Οι εκφράσεις που ακούστηκαν από όσους διαφωνούν με τα νομοσχέδια της κυβέρνησης για τη βία στα γήπεδα, ήταν ως και επέβαλε ο Χριστοδουλίδης στρατιωτικό καθεστώς κι έτρεχαν οι αντιστασιακοί να το ανατρέψουν. Από το ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ κυρίως οι αντιδράσεις.

Δεν μπορούν, έλεγαν, να εγκρίνουν τέτοιες υπερεξουσίες στο Υπουργικό ώστε να αποφασίζει πότε θα γίνεται ένας ποδοσφαιρικός αγώνας κεκλεισμένων των θυρών. Παραπέμπουν σε άλλες εποχές αυτά τα πράματα. Είναι δικτατόρευση του αθλήματος. Και δεν μπορεί αυτή την δικτατόρευση να την κάνει η κυβέρνηση. Αυτός που αποφασίζει, λένε, είναι ο διαιτητής.

Δεν είχαμε καμιά αμφιβολία ότι δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτε, τα λέγαμε την περασμένη βδομάδα, αλλά να βλέπουμε τόσες πολλές υποκρισίες μαζεμένες δεν τις περιμέναμε. Αυτό που πρότεινε η κυβέρνηση δεν είναι η λύση του προβλήματος, διότι αφορά το μακρινό μέλλον, ενώ το πρόβλημα είναι σε εξέλιξη σήμερα. Αλλά, ας πούμε ότι έχει μια αξία να συζητηθεί. Το ότι, δηλαδή, με νομοθετική ρύθμιση θα δοθεί στην κυβέρνηση η εξουσία να αποφασίζει «για λόγους δημοσίας τάξεως και ασφάλειας τη διεξαγωγή αγώνων χωρίς την παρουσία φιλάθλων».

Το πρόσφατο παράδειγμα είναι το πιο κραυγαλέο: Στον αγώνα ΑΕΛ – Απόλλων, που τα έκαναν λίμπες και από εκεί ξεκίνησαν οι συζητήσεις, η κυβέρνηση γνώριζε δέκα μέρες προηγουμένων ότι θα γινόταν αυτό που έγινε. Αν έκρινε ότι υπάρχει κίνδυνος γιατί να μην απαγορεύσει τους φιλάθλους; Ο διαιτητής, που επικαλούνται όλοι, δεν μπορεί να το αποφασίσει εκ των προτέρων. Μπορεί μόνο μέσα στο γήπεδο να αποφασίσει να μην γίνει ή να διακοπεί ο αγώνας. Αλλά, μέσα στο γήπεδο και αφού γίνουν τα επεισόδια. Προληπτικά δεν αποφασίζει κανένας.

Εάν δεν μπορεί να το αποφασίσει ούτε η κυβέρνηση σε τέτοιες ακραίες περιπτώσεις, τότε ποιος έχει την ευθύνη της δημόσιας ασφάλειας; Η ΚΟΠ; Ο διαιτητής; Οι πρόεδροι των σωματείων; Οι χούλιγκαν την έχουν κανένας άλλος.

Άκουγα το Σάββατο τον εκπρόσωπο του ΔΗΣΥ, Ονούφριο Κουλλά, να λέει στο ΡΙΚ, ότι δεν θεωρεί ότι έχουμε τόσο μεγάλο πρόβλημα χουλιγκανισμού, όπως είχαν στην Βρετανία, «είναι πολύ λίγοι» και δεν πρέπει να τους τιμωρήσουμε όλους κλείνοντας τα γήπεδα. Αλλά, αν δεν έχουμε τόσο μεγάλο πρόβλημα γιατί συζητούν εδώ και μια βδομάδα τώρα και κάμποσες άλλες φορές από την αρχή του πρωταθλήματος; Και πότε θα θεωρήσουν ότι είναι τόσο μεγάλο το πρόβλημα; Όταν έχουμε σκοτωμένους; Δεν μας αρκούν οι τραυματίες;

Είναι γνωστό ότι «είναι πολύ λίγοι», αλλά δεν θέλουμε να μας το λένε οι πολιτικοί μας με καθησυχαστική διάθεση, ως να τους στρώνουν και το χαλί να συνεχίσουν τη δράση τους. Αυτό που θέλουμε είναι να μας εξηγήσουν γιατί αυτοί οι λίγοι ελέγχουν την δημόσια ασφάλεια μέσα και έξω από τα γήπεδα και αποφασίζουν αν οι πολλοί θα δουν ποδόσφαιρο ή πόλεμο;

Το πρόβλημα του χουλιγκανισμού σίγουρα δεν θα λυθεί με δυο νομοσχέδια που θα δώσουν εξουσίες στην κυβέρνηση. Αλλά, οι απόλυτες αντιδράσεις των δυο μεγάλων κομμάτων είναι σίγουρο ότι δεν επιτρέπουν καν την προσπάθεια. Θα μπορούσαν να το συζητήσουν διεξοδικά, θα μπορούσαν να αποφασίσουν ότι θα είναι μια επιτροπή ορισμένη δια νόμου που θα παίρνει αυτές τις αποφάσεις και όχι το Υπουργικό, αλλά αν αποφασίζουν χωρίς δεύτερη σκέψη ότι πρέπει να συνεχιστεί η σημερινή κατάσταση, μόνο ανεύθυνους μπορώ να τους χαρακτηρίσω.

Υ.Γ. Θέλουν, λένε, τροποποίηση του Συντάγματος για να ρυθμίσουν το ανέλεγκτο του Γενικού Εισαγγελέα. Έχουν πρόβλημα με τον Παγκύπριο Ιατρικό Σύλλογο διότι δεν αφαιρεί άδειες επαγγέλματος από γιατρούς. Ένας καταδικάστηκε δύο φορές για άσεμνη επίθεση εναντίον ασθενών του αλλά ουδέποτε του αφαιρέθηκε η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος από τον ΠΙΣ. Και η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Βουλής ζήτησε την παρέμβαση του κράτους για να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο ενεργεί ο ΠΙΣ. Αλλά, στον τρόπο που ενεργούν τα ποδοσφαιρικά σωματεία να μην παρέμβει το κράτος, είναι υπερεξουσίες και δικτατορία.