Ο Τουρκοκύπριος δικηγόρος, ο οποίος συνελήφθη από τις ιταλικές Aρχές για τις υποθέσεις που αφορούν παράνομο ξεπούλημα ελληνοκυπριακών περιουσιών στα κατεχόμενα, είχε έρθει στην Κύπρο και ανανέωσε το διαβατήριο του από τις Aρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς να πάρει κανένας είδηση.

Αυτό έγινε, ενώ εκκρεμούσε εναντίον του ένταλμα σύλληψης. Πηγαινοερχόταν, μάλιστα, από τα κατεχόμενα στις ελεύθερες περιοχές, ενώ ήταν καταζητούμενος, ανενόχλητος. Χρειάστηκε να πάει στο εξωτερικό, για να τον ανακαλύψουν οι Ιταλοί και να τον συλλάβουν. Τόσο σοβαρό κράτος είμαστε, αλλά δε βαριέσαι…

Αυτά αναφέρθηκαν στην προχθεσινή συνεδρία της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προσφύγων κατά την οποία συζητήθηκε το θέμα του σφετερισμού ελληνοκυπριακών περιουσίων στα κατεχόμενα. Μια συνεδρία, η οποία, μάλιστα, έγινε και κεκλεισμένων των θυρών, επειδή έτσι ζήτησαν κάποιοι λειτουργοί κρατικών υπηρεσιών, ωσάν να ήταν έτοιμοι να προβούν σε μέγιστες αποκαλύψεις και να πουν πράγματα και θαύματα.

«Τίποτα καινούργιο δεν ελέχθη κατά τη διάρκεια της συνεδρίας», ανέφερε μετά το τέλος της συνεδρίας, ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προσφύγων Νίκος Κέττηρος, για να προσθέσει, μάλιστα, πως τα ρεπορτάζ των ΜΜΕ από Τρίκωμο, Βοκολίδα και Αμμόχωστο, τους τελευταίους μήνες, έχουν αποκαλύψει πολύ περισσότερα από αυτά που αναφέρθηκαν κεκλεισμένων των θυρών στην Επιτροπή.

Ακόμα πιο σοκαριστικά ήταν τα στοιχεία, τα οποία αναφέρονται ως πληροφορίες στα ρεπορτάζ και αφορούν υποθέσεις προσφυγής στην λεγόμενη επιτροπή των κατεχομένων αλλά και τις περιπτώσεις των παράνομων αναπτύξεων. Ζητήθηκε όμως η συνεδρία να είναι κεκλεισμένων των θυρών. Δείγμα και αυτό της υποκρισίας μας ως κράτους και ως λαού που αρνείται να δει τις πραγματικότητες.

Ναι, το ξεπούλημα των ελληνοκυπριακών περιουσιών και ο παράνομος οικοδομικός οργασμός στα κατεχόμενα είναι μια δραματική παράμετρος του προβλήματος και έχει πολλές πτυχές.

Ο χρόνος από τη μέρα της εισβολής δεν έχει περάσει μόνο ως ιδέα και δεν άλλαξε μόνο ο αριθμός του ημερολογιακού έτους στις ζωές των ανθρώπων, που έφυγαν κατατρεγμένοι από τα σπίτια τους. Μαζί με την εξέλιξη του χρόνου εξελισσόταν και η ίδια η ζωή τους στην προσφυγιά σε άλλο τόπο από τον τόπο τους, μακριά από τις περιουσίες τους και με ένα κράτος που ακόμα και σήμερα, μισό αιώνα μετά δεν έχει καταφέρει να εφαρμόσει στην πράξη την ισότιμη κατανομή βαρών και να υιοθετήσει μια ουσιαστική προσφυγική πολιτική.

Αν τα πρώτα πέντε ή δέκα χρόνια δεν είχε τη δυνατότητα ή αν τον πρώτο καιρό υπήρχε η προσδοκία και η ελπίδα ότι αυτή η κατάσταση πραγμάτων ήταν μια προσωρινή παραδοξότητα, έπρεπε στην πορεία του χρόνου να γινόταν αντιληπτό και παραδεχτό πώς το περιουσιακό, ως μια βασική και ουσιαστική πτυχή του Κυπριακού προβλήματος, είναι ταυτόχρονα και ανθρωπιστικό ζήτημα.

 Συνεπώς έπρεπε και οι πρόσφυγες να στηριχθούν με ουσιαστικά μέτρα, έπρεπε όμως και το κράτος να φροντίσει να διασφαλίσει τα πολιτικά συμφέροντα του.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν μέχρι το τέλος του 2023 ενώπιον της λεγόμενης «επιτροπής αποζημιώσεων» κατατέθηκαν περίπου 7.600 προσφυγές από Ελληνοκύπριους, με σκοπό να πουλήσουν τις περιουσίες τους.

Σε αυτές δεν περιλαμβάνονται, όπως αναφέρεται, οι περιουσίες που καταπατούνται και τσιμεντώνονται αυθαίρετα από τους Τούρκους ή Τουρκοκύπριους χρήστες τους, αν και δεν αποκλείεται, όπως σημειώνεται, κάποιες από τις 1.400 περιουσίες, που ξεπουλήθηκαν, να έχουν χρησιμοποιηθεί για την ανέγερση τουριστικών ή άλλων αναπτύξεων.

Από τα στοιχεία αυτά, ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί τις διαστάσεις που έχει αυτή η παράμετρος στο Κυπριακό. Η κατεχόμενη Κύπρος ξεπουλιέται και ο κύριος λόγος είναι γιατί έχει περάσει στον κόσμο η αντίληψη πώς δεν πρόκειται να γίνει κάτι και ότι στο τέλος θα τα χάσουν όλα.

Πόσο μας απασχολεί όμως όλο αυτό ως κοινωνία; Πόσο συγκλονιστήκαμε όταν άρχισαν οι παράνομες εργασίες στο Βαρώσι;

Από την περασμένη Κυριακή πάντως βρήκαμε τρόπο εκτόνωσης και επίδειξης πατριωτικών φρονημάτων στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, με αφορμή το σίριαλ «Famagusta». Δε βαριέσαι, όλη η ζωή μας μια σαπουνόπερα σ’ αυτόν τον τόπο.

Πώς το είπε ο Μανώλης Αναγνωστάκης; «Φοβάμαι τους ανθρώπους, που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου– βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας, «Δώστε τη χούντα στο λαό». Ε, κάπως έτσι…