Είναι παρήγορο, μέσα στην τραγικότητά του, το γεγονός ότι μια ολόκληρη κοινωνία εξανίσταται για τον τρόπο που επήλθε ο θάνατος ενός συνανθρώπου μας. Σε τέτοιο βαθμό που το ανήγαγε σε πρώτο θέμα στην επικαιρότητα σε μια περίοδο απανωτών καταστροφών, με πυρκαγιές και πλημμύρες, αλλά και μια περίοδο γενικότερου αναβρασμού.

Και είναι παρήγορο ακριβώς γιατί δείχνει ότι αυτή η κοινωνία δεν έχει αποθηριωθεί εντελώς, παρά την περί του αντιθέτου αίσθηση. Ίσως μάλιστα να είναι αυτό ακριβώς που την εξεγείρει: η ενοχλητική ανησυχία μήπως έχει αλλοτριωθεί και απευαισθητοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε η ανθρώπινη ζωή να μην αξίζει ούτε όσο μια κάλπικη δεκάρα.

Αφού παρηγορηθήκαμε, λοιπόν, ας δούμε αυτό το νόμισμα και ανάποδα. Υπάρχει η προβοκατόρικη οπτική που λέει ότι η ενσυναίσθηση είναι ίσως η πιο «εγωιστική» ανθρώπινη ικανότητα, γιατί ουσιαστικά είναι η ικανότητα να φέρνεις τον εαυτό σου στη θέση του άλλου. Όλοι νιώσαμε ότι υπό προϋποθέσεις θα μπορούσαμε να είμαστε στη θέση του φουκαρά που καθυστέρησε να φτάσει στο καράβι και μέσα από την ένταση της στιγμής, την υπέρμετρη πρεμούρα ενός μέλους του πληρώματος, τη μη τήρηση των πρωτοκόλλων κ.λπ. να φάμε μια σπρωξιά και να βρεθούμε στο κενό μεταξύ προκυμαίας και καταπέλτη. Δηλαδή, στα αφρισμένα από την προπέλα νερά του λιμανιού.

Είναι λίγο και ο συμβολισμός, δείτε τον. Απωθούν έναν άνθρωπο που για τον άλφα ή βήτα λόγο κρίνουν ανεπιθύμητο κι αυτός πέφτει στη θάλασσα. Στη συνέχεια, γυρίζουν την πλάτη, κρίνουν ότι πλέον είναι πρόβλημα «κάποιου άλλου», ο καταπέλτης κλείνει. Κι όχι μόνο δεν του πετάνε ένα σωσίβιο, όχι μόνο δεν βουτάνε να τον σώσουν, όχι μόνο δεν καλούν –έστω- σε βοήθεια, αλλά ο απόπλους γίνεται κανονικά σαν να μη τρέχει κάστανο. Κι αν δεν ζούσαμε στην επάρατη εποχή των έξυπνων τηλεφώνων με τις άγρυπνες κάμερες και των αχόρταγων ΜΚΔ, ίσως να μη μαθαίναμε ποτέ τι συνέβη και η υπόθεση να περιοριζόταν στο πλαίσιο μιας αστυνομικής έρευνας ρουτίνας.

Όλα κι όλα, δεν είμαστε τόσο παχύδερμα να μη συγκινούμαστε, να μην αγανακτούμε μπροστά στην τραγωδία! Εκεί που βγαίνουμε εντελώς από τα ρούχα μας, ειδικά όταν το φταίξιμο φτάνει μέχρι το θεσμικό επίπεδο, είναι αν ψυλλιαστούμε ότι οι υπεύθυνοι επιχειρούν να τα ρίξουν στο θύμα ή να περιορίσουν την ευθύνη στο κατώτατο δυνατό επίπεδο. Εκεί είναι προφανέστατα εξοργιστική η συζήτηση περί «ατομικής ευθύνης». Με την κατακραυγή θα κινητοποιήσουμε λυτούς και δεμένους για να αποτρέψουμε στο μέλλον μια ανάλογη τραγωδία, που μάς προσβάλλει ως έμβια όντα αλλά κι ως κοινωνία.

Τι γίνεται όμως όταν οι τραγωδίες είναι μαζεμένες; Πρόκειται για στατιστική, για να θυμηθούμε και την περιβόητη αποστροφή του Στάλιν; Εξαρτάται. Αλλά όχι από την εγγύτητα. Όταν οι νεκροί είναι 57 από μια σύγκρουση τρένων στα Τέμπη, η αγανάκτηση και η αντίδραση αυξάνεται γεωμετρικά, το ίδιο και η πολιτική εκμετάλλευση της τραγωδίας. Όταν είναι 104 στο Μάτι, παρομοίως. Και δικαίως.

