Εκείνη την Κυριακή της Απόκρεω της δεκαετίας του ’90 ήμασταν καλεσμένοι να γιορτάσουμε τις Σήκωσες στη θεία Ανδρούλα. Φτάνοντας στο σπίτι τους, ο θείος Αρτέμης μαζί με τον Θεόδοτο γύριζαν ήδη τη σούβλα στην αυλή, μοσχομύριζαν οι τόποι και η τσίκνα έφτανε ως τους ουρανούς.

Ανασταίνουνται νεκροί με έτσι μυρωδκιάν» είπε η γιαγιά και αφού φάγαμε λίγη μιλλούδα και από ένα κομματάκι λουκάνικο που μας έδωσαν στο πόδι οι θείοι, τσουγγρίζοντας και από ένα ποτηράκι ζιβανίας, καθίσαμε στο σαλόνι. Η θεία είχε ήδη στρώσει στο μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας το δαντελένιο τραπεζομάντηλο, το πορσελάνινο σετ της με τα πιάτα από χρυσά στάχυα και τα επάργυρα μαχαιροπήρουνα. Στο μακρύ μπουφέ μας περίμεναν σουτζουκάκια, κουπέπια, κανελόνια και άλλα λαχταριστά φαγητά φτιαγμένα με μεράκι από τα χέρια της.

Οι κρυστάλλινοι πολυέλαιοι έλαμπαν, δίνοντας μια άλλη αίγλη στο σαλόνι με τους σκαλιστούς βελούδινους καναπέδες. Όλα μύριζαν ανεμελιά, χαρά και γιορτή. Σήκωσες σήμερα! Εκτός της μεγάλης μέρας, γιορτάζαμε την άφιξη του ξαδέλφου Λάκη ο οποίος σπούδαζε ιατρική στη Νορβηγία και είχαμε τόσο καιρό να δούμε. Είχε φέρει και φιλοξενούμενο ένα καθηγητή, για να τον ξεναγήσει στην ηλιόλουστη πατρίδα του. Φεβράρης και όμως στο νησί είχε κιόλας μπει η άνοιξη. Ο μεσήλικας νορβηγός, άσπρος σαν τα χιόνια της πατρίδας του, είχε ήδη καεί στο πρόσωπο καθισμένος από το πρωί στον ήλιο. Όταν η γιαγιά που δεν έβλεπε και τόσο καλά, τον είδε στο σαλόνι έτρεξε απάνω του, τον φίλησε, του έπιασε τα μάγουλα και τα γένια και ενώ του τα τραβούσε του έλεγε:

«Μάνα μου Λάκη μου, μα ίντα ωραία η μασκούα σου, εντύθηκες γερούιν; Αλλό λλίον τζαι να μεν σε καταλάβω. Είσαι πολλά πετυχημένος πτου πτου πτου». Και συνέχισε να του χαϊδεύει τα γκριζόξανθα μαλλιά ενώ η ομήγυρη διπλωμένη απ’ τα γέλια δεν μπορούσε να αντιδράσει. Ευτυχώς που μπήκε στο σαλόνι ο ξάδελφος λέγοντας:

«Γιαγιά εγώ είμαι ο Λάκης!»
«Ε τούτος ποιος ένει καλό;» Ρώτησε η γιαγιά μπερδεμένη.
«Ο καθηγητής μου ’που τη Νορβηγία»
«Τζαι γιατί καλό εντύθηκεν με μάσκα τζαι κότσινα γένεια;»

Ο Νορβηγός όλο αμηχανία είχε αφεθεί στα χάδια και στα τραβήγματα της γιαγιάς και στη συνέχεια όταν τον βάλαμε να καθίσει σαν επίσημος καλεσμένος στην κορυφή του τραπεζιού, σήκωσε το ποτήρι του με την κουμανταρία κάνοντας πρόποση και μια μακρά ομιλία, ένα speech στα αγγλικά, απ’ αυτά που συνηθίζουν οι βόρειοι λαοί, με κάθε επισημότητα, ενώ εμείς τα λέμε μ’ ένα τσούγκρισμα των ποτηριών και μια ευχή: «Τζαι καλές Σήκωσες» ή «τζαι του χρόνου στην Τζερύνεια». Παρακάλεσε μάλιστα τον ξάδελφο να μεταφράζει στα ελληνικά για να καταλαβαίνουν όλοι οι καλεσμένοι, κυρίως η γιαγιά:

