Αντιλαμβάνομαι τους λόγους που υπάρχει μια ιδιαίτερη ευαισθησία για την Αμμόχωστο, ωστόσο δυσκολεύομαι να κατανοήσω τους λόγους για τους οποίους μια μερίδα Βαρωσιωτών εκδηλώνει  εδώ και λίγο καιρό στα σόσιαλ αλλόφρονα συμπεριφορά εξαιτίας μιας νέας τηλεοπτικής σειράς που φέρει τον τίτλο «Famagusta».

Στεναχωριέμαι ταυτόχρονα, ειλικρινά σας το λέω, αφού ανάμεσά τους βρίσκονται και άτομα τα οποία χαίρουν της εκτίμησής μου, καθώς παρακολουθώ έναν παροξυσμό σχολίων με ύφος και φρασεολογία που δεν τιμά κανέναν. Και σαφέστατα ξεφεύγει του πλαισίου μιας πολιτισμένης τοποθέτησης, της κατάθεσης αντίθετης άποψης ή και διαμαρτυρίας που να παράγει προβληματισμό και συζήτηση, αποστερώντας μου έτσι το όποιο περιθώριο να αντιληφθώ τους λόγους που προκαλούν αυτή την αναστάτωση και ενδεχομένως να συμμεριστώ τις όποιες ανησυχίες.

Για παράδειγμα, αν θέλει κάποιος να θέσει στο τραπέζι τον προβληματισμό κατά πόσο αυτό που έχουμε ανάγκη, 50 χρόνια μετά, είναι το ξύσιμο των (ανεπούλωτων βεβαίως) πληγών και η (επανα)φόρτιση με αρνητικά συναισθήματα που αναμφίβολα προκαλεί η υπενθύμιση και η εστίαση στα δεινά, γεγονός που οδηγεί, κατ’ επέκταση, στη διαιώνιση του μίσους, εγώ το συζητώ. Όμως δεν βλέπω με ποιον τρόπο βοηθούν προς αυτή την κατεύθυνση οι άναρθρες κραυγές και τα υβριστικά σχόλια. Μοιάζει δε οξύμωρο να γνοιάζομαι για τη διαιώνιση του μίσους μεταξύ των δύο κοινοτήτων και να αδιαφορώ για την τοξικότητα που παράγεται ανάμεσά μας.

Απ´ ό,τι μαθαίνω, πρόκειται για σειρά μυθοπλασίας που αφηγείται μια ανθρώπινη ιστορία η οποία είναι βασισμένη, όπως έχει λεχθεί, σε πραγματικά γεγονότα – αν και αυτό, ουδεμία σημασία έχει επί της ουσίας. Είναι η ιστορία ενός ζευγαριού, με φόντο την Αμμόχωστο, που στον πόλεμο χάνει το τριών μηνών μωρό του μαζί με τον τόπο που αναγκάστηκαν να αφήσουν πίσω τους. Δεν πρόκειται για σειρά εποχής, αφού το σενάριο μας φέρνει στο τώρα, με το παιδί -50 χρονών πια- να ζει τελικά… Έτσι αρχίζει να ξετυλίγεται η ιστορία τη σειράς…

Ασφαλώς και δεν είναι η πρώτη φορά που μια τηλεοπτική σειρά / κινηματογραφική ταινία / θεατρική παράσταση / μουσικό έργο / μυθιστόρημα / ντοκιμαντέρ / ραδιοφωνικό σκετς, έχει ως φόντο την εισβολή του 1974 ή και την ίδια την Αμμόχωστο στις αναφορές. Έχουμε δει δουλειές εξαιρετικές, καλές, μέτριες, πρόχειρες, επιφανειακές… Προσβλητικές, όμως, δεν θυμάμαι να υπήρξαν – ίσως μία περίπτωση που σηκώνει μεγάλη συζήτηση. Σίγουρα, όμως, όχι a priori.

Μάλιστα υπήρξε και τηλεοπτική σειρά -μυθοπλασίας επίσης- που κατά την άποψή μου είχε αγγίξει ένα πολύ πιο ευαίσθητο θέμα. Να σας θυμίσω ότι πριν από είκοσι σχεδόν χρόνια η ηθοποιός Χριστίνα Παυλίδου ως τουρκάλα Εμινέ, στη σειρά «Βασιλική», ήταν μια αγνοούμενη που επέστρεψε στην Κύπρο (είχε μεταφερθεί, βρέφος, στην Κωνσταντινούπολη από Τούρκο στρατιωτικό που μετείχε της εισβολής – σύμφωνα πάντα με το σενάριο του Γιώργου Τσιάκκα) και μάλιστα 36 χρόνια (!) μετά το 74,  αναζητώντας την πραγματική της ταυτότητα, αφότου ο ετοιμοθάνατος «πατέρας», της αποκάλυψε την αλήθεια.

