«Χαράζει η μέρα και η πόλη έχει ρεπό
Στη γειτονιά μας καπνίζει ένα φουγάρο
Κι εγώ σε ζητάω σαν πρωινό τσιγάρο
Και σαν καφέ πικρό»

Ο Γιώργος μετά το καθημερινό πρωινό του μπάνιο στη θάλασσα περνά από το σπίτι της μάνας του στον προσφυγικό συνοικισμό. Με το άκουσμα της μηχανής του αυτοκίνητου, τρέχει να τον υποδεχτεί η γατούλα, η Ρόζα η ναζιάρα που δεν ξεκολλά από το σπίτι, όπου ζούσε η κυρίας Άλκηστις, η μητέρα του, που πέθανε πριν τρία χρόνια. Αυτό υπήρξε εξάλλου και το δικό της σπίτι αφότου έχασε τη γατομάνα της. Μικρό γατί, προτού καλά-καλά ανοίξει τα ματάκια του βρέθηκε μόνο, σ’ ένα εχθρικό κόσμο με γίγαντες, ανθρώπους που το προσπερνούσαν αδιάφορα, είτε πεζοί είτε με αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες κι αυτό τρόμαζε με τον ήχο των μηχανών τους.

Έκλαιγε πεινασμένο και φοβισμένο μες στο ψιλόβροχο, όταν το βρήκε εκείνο το πρωινό της Κυριακής μετά τη λειτουργία να κλαίει στην πίσω αυλή της. Μια σταλιά πράμα ήταν, αδυνατισμένο και αρρωστιάρικο, έτρεμε ολόκληρο αφού είχε γίνει μούσκεμα. Έβγαλε από το ερμάρι μια πετσέτα, το τύλιξε, καθάρισε με ροδόσταμα τα δυο του μάτια, το περιποιήθηκε και του έδωσε γάλα με το σταγονόμετρο, μέχρι να προμηθευτεί μπιμπερό. Επειδή σαν βρέφος είχε ένα ροζ χρώμα την ονόμασε Ροζούλα.

-Έλα ρε καττίν να φάμε, του έλεγε κι αυτό κούρνιαζε στην ποδιά της και όταν επήρεν τα πάνω του και απογαλακτίστηκε, έτρωγε πλέον από τη γαβάθα ευγνωμονώντας την κάθε πρωί με την πρώτη καλημέρα, ενώ τριβόταν στα πόδια της κουνώντας χαρούμενη την ουρά της.

Φίλεψε και με τον γιό της ο οποίος περνούσε καθημερινά για να δει τη μητέρα του, να της φέρει ψώνια και να της κάνει παρέα. Έτρεχε να τον προϋπαντήσει και αυτός της έφερνε καλούδια, την τάιζε και τη χάιδευε. Ενώ μητέρα και γιος έπιναν τον καφέ τους αυτή καθόταν στα πόδια τους, ακούγοντας τους να μιλούν και να σχολιάζουν τα νέα της ημέρας. Από τότε που τη στείρωσαν για να μην γεννιούνται αδέσποτα γατάκια που να έχουν τη δική της τύχη της ορφάνιας, αυτή έγινε ακόμη πιο νωχελική.
Το τρανζιστοράκι μιλούσε για πολέμους, φυσικές καταστροφές, συνομιλίες για το κυπριακό, την τουρκική αδιαλλαξία, εμπρησμούς αυτοκινήτων. Κάθε τόσο έβαζε διαφημίσεις και τραγούδια. Τα απολάμβανε η Ροζούλα όπως και τις απλές καθημερινές κουβέντες μάνας και γιού.

-Εν να κάμω κολοκάσιν αύριο… Α, παντρεύκει ο συγχωριανός μας ο Κωστής την αγγόνισσαν του, έστειλεν μας προσκλητήριο. Εσυγχωρέθηκε κι η παλιά μας γειτόνισσά μας η Μαρίτσα η Λαπηθκιώτισσα, εμείνησκεν σε συνοικισμό στη Λάρνακα.

Πώς τα κατάφεραν οι αρμόδιοί μας, να χωρίσουν και να σκορπίσουν τους πρόσφυγες από τον ίδιο τόπο καταγωγής, το ίδιο χωριό, σε διαφορετικούς και τόσο μακρινούς συνοικισμούς; Διερωτώταν ακόμη και η Ροζούλα. Αν ο διαχωρισμός και η κατανομή των σπιτιών γινόταν βάσει μελετημένου σχεδίου αποκοπής των συγχωριανών και συντοπιτών μεταξύ τους, «τα μεγάλα μας μυαλά» δεν θα κατάφερναν να το φέρουν εις πέρας, με τόση επιτυχία και τέτοια ακρίβεια.

Όταν η κυρία Άλκηστις έφυγε από τη ζωή ο Γιώργος πήρε στο σπίτι του τη Ροζούλα. Της έβαλε βούτυρο στις πατούσες για να μην χαθεί και να νιώσει οικεία στη νέα αυλή αφήνοντας ίχνη πίσω της, ώστε να προσαρμοστεί στο νέο της περιβάλλον. Μα αυτή άφαντη την επόμενη μέρα και όσες φορές κι αν την ξανάφερνε, θα επέστρεφε πίσω στο σπίτι της μητέρας. Εκεί όπου ζει μέχρι σήμερα, κάτω από τον ίσκιο της συκιάς το καλοκαίρι, στο ξέφωτο τον χειμώνα.

Τον περιμένει αραχτή ν’ ανοίξει το κάγκελο για να της βάλει φαγητό και φρέσκο νερό. Τον συνοδεύει στο σπίτι την ώρα που ψήνει τον καφέ και κάθεται στα πόδια του όταν καπνίζει το πρώτο πρωινό του τσιγάρο ακούγοντάς τις σκέψεις του. Αποκοιμιέται ευχαριστημένη γουργουρίζοντας, ή τρέχει ανάμεσα στις γλάστρες, κυνηγώντας σαύρες ή τζιτζίκια την ώρα που ο Γιώργος ποτίζει τον κήπο. Η ζωή στο σπίτι όπου κατοικούσε η κυρία Άλκηστις συνεχίζεται ακόμη και εν τη απουσία της, η μορφή της είναι όμως πάντα εκεί, στο μπρίκι του καφέ και στο ραδιούιν της, στα δέντρα και τα λουλούδια της που ανθίζουν ανάλογα με την εποχή.

«Όπως τα πεύκα
κρατούνε τη μορφή του αγέρα
ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί
το ίδιο τα λόγια
φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου
κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί…» (Γιώργος Σεφέρης)

Σε λίγες μέρες επιστρέφει ο άλλος γιος από το εξωτερικό με την οικογένειά του. Το προσφυγικό σπίτι των γονιών θα ξαναζωντανέψει, θα είναι φωτισμένο τα βράδια, ενώ η Ροζούλα θα δέχεται τα χάδια όλων τους και θα ποζάρει μαζί τους στις οικογενειακές αναμνηστικές φωτογραφίες.

dena.toumazi@gmail.com