Η λογική που κυριαρχεί στην αθηναϊκή ελίτ είναι αυτή που με ωμό τρόπο διατύπωσε τον Σεπτέμβριο ο Χρήστος Ροζάκης, υφυπουργός Εξωτερικών επί Σημίτη και αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. «Εμείς δεν μπορούμε να περιμένουμε επ’ άπειρον να λυθεί το Κυπριακό προκειμένου να λύσουμε τα ελληνοτουρκικά», είχε πει στην ΕΡΤ.

Θεωρείται, ο καθηγητής Ροζάκης, της ρεάλ πολιτίκ, και ως τέτοιος δεν παρέλειψε να δικαιολογήσει αυτό που ξεστόμισε. Η Κύπρος, είπε, έχασε δύο μεγάλες ευκαιρίες για να λύσει το πρόβλημά της. «Είναι το σχέδιο Άναν και είναι και η πρόσφατη στο Κραν Μοντανά. Βέβαια στο Κραν Μοντανά είναι ευθύνη της Κύπρου το ότι δεν προχώρησε σε μία επίλυση». Γι΄ αυτό, όπως εξήγησε, δεν μπορεί η Ελλάδα να περιμένει την Κύπρο!

Αυτή η επικρατούσα λογική, λοιπόν, δεν επιτρέπει στην αθηναϊκή ελίτ να εκτιμήσει δύο καθοριστικά δεδομένα: Ότι ο Ερντογάν δεν ακυρώνει τους στρατηγικούς στόχους του εναντίον της Ελλάδας επειδή επισκέπτεται την Αθήνα και είναι φιλικός και «χαμηλών τόνων». Και, δεύτερο, μετά το 1974 η Αθήνα έκανε αμέτρητες προσπάθειες (από τα τσιφτετέλια μέχρι το Νταβός, και από την προδοσία του Οτσαλάν μέχρι την άνευ όρων στήριξη της Τουρκίας στην ΕΕ), αλλά αποτέλεσμα δεν υπήρξε. Αλλά ποτέ δεν την εμπόδισε η Κύπρος σε αυτή την προσπάθεια. Ποτέ. Οπότε η πρώτη αδικία σε βάρος του κυπριακού ελληνισμού, είναι να του αποδίδει το αθηναϊκό κράτος και τις ευθύνες για τις κακές σχέσεις του με την Τουρκία. Απαλλάσσοντας έτσι, ξεπλένοντας ορθότερα, την κατοχική χώρα, που επιβουλεύεται και την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.

Η δεύτερη αδικία είναι αυτό που εξήγησε ο Ροζάκης, όταν μετά τις δηλώσεις του στην ΕΡΤ έδωσε συνέντευξη στην εφ. Πολίτης για να πει περισσότερα. Στην Ελλάδα, είπε, υπάρχουν «μια σειρά από ενοχές, γιατί είναι γνωστός ο ρόλος της στην περίοδο της δικτατορίας, στο κυπριακό πραξικόπημα κατά του Μακαρίου», και «από αυτές τις ενοχές μας απαλλάσσει σήμερα η κυπριακή στάση στο θέμα της επίλυσης του Κυπριακού που τηρήθηκε στο Κραν Μοντανά». Μίλησε και για «εσπευσμένη αποχώρηση της Δημοκρατίας της Κύπρου από τις διαπραγματεύσεις, οι οποίες είχαν αποδώσει καρπούς»…

Λογική του παραλόγου, λέγεται αυτό. Κατηγορούνται οι Ελληνοκύπριοι (και ξεπλένεται ξανά η Τουρκία) για «εσπευσμένη αποχώρηση» από τις διαπραγματεύσεις, ενώ όλος ο κόσμος ξέρει πια ότι ο Γκουτέρες κήρυξε τη λήξη των διαπραγματεύσεων όταν ο Τσαβούσογλου αρνήθηκε έστω και να διατυπώσει τη φράση: αποχώρηση στρατευμάτων και κατάργηση εγγυήσεων, μόνο και μόνο για να αισθανθεί η αθηναϊκή ελίτ ότι αυτό το φανταστικό αφήγημα την απαλλάσσει από τις ευθύνες για την κατοχή. Κατηγορούνται ότι δεν έλυσαν το Κυπριακό το 2004 όταν το σχέδιο απορρίφθηκε με την πιο δημοκρατική διαδικασία, το δημοψήφισμα και με συντριπτικό ποσοστό. Την απαλλάσσει ΚΑΙ αυτό από τις ενοχές, λέει!

Οι ενοχές είναι εκεί, βαριές κι ασήκωτες, διότι τίποτα δεν μπορεί να απαλλάξει την Ελλάδα παρά μόνο η άρση της αδικίας σε βάρος της Κύπρου. Αυτό, λοιπόν, που συμβαίνει σήμερα είναι ακόμα πιο ενοχικό για την Αθήνα ό,τι και να λέει ο Ροζάκης ή όποιος άλλος αναπτύσσει ψευδαισθήσεις και πουλά φούμαρα στους Έλληνες για νέα εποχή φιλίας με την Τουρκία και πλεύση σε «ήρεμα νερά». Χωρίς να περιμένουν, δήθεν, επ΄ άπειρον την Κύπρο!

Αυτή είναι η ουσία. Ξανά η Αθήνα εγκαταλείπει την Κύπρο στα χέρια της Τουρκίας. Κι αν αυτό θα ήταν πράγματι ευεργετικό για την Ελλάδα, μπορεί κι εμείς εδώ να χειροκροτούσαμε ευχαριστημένοι, που έστω και με τη θυσία της Κύπρου, πάει καλά η «μητέρα πατρίδα». Μα, είναι κι αυτό μια ουτοπία. Είναι τόσο λίγοι, τόσο μικροί, που αδυνατούν να αντιληφθούν ότι ένας δικτάτορας, φασίστας, στρατοκράτης, τους χρησιμοποιεί κατ΄ επανάληψη ως χρήσιμους ηλίθιους για να προωθήσει τους στόχους του, που αυτή τη στιγμή εξυπηρετούνται με μια πρόσκαιρη πολιτική εξομάλυνσης σχέσεων. Και γι΄ αυτή την ουτοπία, και μέχρι να προσγειωθούν ξανά, όπως τόσες άλλες φορές, δεν κάνουν αυτό που οφείλουν λόγω ενοχών και ευθυνών (και όχι ειδικά λόγω εθνικής υποχρέωσης): Να τοποθετήσουν την κατοχή της Κύπρου μέσα στη λίστα των διαφορών που θέλουν να επιλύσουν.