Επιστρέφοντας από τον μήνα του μέλιτος στην Ταϊλάνδη ένα μοδάτο και πολύ in εξωτικό προορισμό της δεκαετίας του 90, οι νιόπαντροι μαζεύτηκαν με τα πεθερικά στο πατρικό σπίτι, όπου τους περίμεναν στοίβες τα δώρα του γάμου. Τα φακελάκια με τις επιταγές και τα μετρητά τα είχαν ανοίξει πριν την αναχώρησή τους, ενώ οι γονείς κατέγραφαν σε ένα δευτέρι πόσες λίρες είχε βάλει ο κάθε καλεσμένος.

Αφού μοίρασαν τα εξωτικά δώρα στην οικογένεια, ενδύματα, παρεό και διακοσμητικά με ελέφαντες και φοινικόδεντρα ή μικρούς Βούδες, η κουνιάδα άρχισε να καταγράφει σ’ ένα τετράδιο το περιεχόμενο του κάθε γαμήλιου δώρου. Τα ασημένια τασάκια και χανάπια ήταν αμέτρητα, πανομοιότυπα, με σταμπαρισμένη αναπαράσταση του καραβιού της Κερύνειας ή του κυπριακού αγρινού. Το μόνο στο οποίο διέφεραν ήταν στο μέγεθος και στη χρηματική τους αξία. Υπήρχαν πολλά βάζα, δίσκοι σερβιρίσματος, σετ πιάτων ή τσαγιού, πορσελάνες και κρύσταλλα. Ανάμεσα σ’ αυτά τα τυποποιημένα δώρα υπήρχε και ένα κουτί με ψηλά φλυτζάνια mug, διαφορετικών χρωμάτων το καθένα, με αγελάδες, κοτούλες και λιοντάρια. Οι συμπεθέρες τα κοίταξαν με επιείκεια, «Ου, μα εν έχουν πιατούιν που κάτω», είπαν, ενώ το νιόπαντρο ζευγάρι με κάποια ανακούφιση αφού ήταν το μόνο δώρο μέχρι τώρα που διέφερε από τα υπόλοιπα.

Σ’ αυτά έπιναν κάθε πρωί τον καφέ τους, κερνούσαν φίλους και γονείς όποτε τους επισκέπτονταν. Η πεθερά έλεγε διακριτικά στη νύμφη της, «Τι χαριτωμένα που ένι. Μα τι έγινε το πορσελάνινο σετ που σας έφερε δώρο η θεία Νίκη με τα χρυσά και κόκκινα τριανταφυλλάκια;» ρωτούσε, πίνοντας το τσάι της με μια καμηλοπάρδαλη να χορεύει στο mug της.

Καθισμένοι στους πολύχρωμους καναπέδες του σαλονιού, οι συμπέθεροι σκέφτονταν χωρίς να το λένε «χάθηκε η μονοχρωμία, να αγόραζαν ένα σαλόνι λευκό, όπως κάμνουν ούλλοι; Τζαι μια βιτρίνα-ασημοθήκη για τα ασημένια χανάπια, τα τασάκια τζαι τα βάζα-αμφορείς;».

Έρχονταν οι γιορτές και το γιορτινό τραπέζι έμενε γυμνό κι αυτό. Τοποθετούσε η νύμφη κάτι sous-plats, πετσετάκια από μπαμπού, αντί να απλώσει τα τραπεζομάντηλα που της έφερε η πεθερά από Συρία. Το κόκκινο με χρυσές κλωστές για Χριστούγεννα και Πάσχα, το λευκό με ασημένιες για άλλες περιστάσεις. Τα φαγητά, κάτι σαν μπαμπού κι αυτά, κινέζικα με σάλτσες γλυκόξινες ή καυτερές, περίεργα εδέσματα. «Γίνεται τραπέζι χωρίς σούβλα ή ένα ψητό στο μπουφέ, να φάεις με την ψυχή σου και να χορτάσει το μάτι σου;».