Στην αληθινή ζωή, βέβαια, κανένας από τους εκατοντάδες αγνοούμενους του 1974 επέστρεψε, έδωσε σημεία ζωής ή βρέθηκε ζωντανός. Θα συμφωνείτε, είμαι σίγουρος, ότι οι αγνοούμενοι είναι η τραγικότερη πτυχή του δράματος, μια ανοιχτή, αιμάσσουσα πληγή. Όσοι δεν βιώσαμε αυτό το μαρτύριο, αδυνατούμε να αντιληφθούμε το μέγεθος του πόνου που προκαλεί η εξαφάνιση ενός αγαπημένου προσώπου, το να καρτεράς μέρα νύχτα ένα σημάδι, να ψάχνεις και να μην βρίσκεις, να ρωτάς και απάντηση να μην λαμβάνεις, να πεθαίνεις μαζί με την ελπίδα που εξανεμίζεται.

Εντούτοις, κανείς δεν διανοήθηκε τότε να πει ότι οι δημιουργοί της σειράς «παίζουν» με την τραγική αυτή πτυχή του Κυπριακού, ούτε ότι «εκμεταλλεύονται τον πόνο των ανθρώπων που τα ζουν για να θησαυρίσουν». Δεν θυμάμαι να τους αποκάλεσε κανείς «μυσταρκούς του χρήματος», ούτε να διερωτήθηκε «τι ξέρουν αυτοί από αγνοούμενους», να απαίτησε οι ηθοποιοί να έχουν «ανάλογα βιώματα» (!) μ’ εκείνα του σεναρίου και του ρόλου που κλήθηκαν να υποδυθούν.

Δεν θυμάμαι να αισθάνθηκε κανείς «αισχύνη», ούτε να πήγε κανείς έξω από το κανάλι και σαν άλλη Ελένη Λουκά στην Πλατεία Συντάγματος, να εκτοξεύει αναθέματα με ιαχές περί «ντροπής» και «αίσχους» προς ηθοποιούς και παραγωγή. Και ασφαλώς ουδείς ένιωσε την ανάγκη, αισθανόμενος ενδεχομένως υπόλογος ή και εντεταλμένος της ιστορίας, να δώσει «απάντηση» στη Δέσποινα Μπεμπεδέλη (που συμπτωματικά συμμετέχει και στη «Famagusta»), κρίνοντας ότι η συμμετοχή της ισοδυναμούσε… είτε με ντροπή, είτε με αναίδεια, είτε με επιπολαιότητα, είτε με απάρνηση ιερών και οσίων.

Μόνο θετικό είναι, εννοείται, το γεγονός ότι τίποτα από τα πιο πάνω δεν καταγράφηκε τότε – το σημειώνω για να μην μπερδευτούμε στις ερμηνείες. Ήμασταν πιο ώριμοι, άραγε, πριν από 20 χρόνια; Μήπως με την πάροδο του χρόνου χάνουμε, μεταξύ όλων των άλλων, τη ψυχραιμία μας και τη λογική μας; Ή απλά έλειπαν από τη ζωή μας τα social και η ευκολία που ως βήμα παρέχουν στην αβασάνιστη και ανέξοδη άποψη;

Επιστροφή, όμως, στο βασικό ερώτημα: προς τι η τόση αναστάτωση με τη συγκεκριμένη σειρά μυθοπλασίας, οι πρωταγωνιστές της οποίας έλκουν, σύμφωνα με το σενάριο, την καταγωγή τους από τη Φαμαγκούστα, όπως είναι το διεθνώς διαδεδομένο όνομα της Αμμοχώστου; Γιατί η προβολή της ισοδυναμεί με αμάρτημα ανάλογο της τριπλής άρνησης του Πέτρου στον Δάσκαλό του; Από πού προκύπτει «εξευτελισμός της πόλης»; Από πού προκύπτει «προσβολή της μνήμης των ανθρώπων της» – ζωντανών, αποθανόντων ή σκοτωμένων στις πολεμικές μάχες; Από πού προκύπτει «ασέλγεια»; Από πού, αλήθεια, προκύπτει… «διαστρέβλωση της ιστορίας και των πραγματικών γεγονότων»; Δεν πρέπει, άλλωστε, να μεταδοθεί πρώτα η σειρά και μετά να δούμε εάν προκύπτουν τέτοια ζητήματα;

Εάν, πάλι, η αντίθεση έγκειται στο ότι η Αμμόχωστος δεν είναι «χαμένη πατρίδα» και «μνήμη», αν και δυσκολεύομαι να κατανοήσω το συλλογισμό (όλα τα υπόλοιπα, κατεχόμενα χωριά, εγκλωβισμένοι και αγνοούμενοι άνθρωποι, είναι μνήμη;), δεν αντιλαμβάνομαι π;vς αυτό θα αλλάξει επειδή μια τηλεοπτική σειρά βαφτίστηκε με το όνομά της.

Την Αμμόχωστο ούτε να την απολέσει μπορεί, αλλά ούτε και να τη σώσει μπορεί οποιαδήποτε τηλεοπτική σειρά.