Όταν, όμως, απανθρακώνονται 18 μετανάστες στον Έβρο, λέμε και ευτυχώς. Που δεν ήταν «δικοί» μας. Ή που λιγόστεψαν. Όταν είναι 500 –ποτέ δεν θα μάθουμε τον πραγματικό αριθμό- όπως στα ανοιχτά της Πύλου, κηρύσσουμε έτσι για τα προσχήματα ένα τριήμερο πένθος και ξεμπερδεύουμε. Δεν πα να είχε και ευθύνες το λιμενικό; Αλλά και άμεσες ευθύνες να μην υπήρχαν, η πολιτική των απωθήσεων δεν μπορεί παρά να οδηγεί στον θάνατο. Στο Αιγαίο, στο Ιόνιο, στη Μεσόγειο. Ωστόσο, εκεί η αντίδραση δεν πεντακοσαπλασιάζεται.

Αντίθετα, κάποια ανδράποδα του μίσους πανηγυρίζουν κιόλας. Αυτοί εξάλλου «πήγαιναν γυρεύοντας». Ποιος τους είπε ν’ αφήσουν τις χώρες τους και να μάς κουβαληθούν; Ας πρόσεχαν. Για τον ξεριζωμό τους εξάλλου φταίνε… οι διακινητές και οι ανθρωπιστές κι όχι οι διαχρονικές παγκόσμιες πολιτικές των ανισοτήτων. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά άμα λάχει κάποιοι βγαίνουν παγανιά και αυτοδικούν εναντίον όσων σώθηκαν.

Τις ευθύνες τις γυρεύουν μόνο μερικοί «γραφικοί» που δεν ξεχωρίζουν τις ανθρώπινες ζωές σε ανεκτίμητες και ευτελείς. Κι αυτοί αμέσως στοχοποιούνται ως αντιπολιτευόμενοι, απάτριδες, πράκτορες, κομμούνια. Αν πάλι μιλήσεις για ανάγκη συλλογικής αντίδρασης απέναντι στην κτηνωδία -απ’ όπου κι αν προέρχεται, όποιους κι αν αφορά- θα σε ανακηρύξουν νοσταλγό του Στάλιν. Αν αξιώσεις την αντίσταση απέναντι στη βαρβαρότητα, είσαι στην καλύτερη περίπτωση άφρων και στη χειρότερη εθνικός μειοδότης. Κι αν επισημάνεις ότι η κουλτούρα της ιδιωτείας δεν φτουράει, ε, τότε είσαι σίγουρα ακροαριστερός. Κι εκεί στα άκρα συναντάς και το άλλο άκρο. Άρα είσαι… φασίστας. Μια σούπα όλα, αν είναι για το ξέπλυμα του φασισμού.

Προφανώς, αυτό που αλλάζει είναι η ταύτιση. Κάτι μέσα μας «κλοτσάει» όταν βάζουμε τον εαυτό μας στη δεινή θέση του μετανάστη. Τι δουλειά έχουν αυτοί εδώ; Είναι πολλοί, δεν χωράνε. Εμείς είμαστε πολιτισμένοι. Ποτέ δεν θα βάζαμε τον εαυτό μας ή το παιδί μας σε κίνδυνο μόνο και μόνο για να «μπουκάρουμε» σε μια ξένη χώρα, όπου είμαστε ανεπιθύμητοι. Εμείς απλά έτυχε να γεννηθούμε εδώ, στον επίγειο παράδεισο, τι να κάνουμε, τυχερά είναι αυτά. Και τώρα έρχονται κάποιοι άλλοι να μας τον αμφισβητήσουν, να πάρουν τη δουλειά μας, να φάνε το φαΐ μας, να αναπνεύσουν το οξυγόνο μας. Μόνο ο ιδρώτας τους μάς είναι χρήσιμος. Μόνο για να δουλεύουν φθηνά και μαύρα μάς χρειάζονται. Αν τους καλοδεχτούμε, όμως, πώς θα τους κρατάμε στην ανάγκη;

500 θάνατοι είναι 500 επιμέρους τραγωδίες. Ιστορίες ανθρώπων, καλών ή κακών, τιμίων ή άτιμων, γενναίων ή δειλών. Με προτερήματα και ελαττώματα. Το αγαθό της ζωής έρχεται πάνω απ’ όλα. Κι έπεται αυτό της αξιοπρέπειας. Έπειτα μπορούμε να συζητήσουμε ό,τι θέλετε. Για μεταναστευτικές πολιτικές, για διαχείριση, για αίτια και παρελκόμενα.

Παρόλο που η μετανάστευση δεν είναι πολιτικό πρόβλημα. Είναι χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης. Πολιτικό πρόβλημα -αλλά και ψυχολογικό, κοινωνικό, ηθικό, πνευματικό- είναι ο ρατσισμός. Η δηλητηρίαση του μυαλού. Και χρειάζεται άμεση και δραστική φροντίδα και θεραπεία.

Ελεύθερα, 10.9.2023