Στα παιδικά parties τα muffins ήταν στολισμένα με πολύχρωμες smarties, τα σάντουιτς κομμένα σαν ζωάκια, πολύχρωμο το jelly και οι παιδικές τούρτες γενεθλίων με νεράιδες, πριγκίπισσες, γοργόνες, βυθούς και ουρανούς. Τα πολύχρωμα χρόνια δεν θα κρατούσαν για πάντα όπως νόμιζαν τότε οι γονείς που προτού καλά-καλά φτιάξουν τα παιδικά υπνοδωμάτια, έπρεπε κιόλας να αλλάξουν έπιπλα και ταπετσαρία τοίχου γιατί τα παιδιά μπήκαν στην εφηβεία και δεν ήθελαν πια την κιβωτό και τα ζωάκια της, αλλά τον Bruno Mars, τον Messi και την Παπαρίζου.

Σακούλες γεμίζουν με παπούτσια παιδικά και φουστάνια που ήδη μίκρυναν στα παιδιά αλλά και στην ίδια. «Φύλαξε κανένα φουστάνι δικό σου. Μπορεί να το θέλουν οι κόρες σου όταν μεγαλώσουν», την συμβούλευε η πεθερά. Μα αυτός ο χρόνος έμοιαζε τόσο μακρινός και άπιαστος. Δεν φανταζόταν πως τα χρόνια θα περνούσαν τόσο γρήγορα που τα κοριτσάκια της με τα φουντωτά φορεματάκια, τα πλασματάκια που χωρούσαν και τα δύο μαζί στην αγκαλιά της θα γίνονταν τόσο γρήγορα έφηβες και έπειτα νεαρές γυναίκες. Πως θα φορούσαν μια μέρα τα δικά της ρούχα και θα την ξεπερνούσαν στο ύψος. Ο χρόνος όμως μας ξεπερνά και μας προσπερνά, αφήνοντάς την μόνη να πίνει τον καφέ στο φλυτζάνι με την τρελή αγελάδα, το μόνο που έμεινε γερό στο πέρασμα τόσων χρόνων ενώ τα παιδιά της πίνουν τον δικό τους στα καφέ του κόσμου, σε ξένες χώρες όπου σπουδάζουν.

Κρατώντας το στο χέρι, θυμάται τη μέρα που άνοιγαν τα δώρα του γάμου, μετρώντας ασημένια τασάκια και Παναγίτσες, ενώ παρελαύναν τα mugs με όλο το ζωικό βασίλειο, τα οποία τη συντρόφευαν από τα πρώτα χρόνια του έγγαμου βίου της που ξεκινούσε πολύχρωμος και ευφάνταστος. Βλέπει για πρώτη φορά μετά από τριάντα χρόνια το βίντεο του γάμου, όπου πλήθος αγνώστων στέκονται ουρά ο ένας πίσω από τον άλλο, της σφίγγουν το χέρι και χαιρετούν τους νεόνυμφους. Ήταν προφανώς καλεσμένοι των γονιών. Συγγενείς και γείτονες, αγαπημένες φυσιογνωμίες που έφυγαν από τη ζωή, την αγκαλιάζουν και τη φιλούν. Η κουμπάρα η Ειρήνη καθ’ όλη τη διάρκεια της δεξίωσης παίζει στο πιάνο Μάνο Χατζιδάκι που ακούει τώρα στο ραδιόφωνό της ενώ πίνει τον πρωινό της καφέ:

Τώρα νυφούλα μου χρυσή / που βγαίνεις απ’ το σπίτι σου / να θυμηθείς πως βγαίνεις / σαν τον αυγερινό. / Φρεσκολουσμένο το κορμί / καινούργιο το φουστάνι σου / βγαίνεις από το σπίτι σου / στην εκκλησιά να πας. Federico Garcia Lorca

[email protected]