγμή της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση σήμανε ταυτόχρονα το τέλος μιας σειράς ψευδαισθήσεων που έως και εκείνη την περίοδο διακατείχε την κυπριακή πολιτική ηγεσία.

Εντασσόμενη η Κύπρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση έβαζε οριστικό τέλος στην λεγόμενη «αδέσμευτη πολιτική» που ακολουθούσε από τις ιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η παρουσία της Κύπρου στο λεγόμενο «Κίνημα Αδεσμεύτων» πέραν από την ικανοποίηση προσωπικών φιλοδοξιών μερίδας της ηγεσίας της δεν εξυπηρετούσε κάτι άλλο και ούτε είχε κάποιο ουσιαστικό αντίκρισμα. Αντίθετα ήταν μια γενεσιουργός αιτία αμφισβήτησης θέσεων και προθέσεων.

Την 1η Μαΐου του 2004 είχαμε και την απ’ αρχή του τέλος των παραισθήσεων για του τι μπορεί πραγματικά να προσφέρει η Ευρωπαϊκή Ένωση στην Κύπρο και τι μπορεί η ίδια η Κυπριακή Δημοκρατία να εξασφαλίσει ως κράτος μέλος. Ξεκινώντας από την προενταξιακή περίοδο, για πολλούς και διάφορους λόγους – που δεν θα αναλυθούν σήμερα – η προσπάθεια της Κύπρου για να γίνει μέλος της ΕΕ δεν αντιμετωπίστηκε με τον ίδιο τρόπο όπως στα άλλα εννέα υπό ένταξη κράτη. Ένεκα του πολιτικού προβλήματος η διαδικασία ένταξης αντιμετωπιζόταν πολιτικά και με «όρους Κυπριακού». Δεν είναι τυχαίο που ακόμα και σήμερα, 20 χρόνια μετά από την ένταξη, ακόμα γίνονται μεταρρυθμίσεις και προσπαθεί η Κύπρος να αντιγράψει χώρες που είχαν ενταχθεί μαζί της στην ΕΕ την ίδια ημέρα!

Από την αρχή της προσπάθειας για ένταξη της ΚΔ στην ΕΕ υπήρξε μια – ενδεχομένως καλοπροαίρετη – διασύνδεση με τις προσπάθειες λύσης του Κυπριακού. Η μεγάλη πλειοψηφία των Κυπρίων πίστευε πως οι αρχές και οι αξίες που πρεσβεύει η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν αρκετές για να δώσει μια λύση στο Κυπριακό η οποία στον μέγιστο δυνατό βαθμό θα προσεγγίζει τα θέλω της ελληνοκυπριακής πλευράς. Και όσο πλησίαζε η ημερομηνία ένταξης τόσο πιο έντονο γινόταν αυτό το αίσθημα, ότι δηλαδή μετά την 1η Μαΐου του 2004 τα πάντα θα αλλάξουν και θα επέλθει μια… «ευρωπαϊκή λύση του Κυπριακού».

Διπλωματικά και σε συνάρτηση με το Κυπριακό η Κύπρος για πρώτη ίσως φορά στην ιστορία της κατάφερνε να κερδίσει τον παράγοντα Τουρκία. Πέτυχε ένταξη χωρίς να μπορεί η Τουρκία να την παρεμποδίσει ή να την ανατρέψει. Ακόμα και εκείνη η ανεξαρτησία της το 1960 επιτεύχθηκε κατά τρόπο που να ικανοποιούνται οι τουρκικές απαιτήσεις. Όχι όμως η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κι αυτό είχε πολύ μεγάλη σημασία τη δεδομένη στιγμή.

Κάπου όμως εκεί τελειώνουν και οι ψευδαισθήσεις του τι μπορεί πραγματικά να πετύχει η ΕΕ σε σχέση με το Κυπριακό. Πολύ σύντομα η Κύπρος βρέθηκε αντιμέτωπη από μια σειρά απαιτήσεων και όρων που έθετε, όχι κάποιος τρίτος αλλά η ίδια η ΕΕ. Η Λευκωσία κλήθηκε να λάβει αποφάσεις και να εφαρμόσει πολιτικές στις οποίες δεν πίστευε πραγματικά και οι οποίες αφορούσαν το τμήμα του πληθυσμού της Κυπριακής Δημοκρατίας, τους Τουρκοκύπριους. Κάπου εκεί γίνεται αντιληπτό το πραγματικά εκτόπισμα ενός εκάστου μέλους της ΕΕ και κυρίως το λεγόμενο δικαίωμα αρνησικυρίας που έχουν στα χέρια τους τα κράτη μέλη της Ένωσης δεν είναι και τόσο ισχυρό όπλο, όπως κάποιοι πίστευαν.

Ούτε και η ΕΕ είναι ένας οικονομικός παράδεισος όπου ο καθένας μπορεί να κερδίζει (με νόμιμο ή μη μόνιμο τρόπο) και αυτό το αντιλήφθηκαν οι Κύπριοι με τον χειρότερο τρόπο εννέα χρόνια μετά την ένταξη. Όταν είδαν τις καταθέσεις τους από μια μέρα στην άλλη να εξαφανίζονται, όταν είδαν τράπεζες να καταρρέουν και να κλείνουν.

Σήμερα, 20 χρόνια μετά την ένταξη η Κύπρος είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένη να ακολουθήσει τις εντολές και τις υποδείξεις της ΕΕ. Είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένη να φέρει τα δικά της συμφέρονται στην ίδια πορεία πλεύσης με την ίδια την ΕΕ και τα ισχυρά κράτη μέλη της. Χωρίς παραισθήσεις ή ψευδαισθήσεις αλλά με ρεαλισμό.