«Είμαι εξήντα χρόνων, ταξίδεψα και εργάστηκα σε νοσοκομεία στην Ευρώπη, Ασία, Αμερική και Αφρική, γνώρισα λογής-λογής κόσμο αλλά πρώτη φορά δέχομαι μια τόσο θερμή μεσογειακή φιλοξενία όπως τη σημερινή. Ευχαριστώ από καρδιάς τον Λάκη, τους γονείς του και όλους εσάς που με δεχτήκατε σαν ένα δικό σας. Ειδικές ευχαριστίες όμως ήθελα να εκφράσω προς τη γιαγιά Δέσποινα που με έκανε να ξανανιώσω παιδί, με το αυθόρμητο καλωσόρισμα της. Όπως μου εξήγησε ο φοιτητής μου, έτσι υποδέχονται οι ηλικιωμένοι τους ξένους επισκέπτες για να τους δείξουν οικειότητα. Αν και πρέπει να ομολογήσω πως το τελετουργικό αυτό στην αρχή μου φάνηκε κάπως περίεργο, ήταν άκρως ενδιαφέρον από κοινωνιολογικής και ανθρωπολογικής άποψης. Σε αντιμετωπίζουν σαν ένα δικό τους πρόσωπο και ενώ εμείς οι βόρειοι είμαστε τόσο φειδωλοί στις χειρονομίες μας ακόμη και προς τα παιδιά, αντιλήφθηκα για μια ακόμη φορά τις πολιτισμικές διαφορές που έχει η βόρεια σκανδιναβική χώρα μας με ένα μεσογειακό λαό. Συνειδητοποίησα πώς η γλώσσα του σώματος μπορεί να επιφέρει την επικοινωνία μεταξύ δυο αγνώστων που δεν μιλούν την ίδια γλώσσα. Πρώτη φορά βρέθηκα σε μια γιορτή με τόσο αυθόρμητο και άπλετο γέλιο ανάμεσα στους καλεσμένους. Σας ευχαριστώ πολύ. Θα κρατήσω σαν θησαυρό στην καρδιά μου αυτές τις στιγμές».

Καθώς μιλούσε όλοι χειροκροτούσαν. Η γιαγιά επαναλάμβανε «καΐσιιν που επάθαμεν» γελώντας κι αυτή μαζί με τους άλλους. Πόσο χαρούμενες ήταν εκείνες οι Σήκωσες με τον θείο Αρτέμη, τον πατέρα, τον ξάδελφο που έγινε σπουδαίος παιδίατρος και εγκαταστάθηκε στη Νορβηγία, τον Σκανδιναβό μεταμφιεσμένο σε γερούιν, και τη γιαγιά που είχε δει για πρώτη φορά στη ζωή της κάποιο τόσο ξανθό, τόσο γιάλλουρο, με τόσο λευκή και κόκκινη επιδερμίδα που τον πήρε για μασκαρά.

«Εδώ Λεμεσός! Εδώ Λεμεσός! / Στο τρελό σας προσκαλούμε καρναβάλι… / Εδώ Λεμεσός! Εδώ Λεμεσός! / Στη γλυκιά του να ριχτούμε την αγκάλη / Κάθε πίκρα μας να φύγει, την ψυχή μας που τυλίγει, να χαρούμε τη ζωή! / Αφήσατε τις έγνοιες τις σκοτούρες, μαζί μας θα γελάσετε τρελά. / Μες στον χορό να γίνουμε όλοι σβούρες ν’ ανοίξουν της καρδιάς μας τα φτερά / Γελάστε, ξεχάστε, ο καιρός που περνά είναι χρυσός…»

(Στίχοι: Ν. Νικολαΐδης, μουσική σύνθεση: Ε. Λούβρης, ερμηνεία: Κανταδόροι Γιωργαλλέτου)

[email protected]